Οι τράπεζες θα μπορούν να αγοράζουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα
Ράλι στην αγορά ελληνικών ομολόγων με σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων πυροδότησε η είδηση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να προχωρήσει στην άρση του πλαφόν που έχει θέσει στις ελληνικές τράπεζες ως προς τη διακράτηση ελληνικών κρατικών ομολόγων, θέμα που τέθηκε κατά τη χθεσινή συζήτηση του πρωθυπουργού με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, επικαλούμενο πηγές προσκείμενες στις συζητήσεις, οι περιορισμοί που είχε επιβάλει το 2015 ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ αναμένεται να αρθούν τον Φεβρουάριο, επιτρέποντας στις τράπεζες να αγοράζουν περισσότερα ομόλογα.
Όπως σημειώνει το πρακτορείο, οι ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές είχαν προειδοποιήσει τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τον Μάρτιο του 2015 να μην αυξήσουν την έκθεσή τους σε ελληνικό χρέος για «προληπτικούς λόγους», δεδομένης της αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των πιστωτών εκείνη την εποχή και τον κίνδυνο ενός Grexit.
Το ζήτημα συζήτησαν Μητσοτάκης -Λαγκάρντ
Το πρακτορείο σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, συζήτησε με την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, το ενδεχόμενο άρσης των περιορισμών στη διακράτηση κρατικών ομολόγων, στη συνάντηση που είχαν χθες, Τρίτη.
Εκπρόσωπος του SSM αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.
Η συζήτηση Μητσοτάκη-Λαγκάρντ και τα σχέδια για άρση των περιορισμών έδωσαν ώθηση στα ελληνικά ομολογα, με αποκλιμάκωση των αποδόσεων. Η απόδοση του 10ετούς υποχώρησε οκτώ μονάδες βάσης, στο 1,24%, στα χαμηλότερα επίπεδα σχεδόν έξι εβδομάδων.
Κρίσιμης σημασίας η «απευλευθέρωση» των τραπεζων στην αγορά ομολόγων
Θετική ανταπόκριση βρήκε το ελληνικό αίτημα για την άρση των περιορισμών που έχουν οι ελληνικές τράπεζες στην έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα, σύμφωνα με την κυβερνητική ενημέρωση για τη συζήτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την πρόεδρο την ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, χθες στη Φρανκφούρτη.
Να σημειωθεί ότι μετά το τετ α τετ υπήρξε σύσκεψη με συμμετοχή του Γιάννη Στουρνάρα, του Χρήστου Σταϊκούρα και του επικεφαλής του γραφείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του πρωθυπουργού Δημήτρη Μητρόπουλου.
Η ελεύθερη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στην αγορά ομολόγων θεωρείται μείζονος σημασίας, για δύο λόγους:
Πρώτον, θα αυξήσει τις επιλογές επένδυσης με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες την τρέχουσα περίοδο αν «παρκάρουν» πλεονάζουσα ρευστότητα στην ΕΚΤ είναι αντιμέτωπες με αρνητικό επιτόκιο.
Δεύτερον, αν οι τράπεζες μπουν ξανά στο παιχνίδι της αγοράς ομολόγων, θα ενισχύσουν τη ζήτηση και θα οδηγήσουν έτσι σε νέα μείωση της απόδοσης για τους ελληνικούς τίτλους.
Για παράδειγμα αν υποθέσουμε ότι μετά την άρση των περιορισμών οι τράπεζες έχουν πλεονάζουσα ρευστότητα 5 δισ. ευρώ και τοποθετήσουν τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου με απόδοση 1,5% έναντι της επιλογής τοποθέτησής τους στην ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο (-0,50%), η κίνηση αυτή μεταφράζεται σε αύξηση της κερδοφορίας τους κατά 75 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Γιατί επιβλήθηκαν περιορισμοί;
Με απόφαση της ΕΚΤ -και συγκεκριμένα του SSM- τον Φεβρουάριο του 2015 επιβλήθηκαν στις ελληνικές τράπεζες περιορισμοί όσον αφορά το ύψος των τοποθετήσεών τους σε ελληνικά ομόλογα, τα οποία θεωρούνταν «τοξικά».
Τότε, ΕΚΤ και SSM είχαν «απαγορεύσει» στις ελληνικές τράπεζες να μεταβάλλουν το υφιστάμενο ύψος των τοποθετήσεών τους σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, θεωρώντας τα ελληνικά «χαρτιά» υψηλού ρίσκου, ενώ το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετώπιζε τεράστιες προκλήσεις ρευστότητας.
Το σκηνικό και η κατάσταση στην ελληνική οικονομία έχει αλλάξει σημαντικά σήμερα, κάτι που αποτυπώνεται και στη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού κράτους, ωστόσο το ανώτατο όριο διακράτησης ελληνικού χρέους από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει στα 8 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, με τη λήξη της περιόδου προσαρμογής με τη στενή έννοια του όρου, εν μέσω θετικών επιδόσεων πλέον των ελληνικών κρατικών ομολόγων, και με μηδενισμένο έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA), φαίνεται ότι συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την άρση του συγκεκριμένου περιορισμού, ο οποίος μέχρι σήμερα λειτουργεί ως τροχοπέδη για την προοπτική και τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών.