Πώς περιγράφει τις δύσκολες συνεδριάσεις του 2015 – Ζητεί δημοσιονομική ένωση
Την ανάγκη οι κυβερνήσεις με περιθώρια ελιγμών να αυξήσουν τις δαπάνες τους προκειμένου να αποτρέψουν μία νέα ύφεση επισημαίνει ο Μάριο Ντράγκι, ενώ καλεί τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης να εργαστούν στην κατεύθυνση της πραγματικής δημοσιονομικής ένωσης.
Σε συνέντευξή του στους Financial Times o επικεφαλής της ΕΚΤ, κηρύσσει τη νίκη στη μάχη για τη σωτηρία του ευρώ, ξεκαθαρίζει πως δεν υπάρχει Plan B για το ενιαίο νόμισμα, αλλά και υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να γίνουν ακόμη αρκετά βήματα για την οικονομική ενοποίηση.
«Δεδομένων των αδυναμιών που εμφανίζουν τα κράτη σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, αυτό που έχει σημασία είναι να κάνουμε την ένωσή μας πιο ισχυρή. Σε ορισμένους τομείς απαιτείται περισσότερη ενοποίηση για να πετύχουμε αυτό τον στόχο» λέει και προσθέτει: «Χρειαζόμαστε έναν ενιαίο προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη. Σαφώς η πολιτική συζήτηση για το θέμα αυτό έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της. Αλλά είμαι αισιόδοξος».
Ο ίδιος αποφεύγει να σχολιάσει τις διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ, αλλά επαναλαμβάνει ότι πρέπει και οι κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα για να σηκώσουν το μερίδιο ευθύνης, που τους αναλογεί.
Οι περισσότερες κρατικές δαπάνες θα μπορούσαν να «βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό» την αποστολή της κεντρικής τράπεζας, σημειώνει, ενώ προειδοποιεί πως σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί να παραμείνει σε ισχύ για μεγαλύτερο διάστημα η ποσοτική χαλάρωση.
Το «όχι» στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ
Κληθείς να θυμηθεί το πώς ξέσπασε η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, αλλά και τα δραματικά γεγονότα του 2015, ο κ. Ντράγκι σημειώνει πως και στις δύο περιπτώσεις η ΕΚΤ πέτυχε να διατηρήσει την ενότητα του ευρώ, χωρίς να παραβεί τους κανόνες της Συνθήκης.
«Δεχθήκαμε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές εδώ. Η μία έλεγε ότι θα πρέπει να κόψουμε από την Ελλάδα κάθε γραμμή χρηματοδότησης άμεσα, κάτι που θα οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και πιθανότατα έξοδο από το ευρώ. Και η άλλη έλεγε ότι θα έπρεπε να προσφέρουμε απεριόριστη και χωρίς προϋποθέσεις ρευστότητα στην ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική οικονομία, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε» αναφέρει. «Η στήριξη στην Ελλάδα ήταν ουσιαστική. το απόγειό του ο δανεισμός της ΕΚΤ και της ΤτΕ προς τις ελληνικές τράπεζες έφτασε τα 127 δισ. ευρώ ή το 71% του ΑΕΠ της χώρας. Το κάναμε αυτό ενώ υπήρχαν φωνές που έλεγαν να κόψουμε άμεσα όλες τις πιστωτικές γραμμές».
Όπως σημείωνει «συνεχίσαμε να χρηματοδοτούμε τον ιδιωτικό τομέα με δικλείδες ασφαλείας, ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρξει περαιτέρω χρηματοδότηση στο κράτος. Δεν υπήρξε νομισματική χρηματοδότηση, όλα έγιναν με τον σωστό τρόπο, καθώς καταφέραμε να κρατήσουμε το ευρώ άθικτο και να αποφύγουμε την παράβαση της Συνθήκης».
Σε ερώτηση για το εάν υπήρξε μελέτη για τις επιπτώσεις μίας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, απαντά: «Η δουλειά μας ήταν να εξετάσουμε τη μετάδοση της κρίσης. Αλλά πρέπει να είμαι ξεκάθαρος, όσον αφορά στο ευρώ, δεν υπήρχε Plan B». Όπως υπογραμμίζει, εντολή της ΕΚΤ είναι να διατηρεί την σταθερότητα των τιμών και η σταθερότητα αυτή βασίζεται στην ύπαρξη του ευρώ. «Διαφορετικά δεν έχει νόημα. Ποια σταθερότητα τιμών ή ποιο νόμισμα πρέπει να στηρίξουμε; Το δολάριο. Όχι. Τη στερλίνα; Όχι. Είναι το ευρώ. Για αυτό δεν υπάρχει Plan B» εξηγεί.
Σε επισήμανση του δημοσιογράφου ότι στην περίτπωση της Ελλάδας υπήρξε πίεση να αφεθεί η χώρα να φύγει, τονίζει πως σε μία συνεδρίαση του Eurogroup πριν από πολύ καιρό, είπε ξεκάθαρα σε υπουργό που άφησε να εννοηθεί κάτι τέτοιο: «Κοίτα, εάν θες να σπρώξεις την Ελλάδα έξω από το ευρώ, κάντο. Μην χρησιμοποιείς όμως την ΕΚΤ για να το κάνεις».
Όσο για το τι απαντά σε όσους υποστηρίζουν πως η Ελλάδα πλήρωσε υπερβολικό τίμημα για να μείνει στο ευρώ, ο κ. Ντράγκι σημειώνει πως η χώρα βίωσε μία φούσκα χρέους και μία τρομερή κρίση, την οποία ξεπέρασε χάρη στις προσπάθειες των Ελλήνων πολιτών, αλλά και με τη βοήθεια και την αλληλεγγύη της Ευρωζώνης. «Είναι εξαιρετικά δύσκολο για μία μεμονωμένη χώρα, που χρεοκοπεί να επιστρέψει στην κανονικότητα» σχολιάζει, ενώ προσθέτει ότι οι δράσεις, που ελήφθησαν από την Ευρωζώνη, βοήθησαν την Ελλάδα να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 23% από το 2008 έως το 2016.