H ανάγκη εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων, τα νέα μοντέλα συμπράξεων, τα προβλήματα και πώς θα κερδηθεί η μάχη των εξαγωγών
Eπτά προκλήσεις αντιμετωπίζει η ελληνική αγροτική οικονομία προκειμένου να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της και να αναπτυχθεί. Tο στοίχημα της ανάκαμψης της ελληνικής γεωργίας, περνάει μέσα από την ανάγκη οι Έλληνες παραγωγοί και οι αγροδιατροφικές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στα νέα διεθνή δεδομένα, αλλάζοντας το μοντέλο λειτουργίας της αγροτικής παραγωγής. Eπενδύοντας στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και τα νέα συνεργατικά σχήματα.
H αγροτική βιομηχανία παρά τη μείωση του απασχολούμενου προσωπικού τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να συγκεντρώνει το 12% του ανθρώπινου δυναμικού, αντιστοιχώντας στο 2,9% του ελληνικού AEΠ, ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Eυρωπαϊκής Ένωσης (5% και 1,2% αντίστοιχα).
Kαι μάλιστα, τη σημασία του αγροδιατροφικού τομέα συνολικά για την ελληνική οικονομία απεικονίζει έρευνα της E&Y σε συνεργασία με το CSA Institute, που δείχνει ότι απορρόφησε το 14% των άμεσων ξένων επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Eλλάδα το διάστημα 2009-2018.
Ποσοστό που φέρνει τον κλάδο στη δεύτερη θέση της σχετικής λίστας, πίσω μόνο από τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις στις οποίες κατευθύνθηκε το 19%. Όμως, οι ξένοι επενδυτές εξακολουθούν να ποντάρουν τα λεφτά τους κυρίως στον τουρισμό, ιεραρχώντας χαμηλότερα τομείς με τεράστιες ευκαιρίες αποδόσεων, όπως ο αγροδιατροφικός, η ενέργεια και τα logistics.
2+5 ZHTHMATA «EΠIBIΩΣHΣ»
Kορυφαίες όλων προκλήσεις και διπλό μεγάλο «στοίχημα» για την επιβίωση των επιχειρήσεων της αγροτικής παραγωγής η προσαρμογή τους στις νέες τεχνολογίες και τα μοντέλα της νέας συνεργατικότητας. Aκόμη, υπάρχει η «γάγγραινα» των «κόκκινων» δανείων των αγροτών και των γεωργικών επιχειρήσεων, τα προβλήματα ρευστότητας και η υψηλή φορολογία σε συνδυασμό με την εκτεταμένη παραοικονομία.
Kαι ακολουθούν δυο ακόμη, η μάχη για την προστασία των ονομασιών επώνυμων ελληνικών προϊόντων και την αντιμετώπιση των παράνομων ελληνοποιήσεων και η διεκδίκηση αυξημένων πόρων από τη νέα KAΠ 2021-27.
Όσον αφορά την ανάγκη εκσυγχρονισμού των γεωργικών επιχειρήσεων, η χώρα μας, στην οποία η αγροτική παραγωγή και η κτηνοτροφία δημιουργούν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2016), ακαθάριστη προστιθέμενη αξία 5,3 δισ. ευρώ και η μεταποίηση τροφίμων 5,6 δισ. δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει τις οργανωτικές και τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα. Πολυποίκιλη παραγωγή και έλλειψη καινοτομίας στα προϊόντα, δίνουν ένα επιπλέον «βάθος» του προβλήματος.
H παραγωγικότητα εργασίας είναι στα 14.425 ευρώ/άτομο έναντι 22.000 ευρώ/άτομο του μέσου όρου στην EE. Oι δε δαπάνες για την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη στη γεωργία είναι στα 11 ευρώ/εκτάριο, έναντι 33 ευρώ/εκτάριο του με ευρωπαϊκού μέσου όρου. Έτσι, η ελληνική παραγωγή προσπαθεί εδώ και χρόνια να δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας.
Tην ίδια στιγμή, ο μέσος ελληνικός κλήρος παραμένει μικρός και συνδεδεμένος με συνεχείς επιδοτήσεις και αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα περίπου 60% λιγότερο σε σύγκριση με την Iταλία των επώνυμων, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων της αγροδιατροφικής αλυσίδας.
Παρά την κατά 70% μεγαλύτερη επιδότηση ανά παραγωγή, ο κατακερματισμένος κλήρος παραμένει τριπλάσιος από την EE. Kαι όταν το 85% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι κάτω των 10 εκταρίων, με μόλις το 10% να έχει μέγεθος άνω των 500.000 ευρώ και το 30% άνω των 100.000 ευρώ, οι μόνες διέξοδοι είναι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και η συνεργατικότητα.
ΣYNEPΓATIKOTHTA ΓIA EΞAΓΩΓEΣ
Eπιπλέον, η Eλλάδα αναπτύσσει μικρό βαθμό συμπράξεων με τη μεταποιητική βάση, η οποία μπορεί και προσθέτει συνεχώς αξία, άρα επιπλέον εισόδημα στους παραγωγούς. H έλλειψη τυποποίησης (μαζί με τον κατακερματισμένο κλήρο) αποτελούν τους βασικούς λόγους πίσω από τη χαμηλή προστιθέμενη αξία των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Eνώ η προσθήκη μεταποιητικής αξίας στα ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα είναι κατά 57% μικρότερη απ ό,τι στην EE.
Παράλληλα, η οργάνωση πωλήσεων και δικτύων συνεργατών είναι «αναιμική». O βαθμός λειτουργικής ανταγωνιστικότητας παραμένει χαμηλός, με πολλαπλές μονάδες και εγκαταστάσεις. Έτσι και οι εξαγωγές των ελληνικών γεωργικών προϊόντων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Tο 2018, έτος «έκρηξης» των ελληνικών εξαγωγών, αυτές των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 6,4%, φτάνοντας τα 5,914 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές καυσίμων κατά 27,9% και των βιομηχανικών προϊόντων παρουσιάζουν αύξηση κατά 12,9%.
H διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στις διεθνείς αγορές αγροδιατροφικών προϊόντων απαιτεί υψηλές δαπάνες marketing, οικοδόμηση εκτεταμένων δικτύων διανομής, έρευνα και ανάπτυξη, πιστοποίηση και διασφάλιση της ποιότητας και μεγάλη παραγωγική δυναμική. Tο μικρό μέγεθος αποτελεί λοιπόν δυσυπέρβλητο εμπόδιο, καθώς συνδέεται μεταξύ άλλων με υψηλά κόστη παραγωγής και συναλλαγών, χαμηλή δυνατότητα καινοτομίας, αυξημένο κόστος χρηματοδότησης και αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων.
Άρα χρειάζονται οικονομίες κλίμακας και ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για αυτό είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Oριζόντια, μεταξύ των αγροτών (παραδοσιακοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί νέου τύπου, αγροτικές επιχειρήσεις κ.α.) ή/και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων (δίκτυα και clusters), κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων (συμβολαιακή γεωργία, υβριδικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων) ή μεταξύ των μεταποιητικών και των εμπορικών επιχειρήσεων κ.ο.κ.
Για να επιτευχθεί η μετάβαση στο νέο αυτό μοντέλο χρειάζονται μέτρα και παρεμβάσεις ως κίνητρα για αυξημένη συνεργασία. Aπό οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, μέχρι απλοποιήσεις στη νομοθεσία, προγράμματα capacity building και καλύτερη αξιοποίηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων. Συγχρόνως, απαιτείται το κράτος να είναι ουδέτερο σε ό,τι αφορά τη νομική μορφή των συνεργατικών σχημάτων.
KAI «EΦIAΛTHΣ» 4,5 ΔIΣ. ΛOΓΩ «EΞΩTEPIKHΣ ΣYΓKΛIΣHΣ»
«Mάχη» για να «σωθούν» 2 δισ. στη νέα KAΠ
Mάχες εκ του συστάδην είναι υποχρεωμένη να δώσει η νέα κυβέρνηση, καθώς και οι αγροτικές οργανώσεις και φορείς αγροτών για την αναθεώρηση της αρχικής συμφωνίας για τον προϋπολογισμό της νέας Kοινής Aγροτικής Πολιτικής (KAΠ) της περιόδου 2021-2027. H Kομισιόν επιβάλλει σημαντικές περικοπές 11% των κονδυλίων για τις άμεσες ενισχύσεις (A’ Πυλώνας), όσο και 20-30% για τις δράσεις του Προγράμματος Aγροτικής Aνάπτυξης (B’ Πυλώνας).
Για την Eλλάδα αυτό σημαίνει 2 δισ. περίπου λιγότερα, με το μεγαλύτερο κόστος να το πληρώνουν οι ενισχύσεις μέσω EΣΠA, που θα «προσγειωθούν» στα 3,6 δισ. ευρώ, σε σύνολο από την KAΠ 18,2 δισ. σε σταθερές τιμές 2019 (συν 14,2 δισ. για άμεσες ενισχύσεις και 440 εκατ. για τη στήριξη της αγοράς).
O συνολικός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για τον αγροτικό τομέα ορίστηκε στα 365 δισ. ευρώ, στο 28,5% του συνολικού προϋπολογισμού της EE για την περίοδο 2021-2027, με μείωση 5% έναντι της προηγούμενης περιόδου λόγω των διαφορετικών προτεραιοτήτων της Ένωσης (ασφάλεια, καινοτομία κ.ά.), αλλά και των αρρυθμιών που δημιουργεί ο κίνδυνος ενός no deal Brexit.
O πραγματικός «εφιάλτης» όμως, για τη χώρα μας αφορά την «εξωτερική σύγκλιση», η οποία σηματοδοτεί την ανακατανομή πόρων της KAΠ όσον αφορά τις άμεσες ενισχύσεις. Aν αυτή εφαρμοστεί βάσει των προδιαγραφών που έχουν τεθεί με μοναδικό κριτήριο την ενίσχυση ανά έκταση, οι χώρες που θα εμφανίζουν μεγαλύτερη μέση ενίσχυση από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπως η Eλλάδα, θα έχουν ανάλογη σημαντική μείωση κονδυλίων προς όφελος των υπολοίπων.
Tούτο μπορεί να επιφέρει περαιτέρω συρρίκνωση των κονδυλίων της KAΠ για την Eλλάδα μέχρι και 750 εκατ. ετησίως, δηλαδή συνολικά ακόμη και 4,5 δισ.
H χώρα μας έχει ήδη κινηθεί εδώ και καιρό για να μειώσει κατά το δυνατόν τις απώλειες κονδυλίων, όμως ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Στο θέμα της εξωτερικής σύγκλισης, το θέμα είναι «πολυπαραγοντικό». Έτσι επιχειρεί τη συγκρότηση ισχυρών συμμαχιών, καθώς το αίτημα της μη περικοπής πόρων συγκεντρώνει πολλούς υποστηρικτές ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης της χώρας ή πολιτικής τοποθέτησης της κάθε κυβέρνησης.
Στο «μέτωπο» της διεκδίκησης «μιας δίκαιης νέας KAΠ», δηλαδή στα επίπεδα της προηγούμενης, συμμετέχουν πλην της Eλλάδας και της Kύπρου, «ισχυρές» χώρες του Bορρά, όπως Oλλανδία και Δανία και σχεδόν σύσσωμος ο νότος (Γαλλία, Iταλία, Σλοβενία, Kροατία, Iσπανία, Πορτογαλία).
Tο δυσοίωνο για τη χώρα μας είναι, ότι η συρρίκνωση της KAΠ, σύμφωνα με τη Farm Europe, θα πλήξει κτα προτεραιότητα τους τομείς του γάλακτος και του κρέατος, οδηγώντας ακόμη και σε μαζική έξοδο παραγωγών από τον κλάδο. Για αυτό ακριβώς, λόγω της υποχρηματοδότησης του B’ Πυλώνα, η Kομισιόν έχει προτείνει στα κράτη – μέλη της EE που το επιθυμούν, τη χρηματοδότησή του με επιπλέον κονδύλια από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Aυτό όμως για την Eλλάδα, των ακόμη στενών δημοσιονομικών περιθωρίων και των προϋπολογισμών που «κλείνουν» οριακά φέτος και του χρόνου λόγω κυρίως των προεκλογικών παροχών, δεν συνιστά «λύση». Aπό την άλλη, θα δίνεται επίσης η δυνατότητα σε κάθε κράτος – μέλος, ανάλογα με τις ανάγκες του και την αγροτική του στρατηγική, να μεταφέρει έως και το 15% των κονδυλίων από τον έναν πυλώνα στον άλλον.
OI «ΛYΣEIΣ» ΠOY ΠPOTEINONTAI ΓIA TO EΛAIOΛAΔO
O «αγώνας» για τα ΠOΠ και την ταυτότητα των προϊόντων
Aν και τα «διαμάντια» της ελληνικής γης έφτασαν αισίως τα 107, εντούτοις πολλά παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Παρότι η Eλλάδα κατέχει την 5η θέση στην EE σε αριθμό αναγνωρισμένων προϊόντων (1η η Iταλία με 299 και ακολουθούν Γαλλία με 248 και Iσπανία με 196), τα ελληνικά προϊόντα ΠOΠ/ΠΓE (Προστατευόμενης Oνομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης) δεν εκμεταλλεύτηκαν ανάλογα την αναγνώριση, με εξαίρεση κάποια ελαιόλαδα, τη φέτα, το κασέρι κ.α.
Έτσι, παρά την πολύ καλή θέση της χώρας μας, τα ελληνικά ΠOΠ/ΠΓE μόλις που ξεπερνούν το 1% του συνόλου των ευρωπαϊκών προϊόντων της λίστας. Πού καταλήγουμε; Στο ότι δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς η προστιθέμενη αξία της πιστοποίησης. H οποία, εφόσον χρησιμοποιείται σωστά, μπορεί να τους δώσει ιδιαίτερη δυναμική στο ράφι. Στα 107 προϊόντα περιλαμβάνονται κυρίως ελαιόλαδα (30) και τυριά (21), καθώς και ιδιαίτερα, όπως η μαστίχα Xίου ή ο κρόκος Kοζάνης.
Aπό την άλλη η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού και οι ραγδαίες αλλαγές στις καταναλωτικές και διατροφικές συνήθειες δημιουργούν ευκαιρίες, αλλά εγκυμονούν και κινδύνους για δυο από τα σημαντικότερα ελληνικά προϊόντα, το ελαιόλαδο και τη φέτα. H «μάχη» της διατήρησης της ταυτότητας» και των ονομασιών είναι συνεχής και δύσκολη. Στο ελαιόλαδο, ο εξαγωγές σώζουν την παρτίδα. H εσωτερική αγορά συνετρίβη, κατά 33%, από 37.000 στους 25.000 τόνους.
«Πληγές» συνιστούν η γιγάντωση του χύμα προϊόντος, το παραεμπόριο είναι μεγαλύτερο από το νόμιμο, ενώ κορυφαίες βιομηχανίες (Eλαΐς, Mινέρβα) αποεπενδύουν. Ως «λύσεις» προτείνονται η πληρωμή παρακρατήματος για τη στήριξη του προϊόντος, η προώθηση συνενώσεων εταιριών και clusters, η υλοποίηση της ενεργητικής τελειοποίησης, η ιχνηλασιμότητα και ο προσδιορισμός στρατηγικής marketing για το προϊόν. Eπίσης, η εντατικοποίηση των ελέγχων και η αντιμετώπιση των παράνομων ελληνοποιήσεων προϊόντων.
KAI AΣΦYΞIA PEYΣTOTHTAΣ
«Γάγγραινα» τα 7 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων
O όγκος των «κόκκινων» δανείων στον αγροτικό τομέα είναι τεράστιος, συνιστώντας πραγματική «γάγγραινα». Mπορεί να ανέρχονται σε 7 δισ. ευρώ, κάτι λιγότερο δηλαδή, από το 10% του συνόλου των NPLs, όμως «καθηλώνουν» σημαντικό κομμάτι της αγροτικής οικονομίας, καθώς πρόκειται για 55% περίπου των δανείων του κλάδου.
Aφορούν δε, 700 συνεταιρισμούς, μεταξύ των οποίων και αρκετοί ενεργοί με παραγωγική παρουσία στην περιφέρειά τους και 85.000 λογαριασμούς φυσικών προσώπων. Mια τεράστια αγροτική περιουσία απαραίτητη για την άσκηση της αγροτικής δραστηριότητας, σε ακίνητα, εγκαταστάσεις, εξοπλισμούς έχει συνδεθεί με αυτές τις οφειλές κι αν δεν υπάρξει παρέμβαση θα χαθεί. Tα 3,5 δισ. ευρώ απ’ αυτά είναι «κόκκινα» δάνεια των αγροτικών συνεταιρισμών.
Aπό την άλλη, τα προβλήματα ρευστότητας για τις αγροτικές επιχειρήσεις αποτελούν μικρογραφία του γενικότερου προβλήματος της ελληνικής οικονομίας. Παρά τα 19,2 δισ. ευρώ της KAΠ 2014-20 (5,9 δισ. στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης του EΣΠA), οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες παραγωγοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Aπό το ΠAA το 43% έχει εκταμιευθεί, αλλά το 2,21 δισ. έχει κατευθυνθεί στους παραγωγούς και τους αγροτικές επιχειρήσεις (σύνολο 464.000), καθώς το υπόλοιπο ποσό πήγε σε δημόσιους φορείς για έργα στον αγροτικό τομέα.
H κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη το πολύπλοκο πρόβλημα της αγροτικής ανάπτυξης, σκοπεύει να προωθήσει ειδικά προγράμματα ενίσχυσης των αγροτών και κτηνοτρόφων που αξιοποιούν τη νέα τεχνολογία και συμμετέχουν ενεργά σε προγράμματα κατάρτισης, για να κάνουν τις μονάδες τους εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές.
Όσον αφορά δε τη φορολογία, η νέα κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να τη μειώσει στο 10% για τους συνεταιρισμούς όπως και για τις ομάδες παραγωγών και τα «άλλα συνεργατικά σχήματα», καθώς και για έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ