Για χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν στο περιθώριο, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ανακάλυπτε τα οφέλη -και τον πλούτο- του ψηφιακού τομέα. Οι Έλληνες ήταν δύσπιστοι. Εξάλλου, ο παλιός, κρατικοδίαιτος δημόσιος τομέας παρείχε σχεδόν τα πάντα και με ελάχιστο κίνδυνο.
Μετά όμως ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση. Πολλοί Έλληνες έχασαν τα πάντα. Η χώρα ήταν απελπισμένη, η φτώχεια και το ποσοστό των αυτοκτονιών αυξήθηκε. Καθώς λοιπόν, ο δημόσιος τομέας σταμάτησε να κάνει προσλήψεις και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα απέλυαν μαζικά, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αυτοσχεδιάσουν και να ανακαλύψουν εκ νέου τον εαυτό τους, γράφει σε άρθρο του το Politico.
Για τους νέους ειδικότερα, το μέλλον έμοιαζε ζοφερό. Άρχισαν να ψάχνουν τις επιλογές τους. Όλοι ήξεραν ότι τα πλοία φέρνουν χρήμα – αλλά ποιος είχε τα χρήματα για πλοία. Αντίθετα, σχεδόν όλοι είχαν ένα λάπτοπ. Και μ’ αυτό θα μπορούσαν να μάθουν να γράφουν κώδικα ή να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους στο ψηφιακό μάρκετινγκ, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια επιχείρηση από το μηδέν, από το σπίτι, χωρίς σχεδόν καθόλου έξοδα.
Έτσι, συνεχίζει το Politico, σήμερα χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται για ελληνικές startups, σύμφωνα με τον Chris Gasteratos του Marathon Venture Capital, ενώ και δεκάδες χιλιάδες είναι αυτοί που απασχολούνται στον ευρύτερο τεχνολογικό τομέα της χώρας.
“Η κρίση άλλαξε τα πάντα σε αυτή τη χώρα, τα πάντα”, σημειώνει ο Απόστολος Αποστολάκης, πρώην επιχειρηματίας, που έγινε venture capitalist και ιδρυτής της VentureFriends.
Απογοητευμένος από τη γραφειοκρατία και αποστρεφόμενος τον κίνδυνο, που όπως λέει ήταν κάτι σύνηθες στην Ελλάδα πριν από την κρίση, δημιούργησε την εφαρμογή παραγγελίας φαγητού e-food, το 2011. Σήμερα, η εφαρμογή διεκπαιρεώνει 135.000 παραγγελίες ημερησίως – μεγάλη αλλαγή για μια χώρα που υπερηφανεύεται ότι τρώει έξω.
Τώρα, ο Απ. Απόστολακης και άλλοι Έλληνες επικεφαλής τεχνολογικών εταιρειών παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς εάν η νέα κυβέρνηση της χώρας, υπό τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, θα εφαρμόσει τις υποσχέσεις του για μείωση των φόρων και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας.
Ο γεννημένος στα χρόνια της κρίσης ο τεχνολογικός τομέας της Ελλάδας θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ή θα αναγκαστεί για μια ακόμη φορά να συνεχίσει με τις δικές του μόνο δυνάμεις;, αναρωτιέται το Politico.
Στη συνέχεια του άρθρου το Politico αναφέρεται στις δεσμεύσεις και τους στόχους της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Επικαλείται μάλιστα τις δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη, τον Ιούλιο, λίγο μετά την ανάληψη της ηγεσίας του υπουργείου ο οποίος είχε δηλώσει ότι “θα μειώσουμε τη φορολογία και θα εξαλείψουμε τη γραφειοκρατία”, καθώς και στην δέσμευσή του ότι η Ελλάδα θα γίνει η “πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις χώρα της ΕΕ”.
Το άρθρο εστιάζει επίσης στις κινήσεις που έχει κάνει ήδη η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη. Όπως σημειώνει έχει τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά για την οικονομία τεχνοκράτες, ενώ προσθέτει ότι ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησής του που κατατέθηκε τον Οκτώβριο περιλαμβάνει φιλόδοξους αναπτυξιακούς στόχους που βασίζονται σε φορολογικές περικοπές για την ενθάρρυνση των ιδιωτικών και των ξένων επενδύσεων. Κάνει δε ιδιαίτερη αναφορά στο φορολογικό νομοσχέδιο όπου η ΝΔ πρότεινε την περικοπή της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% στο 24%. Στόχος είναι επίσης η μείωση των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση και η μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολόγησης από το 22% στο 9%, αναφέρει το Politico.
Προσθέτει επίσης ότι πρόθεση της κυβέρνησης της ΝΔ είναι να προχωρήσει στην περαιτέρω ψηφιοποίηση του Ελληνικού κράτους.
Όπως σημειώνει το Politico, οι αναλυτές έχουν χαρακτηρίσει την ατζέντα της ΝΔ ως ξεκάθαρα φιλική προς τις επιχειρήσεις. Ο υφυπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης την είχε περιγράψει ως μια “δραστική στροφή στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την αύξηση του εισοδήματος”, σημειώνει.
Ωστοσο, το άρθρο τονίζει ότι το εάν τελικά η ΝΔ μπορεί να πετύχει είναι μια άλλη ερώτηση καθώς η δύναμη του εργαζομένων στον δημόσιο τομέα είναι τεράστια και φυσικά οι Έλληνες “αγαπούν τις απεργίες”.
Καταλήγοντας, πάντως, το άρθρο αναφέρει ότι τα χρήματα έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στη χώρα καθώς μεγάλοι επενδυτές έχουν ανοίξει τα πορτοφόλια τους για να χρηματοδοτήσουν για τις ελληνικές τεχνολογικές επιχειρήσεις. Η γερμανική πολυεθνική Daimler πρόσφατα απέκτησε την ελληνική εταιρεία Beat που έχει έδρα στην Αθήνα και έχει επεκταθεί στην αγορά της Λατινικής Αμερικής.