Η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργούνται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθούν διαφορετικές θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούνται, καταδεικνύει μελέτης της ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε σήμερα, στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τα εγκαίνια της 84ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Όπως προκύπτει από την έκθεση οι επιχειρήσεις ζητούν εργαζόμενους με υψηλά προσόντα όπως μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency και τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο, για θέσεις εργασίας που καλύπτονται και με κάποιους εξειδικευμένους απόφοιτους Επαγγελματικού Λυκείου ή και IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου). Και αυτό, γιατί όπως επισημαίνουν οι μελετητές της Συνομοσπονδίας.
Αναλυτικά, μεταξύ των βασικών ευρημάτων της έρευνας του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ είναι τα εξής:
* Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (μέχρι και 49 απασχολούμενους) στην Ελλάδα αποτελούν διαχρονικά το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πιο συγκεκριμένα το 2019 εκτιμάται ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιστοιχούν στο 99,7% του συνόλου των επιχειρήσεων, θα απασχολούν το 78,2% τους συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και θα παράγουν το 46,6% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (σε κόστος συντελεστών παραγωγής) που παράγει το σύνολο του μη οικονομικού και ασφαλιστικού κλάδου των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα. Ας σημειωθεί ότι το 2016 η ετήσια συνολική δαπάνη για Έρευνα κι Ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχούσε μόλις στο 11,7% (83,6 εκατ. ευρώ) της συνολικής δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας στη χώρα (740,4 εκατ. ευρώ).
* Την περίοδο 2008-2014 οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα υπέστησαν ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, το 2014 έναντι του 2008, έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους (175.844 επιχειρήσεις), οδήγησαν στην ανεργία το 25,0% των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ. ευρώ).
* Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων ανήκουν οι καινοφανείς επιχειρήσεις έντασης γνώσης, οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startup) και οι τεχνοβλαστοί (spin-offs), αλλά και ευρύτερα η νεανική επιχειρηματικότητα καθώς και το σύνολο των φορέων της κοινωνικής & αλληλέγγυας οικονομίας στη χώρα.
Επιπλέον:
– Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της εκπαίδευσης, που είναι προσανατολισμένο σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία σπουδών (με μικρές αποκλίσεις από τις μέσες τιμές της ΕΕ-28). Άτυπα όμως, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας: (α) τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β) τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και (γ) την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, συνήθως το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί «σε εξειδικευμένο απόφοιτο Επαγγελματικού Λυκείου και IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου)».
– Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό) και brain-waist (σπατάλη εγκεφάλων στην αγορά– αναντιστοιχία δεξιοτήτων), που ισχυροποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της επιχείρησης (και τελικά του κλάδου και της αγοράς) είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
– Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα (στον οποίο εντάσσεται και η τριτοβάθμια εκπαίδευση) επενδύει στην Έρευνα κι Ανάπτυξη, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερο. Η αγορά φαίνεται να «αμύνεται» ακόμα για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης.
Η ΓΣΕΕ, και το Κέντρο επισημαίνουν ότι μεταξύ των λύσεων που θα πρέπει να επιδιωχθούν είναι:
– Να αυξηθεί η δημόσια και ιδιωτική επένδυση στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας.
– Να θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη στήριξη της διά βίου μάθησης – που θα περιλαμβάνει μια ισχυρότερη και καλύτερα χρηματοδοτούμενη επαγγελματική κατάρτιση σε σύνδεση με την αγορά εργασίας και διευρυμένες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης.
– Να αναβαθμιστούν τα συστήματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με παράλληλη αναβάθμιση των ενδο-επιχειρησιακών και δια-επιχειρησιακών προγραμμάτων εκπαίδευσης/κατάρτισης.
– Να επανασχεδιαστεί το σύστημα Επαγγελματικής Κατάρτισης ως σύστημα διασφάλισης της ποιότητας και με κυρίαρχο ρόλο των κοινωνικών εταίρων.
Στο πλαίσιο του επανασχεδιασμού της ΕΚ θα πρέπει:
* Να επανιδρυθεί και να αναβαθμιστεί ο ρόλος του ΕΟΠΠΕΠ ως ο κατεξοχήν οργανισμός πιστοποίησης της επαγγελματικής κατάρτισης (προσόντα, δεξιότητες, δομές, εκπαιδευτές κλπ.)
* Να επανασχεδιαστεί το σύστημα πιστοποίησης των φορέων κατάρτισης εντάσσοντας ουσιαστικά, ποιοτικά και εκπαιδευτικά κριτήρια αξιολόγησης. Είναι αναγκαίο να γίνουν αντιληπτά όχι ως απλοί «πάροχοι υπηρεσιών», αλλά να υποστηριχθούν σε μια διαδικασία σταδιακής μετατροπής τους σε αυτοτελείς εκπαιδευτικές μονάδες οι οποίες σχεδιάζουν και υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα βασισμένα σε δεδομένα και προδιαγραφές που διασφαλίζουν την εγκυρότητά τους.
* Να διασυνδεθεί η Επαγγελματική Κατάρτιση με τον μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, επαγγελμάτων, ειδικοτήτων και δεξιοτήτων.
* Να διασυνδεθεί στενότερα η επαγγελματική κατάρτιση με την αγορά εργασίας ως αναπόσπαστο στοιχείο σχεδιασμού και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς της.
* Να επαναλειτουργήσει η διαδικασία πιστοποίησης επαγγελματικών περιγραμμάτων ως βάση για τον καθορισμό των δεξιοτήτων, του σχεδιασμού προγραμμάτων κατάρτισης, της πιστοποίησης των προσόντων κλπ. λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εργαλεία αποτύπωσης δεξιοτήτων (π.χ. ESCO).