Τι αναφέρει σε έκθεσή του το ΣΕΒ
Μόλις το 49% από τους 17 στόχους δράσεις, που έχει θέσει η διεθνής κοινότητα, μέσω του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης για όλους μέχρι το 2030, έχει καλύψει η Ελλάδα, διαχρονικά και όχι μόνο από το 2015, έναντι 58% για τον ΟΟΣΑ, όπως επισημαίνει στο οικονομικό του δελτίο ο ΣΕΒ.
Σημειώνεται ότι η χώρα μας, μαζί με το Μεξικό, τη Χιλή και την Τουρκία, έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνει στο οικονομικό του δελτίο ο ΣΕΒ, οι τομείς δράσης καλύπτουν 5 μεγάλες ενότητες: τις ανθρώπινες ανάγκες (φτώχεια, πείνα, υγεία, εκπαίδευση, ισότητα φύλων), τον πλανήτη Γη (νερό, βιωσιμότητα, κλίμα, θάλασσες, βιοποικιλότητα), την ευημερία (ενέργεια, οικονομία, υποδομές, ανισότητα, πόλεις), την ειρήνη (ασφάλεια) και τη συνεργασία (μέσα εφαρμογής πολιτικών βιώσιμης ανάπτυξης).
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε μια προσπάθεια να συνδράμει τις χώρες-μέλη του, που είναι οι πιο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, ώστε να προετοιμασθούν για την επίτευξη των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, έχει θέσει ποσοτικούς στόχους για μια πληθώρα δεικτών, και έχει υπολογίσει την απόσταση που χωρίζει κάθε χώρα από την επίτευξη αυτών των στόχων μέχρι το 2030.
Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία, που αποτυπώνουν και την πρόοδο της χώρας μας μέχρι σήμερα στη βιώσιμη ανάπτυξη, προκύπτει ενδεικτικά ότι στη χώρα μας το ποσοστό της σχετικής φτώχειας (ποσοστό πληθυσμού με εισόδημα κάτω από το 50% του διάμεσου εισοδήματος) συμπίπτει με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, την ίδια ώρα που ο Έλληνας έχει χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα, χαμηλή παραγωγικότητα και αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία.
Δεν πεινάει, δεν είναι παχύσαρκος, και έχει σχετικά καλή υγεία αν και καπνίζει σαν φουγάρο, ενώ δεν τα πάει καλά με την ισότητα των δύο φύλων. Ο Έλληνας δεν επιμορφώνεται δια βίου και η χώρα έχει υψηλό ποσοστό νέων που δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν, ούτε καταρτίζονται, ενώ οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη είναι χαμηλές.
Ο Έλληνας αντιμετωπίζει θέματα αποχέτευσης, σκουπιδιών, ανακύκλωσης, και υψηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, σε μια χώρα, όμως, που προστατεύει την βιοποικιλότητα. Ο Έλληνας, επίσης, ζει σε σχετικά πυκνοδομημένες πόλεις, με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Τέλος, η εγκληματικότητα στη χώρα είναι χαμηλή. Δεν υπάρχει, όμως, μεγάλη εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι βιώσιμη παρά μόνο εάν είναι ισορροπημένη και συνοδεύεται και από πρόοδο, για όλους τους πολίτες χωρίς αποκλεισμούς, σε όλους τους τομείς που προσδιορίζουν την ανθρώπινη διάσταση στην ολότητά της, περιλαμβανομένης και της φροντίδας για τον πλανήτη στον οποίο ζούμε. Βεβαίως, είναι δύσκολο να έχει μια χώρα καλές επιδόσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη, εάν δεν έχει και καλές επιδόσεις στην οικονομία. Χωρίς ισχυρή οικονομία, αυτή καθεαυτή η επίτευξη στόχων βιωσιμότητας ίσως να μην είναι εφικτή.
Μια αποτελεσματική κοινωνία έχει συνήθως καλές επιδόσεις και στα δύο μέτωπα. Συσχετίζοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα με το ποσοστό κάλυψης και των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης και με το ποσοστό κάλυψης μόνο του στόχου για την οικονομία (Στόχος 8), προκύπτει ότι η ισορροπημένη ανάπτυξη συσχετίζεται με μεγαλύτερη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος απ’ ό,τι η στενή επιδίωξη βελτίωσης στην οικονομία μόνο.
Αυτό σημαίνει ότι η επιδίωξη και άλλων μη οικονομικών στόχων στην πορεία της ανάπτυξης μιας οικονομίας ασκεί θετικές επιδράσεις στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η συνολική μας επίδοση (σε όρους κάλυψης των στόχων για το 2030) στη βιώσιμη ανάπτυξη (49%), είναι αρκετά υψηλότερη σε σχέση με την επίδοσή μας στον Στόχο 8 (33%), που είναι η οικονομία.
Με επίδοση 49% στη βιώσιμη ανάπτυξη, κατά μέσο όρο, η θεωρητική επίδοση στον Στόχο 8 (οικονομία), θα έπρεπε να είναι 45% και όχι 33% όπως καταγράφεται για την Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι η επίδοση μας στον Στόχο 8 (οικονομία) είναι αρκετά χαμηλότερη, καθώς την τελευταία 15ετία, ο μέσος ρυθμός μεταβολής στο πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα και στο πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας (δείκτες παραγωγικότητας κατ’ ουσίαν) ήταν στην Ελλάδα -0,7% και 0% αντιστοίχως, όταν στον ΟΟΣΑ τα μεγέθη αυτά διαμορφώνονταν σε 1,4% και 1,3% αντιστοίχως.
Προφανώς τα στοιχεία αυτά έχουν επηρεασθεί από την κρίση και την ύφεση που έπληξε την Ελλάδα την τελευταία 10ετία.
Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιονομικές πολιτικές, για παράδειγμα, που χρηματοδοτούνται από δανεικά και όχι από την παραγωγικότητα της οικονομίας και οδηγούν σε μακροοικονομικές ανισορροπίες, παρόλο που αυξάνουν την ευημερία προσωρινά, συνήθως καταλήγουν σε περιοδικές οικονομικές κρίσεις.
Η αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτών διαταράσσει την οικονομική ανάπτυξη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, θέτοντας, έτσι, σε αμφιβολία τη διατήρηση των επιδόσεων βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας.
Καθίσταται, έτσι, δύσκολη και η επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης μέχρι το 2030, καθώς λείπουν οι ισχυρές οικονομικές βάσεις.
Βεβαίως, η οικονομική κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί τα επόμενα χρόνια, και, έτσι, να διορθωθούν οι στρεβλώσεις που υφίστανται μεταξύ των στόχων βιωσιμότητας και ανάπτυξης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απομένουν πολλά ακόμη να γίνουν.
Και χωρίς την κατάστρωση εξειδικευμένων πολιτικών δράσης, θα είναι δύσκολο για τη χώρα μας να επιτύχει τους στόχους για βιώσιμη ανάπτυξη το 2030. Στο πλαίσιο αυτό, μια σταθερή και δομημένη συνεργασία της κυβέρνησης με τις επιχειρήσεις και την κοινωνία των πολιτών είναι εκ των ων ουκ άνευ, διότι χωρίς στήριξη των επιχειρήσεων και υιοθέτηση νέων καταναλωτικών προτύπων η μετάβαση θα είναι δύσκολη.
Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν.
Η κυβέρνηση θέτει σήμερα με αξιώσεις τις βάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα. Χρειάζονται, όμως, και παράλληλες συντονισμένες πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, την προστασία των θαλασσών και του περιβάλλοντος, την καταπολέμηση των ανισοτήτων, την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, την ισότητα των φύλων, κ.ο.κ., ώστε, πέραν της οικονομικής ανάπτυξης, να γίνει πρόοδος και στους τομείς της κοινωνικής συνοχής και της βιωσιμότητας του πλανήτη στον οποίο ζούμε.