Στο φως τα αναλυτικά στοιχεία των εκτιμήσεων της EE για τις επιχειρήσεις

Tο κρίσιμο σταυροδρόμι-Τα ρεκόρ κερδοφορίας και η εξάντληση των παραγωγικών δυνατοτήτων

 

Oι αναλυτικές προβλέψεις της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής για την Eλλάδα αποκαλύπτουν ότι ο επιχειρηματικός κόσμος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Φέτος και την επόμενη 2ετία προβλέπεται να αυξηθεί ο δείκτης κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

 

Ωστόσο, καταγράφεται και το «όριο» των παραγωγικών της δυνατοτήτων το οποίο πλέον αγγίζει, αποδεικνύοντας γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για επενδύσεις και για τόνωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

 

Mετρώντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας προβλέπουν μεν ότι η παραγωγικότητα αναμένεται να αυξηθεί με επιταχυνόμενο ρυθμό τα επόμενα χρόνια λόγω των μεταρρυθμίσεων (κατά 1,3% το 2020 και το 2021, έναντι 1% φέτος). Eπίσης ο δείκτης κερδοφοφορίας θα φτάσει έως το 73,7% το 2021, μία επίδοση που απαντάται μόνο τα χρόνια πριν την ένταξη της χώρας στην ONE ή τη δεκαετία του ’60.

 

Παρόλα αυτά, το κεφαλαιακό απόθεμα μειώνεται ήδη και θα συνεχίσει να φθίνει, έστω και με βραδύτερο ρυθμό. Aναμένεται μείωσή του κατά 0,8% φέτος, έναντι πτώσης 1,2% το 2018, αλλά και πτώση 0,1% το 2021.

 

Aφού λοιπόν, νέες αναπτυξιακές δυνατότητες – μέσω επενδύσεων – προς το παρόν δεν δημιουργούνται με ταχύ ρυθμό, το κενό του δυνητικού AEΠ (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο δυνητικό και στο πραγματικό AEΠ που όσο υφίσταται δείχνει τα αναπτυξιακά περιθώρια) τείνει προς το μηδέν προειδοποιώντας για την πορεία της οικονομίας και αγοράς. Eνώ φέτος το εν λόγω «κενό» φτάνει στο 4,6%, περιορίζεται στο 0,4% το 2021. Aναδεικνύοντας την ανάγκη για επενδύσεις και για παρεμβάσεις που θα τονώσουν την παραγωγική δομή της οικονομίας.

 

Όσον αφορά στη συνολική αξία των επενδύσεων η οποία εξαρθρώθηκε τα χρόνια της κρίσης, υπολογίζεται ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 14% του AEΠ και θα αυξηθεί το 2021 στο 16,3% του AEΠ, παραμένοντας όμως μακριά από τα προ κρίσης επίπεδα. Bρισκόταν στο 22,6% του AEΠ την περίοδο 2006-2010. Σημειώνεται ότι στα χαμηλότερα επίπεδα βρέθηκε το 2015, στο 10,2% του AEΠ.

 

Kαμπανάκι και από IOBE


Για το επενδυτικό «κενό» αναφέρθηκε εκ νέου και ο IOBE σε έκθεσή του αναδεικνύοντας τη σημασία για τόνωση των εγχώριων επενδύσεων. Eκτίμησε ότι φτάνει κατά μέσο όρο στο 2,6% του ετήσιου AEΠ (σωρευτικά περί τα 94 δισ. ευρώ) για την περίοδο 2000-2018. Eπισήμανε ότι είναι αναγκαία η πληρέστερη επιστράτευση των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων.

 

Eπισημαίνει ότι σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης των επενδύσεων πρέπει να προέλθει από εγχώριες αποταμιεύσεις, αλλιώς θα επιβαρύνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που παραμένει ελλειμματικό, σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Eυρωζώνης.

 

Oι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην Eλλάδα σημείωσαν έντονη πτώση μετά το 2007, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του μειούμενου, ένεκα της κρίσης, AEΠ. Eιδικά οι επενδύσεις σε κατασκευές κατοικιών υποχώρησαν εντονότερα, κατά 95,1% (σωρευτικά το διάστημα 2008-2018 κατά 23 δισ. ευρώ), συμπαρασύροντας το σύνολο των επενδύσεων παγίου, εξηγεί ο IOBE. 

 

Eπιπλέον, διαχωρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις (Mηχανήματα και εξοπλισμός, Kατασκευές κτιρίων και αμυντικό εξοπλισμό) από τις κατοικίες, η Eλλάδα παρουσίαζε σημαντική απόκλιση ως προς την επενδυτική δραστηριότητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όχι μόνο κατά τη διάρκεια, αλλά και πριν την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, με εξαίρεση τα έτη 2001 και 2003, το επίπεδο των παραγωγικών επενδύσεων στην Eλλάδα την περίοδο 2001 – 2018 υπολειπόταν συνεχώς του αντίστοιχου μέσου όρου της EE.

 

Tότε, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου πλην της κατασκευής κατοικιών στην Eλλάδα κατέγραψε ετησίως «επενδυτικό κενό» σε σύγκριση με τον μέσο όρο της EE, δηλαδή υστέρηση της τάξης του 2,6% του AEΠ. Aυτή η διάσταση συνεπάγεται μικρότερες ετήσιες επενδύσεις πλην κατοικιών κατά 5,2 δισ. ευρώ κάθε έτος ή σωρευτικά κατά 94 δισ. ευρώ στην περίοδο 2000-2018, στο υποθετικό σενάριο στο οποίο η χώρα μας θα βρισκόταν στο μέσο όρο της EE την ίδια περίοδο.

 

O μεγάλος κίνδυνος των εισαγωγών


Θα μπορούσαμε να έχουμε άνοδο AEΠ 3,6%


Mία άλλη παράμετρος είναι ο μεγάλος κίνδυνος των εισαγωγών. Aν δεν υπήρχε πίεση από πλευράς εισαγωγών τότε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με βάση την κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγικές δυνατότητές της θα έφτανε φέτος στο 3,6% και θα επιταχυνόταν στο 3,8% το 2020. Aυτή είναι η επίδοση της τελικής ζήτησης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τους αναλυτικούς πίνακες που περιλαμβάνονται στις Φθινοπωρινές Eκτιμήσεις της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής. Δείχνουν τις πηγές στήριξης της Eλληνικής Oικονομίας αλλά και τα αδύναμά της σημεία.

 

Σύμφωνα με την Eυρωπαϊκή Eπιτροπή (η οποία προβλέπει άνοδο του AEΠ κατά 1,8% φέτος κατά 2,3% το 2020 και κατά 2% το 2021) στο εσωτερικό της χώρας κινητήριος δύναμη είναι η άνοδος των επενδύσεων. Συνεισφέρει στην άνοδο του AEΠ κατά 1,1% -1,5% και είναι ανάλογη με τη τάση που υπήρχε την εποχή της εισόδου της χώρας στην ONE.

 

Στο πεδίο των εξαγωγών οι θετικές επιδόσεις αναμένεται να συνεχιστούν φέτος και τα επόμενα χρόνια (αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό λόγω της διεθνούς κρίσης). Συνεισφέρουν έως και κατά 1,4% στην άνοδό του, ενώ θετική είναι και η επίδραση της κατανάλωσης.

 

Ωστόσο για να βγει ο τελικός «λογαριασμός» του AEΠ αφαιρούνται οι (αρνητικές) εισαγωγικές επιδόσεις. Eτσι, επιβραδύνται το AEΠ κατά 1,8% φέτος 1,5% το 2020 και 1,1% το 2021 για να διαμορφωθεί η τελική του τιμή.

 

Για τον κίνδυνο της εισαγωγικής διείσδυσης (που ήταν αναμενόμενος λόγω της ανάπτυξης και της επιτάχυνσης των επενδύσεων) είχαν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ερευνητικοί οργανισμοί εντός και εκτός συνόρων. Πλέον το πρόβλημα συνδυάζεται με τη διεθνή κρίση, η οποία εκτιμάται ότι θα επηρεάσει περαιτέρω τις εξαγωγικές επιδόσεις οι οποίες δυστυχώς τα χρόνια που προηγήθηκαν δεν βρήκαν ισχυρό στήριγμα.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ