Τα κύρια χαρακτηριστικά της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας σύμφωνα με την Alpha Bank
Στην αγορά εργασίας επικεντρώνεται το εβδομαδιαίο report της Alpha Bank και στα κύρια χαρακτηριστικά της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας την περίοδο 2014-2019 σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση.
Σύμφωνα με το report με βάση τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Αύγουστο του 2019 ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,8%, σε ετήσια βάση, (+70 χιλ. άτομα), με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να υποχωρήσει στο 16,7% από 18,9% τον Αύγουστο του 2018, επιτυγχάνοντας την καλύτερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τον Απρίλιο του 2011.
Σημειώνεται ότι, σωρευτικά το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί κατά 11,1 ποσοστιαίες μονάδες από το ιστορικά υψηλό επίπεδο του Σεπτεμβρίου του 2013. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία στηρίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019) ο ρυθμός της αύξησης της απασχόλησης αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδο άνω του 2% μέχρι και το 2020 και το ποσοστό ανεργίας να διαμορφωθεί σε 17,3% το 2019 και 15,4% το 2020.
Το μερίδιο της Ελλάδας στην αύξηση της απασχόλησης της Ευρωζώνης και στις δύο περιόδους κυμαίνεται από 3% (+322 χιλ. άτομα στη φάση ανάκαμψης) έως 4% (+433 χιλ. άτομα περίοδος προ κρίσης). Αντίθετα, η Γερμανία στη φάση της ανάκαμψης αντιπροσωπεύει ένα σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο στην αύξηση της απασχόλησης της ΖτΕ (2,5 εκατ. ή 24,5%) απ’ ό,τι την περίοδο 2002-2008 (1 εκατ. ή 10,2%), ενώ τα μερίδια των άλλων χωρών -με εξαίρεση την Πορτογαλία- έχουν μειωθεί.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εξέτασε χρονικές περιόδους πριν και μετά την οικονομική κρίση («Compositional changes behind the growth in euro area employment during the recovery, ECB Economic Bulletin Issue 8/2018″), αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τους διαφορετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε αυτές τις χώρες κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων. Επιπλέον θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η Ισπανία πέντε περίπου χρόνια πριν την οικονομική κρίση ήταν η κύρια χώρα προορισμού για τους μετανάστες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης η Γερμανία σημείωσε τη μεγαλύτερη εισροή μεταναστών. Η Πορτογαλία επίσης, έχει αυξήσει αισθητά τη συμβολή της στην αύξηση της απασχόλησης της ΖτΕ από το 2014 μέχρι και σήμερα.
Στην πρόσφατη περίοδο ανάκαμψης της απασχόλησης στην Ελλάδα, η σύνθεση των δημιουργούμενων νέων θέσεων εργασίας είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο ανόδου της. Πρώτον, ο κλάδος των υπηρεσιών, συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης και στις δύο περιόδους στην Ελλάδα, με υψηλότερο μερίδιο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ανάκαμψης. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι η αναλογία πτυχιούχων στο συνολικό πληθυσμό έχει αυξηθεί, το μερίδιό τους στην αύξηση της απασχόλησης είναι μειωμένο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση, λόγω του φαινομένου του «brain drain”. Τρίτον, η ηλικιακή ομάδα 25-54 ετών εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική αύξηση της απασχόλησης, το ποσοστό αυτό όμως έχει μειωθεί σε σύγκριση με το διάστημα 2002-2008. Αυτό οφείλεται συνδυαστικά στην παραμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία απασχολούμενων στην αγορά εργασίας λόγω δημογραφικών αλλαγών, συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων και υψηλής ανεργίας των νέων. Τέλος, στη δεκαετία του 2000, το μερίδιο των αλλοδαπών στην αύξηση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι είναι στην πρόσφατη φάση ανάκαμψης, παρά την ένταση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών.
Μεταποίηση και Υπηρεσίες δημιούργησαν τις περισσότερες θέσεις απασχόλησης ενώ οι Κατασκευές απώλεσαν το ρόλο του παρελθόντος
Η συμβολή της μεταποίησης στην αύξηση της απασχόλησης, κατά τη φάση της ανάκαμψης, έχει αυξηθεί τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2. Αντίθετα, η συμβολή του κλάδου των κατασκευών ήταν μικρότερη στο διάστημα 2014-2019, από ό,τι πριν την οικονομική κρίση. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα από το 2014 έως σήμερα, μόλις το 2,1% της αύξησης της απασχόλησης προέρχεται από τον κατασκευαστικό κλάδο, ενώ μέχρι το 2008 το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 18%.
Οι υπηρεσίες, δηλαδή το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επικοινωνίες, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κ.λπ., συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης και στις δύο περιόδους στην Ελλάδα, με υψηλότερο μερίδιο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ανάκαμψης (65,5% έναντι 54,3%). Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη η συμβολή των υπηρεσιών μειώθηκε από 73% σε 61%. Τέλος, η συμβολή του δημόσιου τομέα έχει υποχωρήσει τα τελευταία πέντε χρόνια κυρίως στην Ελλάδα και οριακά Ευρωζώνη. Αν και στην Ελλάδα η μείωση αυτή είναι μεγαλύτερη, η αύξηση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της σωρευτικής αύξησης της απασχόλησης.
Ποιοι παράγοντες οδηγούν σε συχνότερη παραμονή των απασχολούμενων άνω των 55 ετών στην εργασία;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι (55 έως 74 ετών) παρουσίασαν την περίοδο 2014-2019 υψηλότερα μερίδια στην αύξηση της απασχόλησης. Στην Ευρωζώνη μάλιστα, η αύξηση του αριθμού των εργαζομένων άνω των 55 ετών, ως προς τη σωρευτική αύξηση της απασχόλησης, από το 2014 έως σήμερα, ανήλθε σε 68,8%, ενώ πριν την οικονομική κρίση η ηλικιακή ομάδα που συνεισέφερε περισσότερο στην αύξηση της απασχόλησης ήταν οι εργαζόμενοι 25 έως 54 ετών. Σε σχετική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφέρεται ότι αυτό οφείλεται σε δημογραφικούς παράγοντες, καθώς και στις μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις συντάξεις.
Οι αλλαγές στις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας, οι μειώσεις των συντάξεων και των ποσοστών αναπλήρωσης (δηλαδή, οι συντελεστές οι οποίοι εφαρμόζονται στις συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της σύνταξης), αλλά και το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης που κατέχει η σημερινή γενιά των 55-74, έχουν δημιουργήσει ισχυρά πλέον κίνητρα για την παραμονή τους στην εργασία, εξέλιξη που ελάττωσε τον αριθμό των αποχωρήσεων από το εργατικό δυναμικό. Στην Ελλάδα αν και η ηλικιακή ομάδα 25-54 ετών εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική καθαρή αύξηση της απασχόλησης* (54,5%), το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε σύγκριση με το διάστημα 2002-2008. Αυτό οφείλεται συνδυαστικά στην παραμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία απασχολούμενων στην αγορά εργασίας για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, στη γήρανση του πληθυσμού, αλλά και στην υψηλή ανεργία των νέων που έχει καταγραφεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα την εκροή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό («brain drain”).
Σε ό,τι αφορά την ανάλυση ανά φύλο, οι τάσεις κατά τις δύο χρονικές περιόδους στην Ελλάδα ήταν παρόμοιες με τις αντίστοιχες τάσεις στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, από το 2002 έως το 2008, τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, η συμμετοχή των γυναικών στην αύξηση της απασχόλησης ήταν αξιοσημείωτη, καθώς πάνω από το 60% της θετικής μεταβολής του αριθμού των απασχολούμενων αφορούσε γυναίκες. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας εν γένει, αλλά και από τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης των γυναικών, σε σύγκριση με παλαιότερα χρόνια. Τα αντίστοιχα μερίδια των γυναικών στη μεταβολή της απασχόλησης, από το 2014 έως σήμερα είναι συγκριτικά χαμηλότερα, δεδομένου ότι οι εν λόγω παράγοντες, δηλαδή η συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας έχουν σταθεροποιηθεί.
Στο διάστημα της πρόσφατης ανάκαμψης (2014-2019), η αύξηση της απασχόλησης στην Ευρωζώνη φαίνεται ότι είναι σχεδόν εξίσου μοιρασμένη μεταξύ των δύο φύλων, ενώ στην Ελλάδα το μερίδιο των γυναικών ελαφρώς υστερεί έναντι αυτού των ανδρών (46,3%). Τούτο συγκρατεί και τη βελτίωση του ποσοστού ανεργίας των γυναικών στην Ελλάδα, το οποίο αν και βαίνει μειούμενο τα τελευταία χρόνια, υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο των ανδρών. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 2019, το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας των γυναικών διαμορφώθηκε στο 20,7%, έναντι του 13,6% των ανδρών.
Τέλος, αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης, τα μερίδια απασχολούμενων με πρωτοβάθμια και κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (απόφοιτοι γυμνασίου) ως προς τη συνολική μεταβολή της απασχόλησης βαίνουν μειούμενα και στις δύο περιόδους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, το ποσοστό απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση επί της σωρευτικής μεταβολής της απασχόλησης, αυξήθηκε περαιτέρω στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου αριθμού αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα αντίθετα, παρά το γεγονός ότι η αναλογία πτυχιούχων στο συνολικό πληθυσμό έχει αυξηθεί (Εβδομαδιαίο Δελτίο της 11.10.2019), το μερίδιό τους στην αύξηση της απασχόλησης είναι μειωμένο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως επιπλέον απόρροια της οικονομικής κρίσης στη χώρα, καθώς πολλοί νέοι, δεδομένων των περιορισμένων ευκαιριών απασχόλησης και των σχετικά χαμηλών αμοιβών της αγοράς, αναζήτησαν επαγγελματικές ευκαιρίες στο εξωτερικό.