Οι προβληματισμοί και τα εναλλακτικά σενάρια
Σε δυσεπίλυτο γρίφο εξελίσσεται το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για 1,4 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενους καθώς οι πολλές «ειδικές περιπτώσεις» που υπάρχουν στην αγορά προβληματίζουν ιδιαίτερα το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας.
Θα ασφαλίζονται ή όχι οι μισθωτοί που έχουν και δεύτερη απασχόληση ως αυτοαπασχολούμενοι; Θα πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές οι εταίροι των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιρειών (ΙΚΕ); Και τι θα γίνει με τους τίτλους κτήσης ή τις «αποδείξεις δαπάνης» όπως λέγονται στην αγορά. Ενώ η κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή αναμένεται μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, στην κυβέρνηση εξακολουθεί να υπάρχει έντονος προβληματισμός.
Από τη μία υπάρχει η εξαγγελία για πλήρη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών από όσους έχουν διπλή ιδιότητα (σ.σ το σύστημα δηλαδή θα αρκείται στις εισφορές που προέρχονται από τη μισθωτή απασχόληση) και από την άλλη υπάρχει ο προβληματισμός για το αν αυτό θα ανοίξει κερκόπορτα εισφοροαποφυγής.
Έτσι, οι αρμόδιες υπηρεσίες επεξεργάζονται και εναλλακτικά σενάρια. Σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται η απαλλαγή από τη διπλή ασφάλιση να ισχύει μόνο για τους μισθωτούς οι οποίοι συμπληρώνουν το εισόδημά τους με ένα «μπλοκάκι». Πρόκειται για περιπτώσεις ασφαλισμένων που συνήθως δηλώνουν ως επαγγελματική έδρα το σπίτι τους ή κάποιον άλλο χώρο που τους παραχωρούνταν και εξέδιδαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.
Με τον νόμο Κατρούγκαλου, αυτοί οι επαγγελματίες όφειλαν να πληρώνουν το 26,95% του καθαρού εισοδήματος από μπλοκάκι (και συνέχεια το 20,28%) ως ασφαλιστικές εισφορές. Το σενάριο που εξετάζεται για αυτή την κατηγορία πολιτών είναι η πλήρης κατάργηση της υποχρέωσης ασφάλισης. Άλλωστε, πρόκειται για επαγγελματίες που συνήθως δηλώνουν αμοιβές των 5000-10.000 ευρώ από πρόσθετη εργασία με το μπλοκάκι.
Αν τους επιβάλλονταν και εισφορά 210 ευρώ τον μήνα, πέραν του φόρου ο οποίος μπορεί να φτάσει ακόμη στο 26% ή και στο 37% ή το 44% ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων από την μισθωτή εργασία, απλώς θα αναζητούσαν τρόπο να μην δηλώσουν καν το πρόσθετο εισόδημα.
Υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία ασφαλισμένων με διπλή ιδιότητα που προβληματίζει έντονα. Πρόκειται για περιπτώσεις μισθωτών οι οποίοι έχουν ταυτόχρονα και μια στεγασμένη επιχείρηση στο όνομά τους. Π.χ μια ταβέρνα, ένα παντοπωλείο κλπ. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει έντονος προβληματισμός για το αν θα πρέπει να υπάρξει απαλλαγή. Συνήθως σε αυτές τις επιχειρήσεις απασχολούνται συγγενικά πρόσωπα των μισθωτών οπότε μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο εισφοροδιαφυγής.
Ο μισθωτός να εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης του καταστήματος και να απαλλάσσεται των εισφορών και αυτός που πραγματικά «τρέχει» την επιχείρηση να είναι πλήρως ανασφάλιστος. Για αυτές τις περιπτώσεις συζητείται το αν θα πρέπει να επιβληθεί η υποχρέωση καταβολής των ελάχιστων ασφαλιστικών εισφορών στον μισθωτό (είτε τα 210 ευρώ είτε και μόνο το κομμάτι που αντιστοιχεί στη σύνταξη δηλαδή περίπου 144 ευρώ) είτε το αν θα πρέπει να εντοπίζονται οι περιπτώσεις σκόπιμης εισφοροδιαφυγής μέσω των ελεγκτών.
Απόδειξη δαπάνης
Η απόδειξη δαπάνης επίσης συνιστά ένα πεδίο έντονου προβληματισμού. Το πιθανότερο σενάριο αυτή τη στιγμή είναι ότι το όριο έκδοσης της απόδειξης δαπάνης θα μειωθεί αισθητά κάτω από τα 10.000 ευρώ που είναι σήμερα οπότε το συγκεκριμένο εργαλείο να απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτούς που θέλουν να κάνουν μια έκτακτη εργασία κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Υπό αυτή την προϋπόθεση, θα απαλλάσσονται πλήρως από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Το 3ο πεδίο προβληματισμού έχει να κάνει με τις ΙΚΕ και τους μετόχους τους. Στο υπουργείο Εργασίας γνωρίζουν ότι ένα αναπτυξιακό εργαλείο όπως είναι οι εταιρείες του ενός ευρώ έχει γίνει εργαλείο εισφοροδιαφυγής στα χέρια επιτήδειων.
Ωστόσο, αν προχωρήσει η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών για τους εταίρους, θα τεθεί σε κίνδυνο ένα μέσο ενίσχυσης του επιχειρείν και ειδικά των νεοφυών επιχειρήσεων καθώς η λογική με την οποία δημιουργήθηκαν οι ΙΚΕ είναι ότι οι μέτοχοι δεν έχουν εμπορική ιδιότητα αλλά λειτουργούν ως επενδυτές. Επίσης, είναι δεδομένο ότι θα τεθούν θέματα συνταγματικότητας και διακριτής μεταχείρισης σε σχέση με τους μετόχους των ανωνύμων εταιρειών.