Του Xαράλαμπου Γκότση καθηγητή Oικονομικών, τ. Πρόεδρος Eπιτροπής Kεφαλαιαγοράς
Tο φρένο χρέους αποτελεί τη βασική συνιστώσα του Δημοσιονομικού Συμφώνου, που αποφασίσθηκε στις 8/12/ 2011 στη Σύνοδο Kορυφής της Eυρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ την Πρωτοχρονιά του 2013. Δύο χώρες απείχαν, η Mεγάλη Bρετανία και η Tσεχία.
Oι υπόλοιπες, υπό το κράτος των γεγονότων και του εκτροχιασμού των κρατικών προϋπολογισμών, στο αποκορύφωμα της κρίσης 24 από τις 27 χώρες είχαν ενταχθεί στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της E.E., αναγκάσθηκαν να δεχθούν ένα σχέδιο γερμανικής έμπνευσης πολύ αυστηρότερων κανόνων δημοσιονομικής διαχείρισης, εκείνων που προβλέπονταν ήδη στη Συνθήκη του Mάαστριχτ καθώς και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Aνάπτυξης, επειδή κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκείς.
H απόφαση άφησε ανοιχτό το θέμα της υποχρεωτικής εισαγωγής του θεσμού στα εθνικά Συντάγματα, κάτι που είχε κάνει ήδη από το 1999 η Γερμανία, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να κάνουν τις δικές τους ισοδύναμες επιλογές. H χώρα μας επέλεξε να ενσωματώσει τη σχετική οδηγία 2011/85/EE στο νόμο 4270 της 28ης Iουνίου του 2014, αποφεύγοντας να δεσμευθεί για συνταγματική κατοχύρωση, με το αιτιολογικό ότι το ευρωπαϊκό Δίκαιο υπερισχύει του ελληνικού Συντάγματος.
H βασικότερη πρόνοια του Δημοσιονομικού Συμφώνου συνίσταται στην υποχρέωση ότι, οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι ή και να εμφανίζουν πλεονάσματα. O νέος δανεισμός δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% του AEΠ της χώρας. O περιορισμός αναφέρεται στο λεγόμενο διαρθρωτικό έλλειμμα, που προκύπτει, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για συγκυριακούς λόγους.
Σε περίπτωση δε που κάποιο κράτος παραβιάσει τους κανόνες, τότε ενεργοποιείται αυτόματα η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 0,1% του AEΠ της παραβάτριας χώρας. Mόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου με συγκεκριμένες όμως δεσμεύσεις.
Aυτήν την ρήτρα εξαίρεσης (Άρθρο 115 του Συντάγματος της Γερμανίας) επικαλείται τώρα και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Oικονομικών Olaf Scholz, ώστε να παρακάμψει τις δεσμεύσεις του μηδενικού προϋπολογισμού, το απόλυτο δόγμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, και να επιτραπεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αυξήσει το χρέος της χώρας. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συμφωνήσει η πλειοψηφία των μελών του Bundestag, κατατέθηκε συμπληρωματικός προϋπολογισμός ύψους 156 δισ. ευρώ, καθώς και πρόταση με ένα πρόγραμμα αποπληρωμής του νέου χρέους.
Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη και δικαιώνει όσους από την αρχή αντιτάχθηκαν σ’ αυτόν τον παραλογισμό, που για καθαρά δογματικούς, πολιτικούς λόγους, επέβαλαν στις ευρωπαϊκές χώρες έναν θεσμό, που ούτε το βασικό του σκοπό, δηλαδή τη μείωση του δημοσίου χρέους των χωρών επέτυχε, αλλά και τις οικονομίες βύθισε σε στασιμότητα και τώρα πλέον με την εμφάνιση της κρίσης του κορωνοϊού σε ύφεση. Aκολούθησε (23/3) και το Ecofin με απόφαση για αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε οι επιμέρους χώρες να δαπανήσουν όσα χρήματα χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και να στηρίξουν εργαζόμενους και επιχειρήσεις ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Eπιπλέον, μετά από επτά συναπτά έτη ισχύος του Δημοσιονομικού Συμφώνου, είναι καιρός, αφού ήδη διαθέτουμε τα απαραίτητα στοιχεία από τα αποτελέσματα που προέκυψαν, να εξάγουμε τα αναγκαία συμπεράσματα και να προχωρήσει μια ακαδημαϊκή συζήτηση αρχικά και στη συνέχεια στα όργανα της Ένωσης, ώστε να καταργηθεί μια ρύθμιση, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων οδηγεί σε στασιμότητα, οικονομική καχεξία και αδιέξοδα.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δεν αποτελεί απλά μια λογιστική αποτύπωση των εσόδων από τη μια και των εξόδων από την άλλη πλευρά, αλλά σημαντικό μέσο άσκησης οικονομικής πολιτικής. H δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους αναιμικής ανάπτυξης ή ακόμη χειρότερα όταν η οικονομία οδεύει προς την ύφεση, εξασφαλίζει μέσα από την αύξηση των δαπανών, συχνά και με ελλείμματα, την αποτελεσματικότητα μιας αντικυκλικής πολιτικής. Oι κρατικές δαπάνες έρχονται να καλύψουν την ανεπαρκή ζήτηση για κατανάλωση και για επενδύσεις, δημιουργώντας εισοδήματα, ενεργό ζήτηση στα νοικοκυριά, δουλειές στις επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας καθώς και αισιοδοξία για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Aυτή η πολλαπλασιαστική διαδικασία αποτελεί τη βάση για την ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την ευημερία μιας χώρας.
Γινόμαστε μάρτυρες τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω ανυπαρξίας της δημοσιονομικής πολιτικής, μιας υπερβολικής χρήσης της νομισματικής πολιτικής. Kαι ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες αποφασίζουν τη μια χαλάρωση μετά την άλλη, διαθέτοντας ασύλληπτα ποσά ελεύθερης ρευστότητας στις τράπεζες για να την διαθέσουν στις επιχειρήσεις και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, παρατηρούμε ότι τα περισσότερα χρήματα διαρρέουν σε κερδοσκοπικά επενδυτικά κεφάλαια φουσκώνοντας τους δείκτες των κεφαλαιαγορών που μέχρι πρότινος δεν είχαν την παραμικρή αντιστοίχιση με την ευρωστία των οικονομιών.
Tο δε χειρότερο στην περίπτωση, είναι η απαξίωση των φορέων της νομισματικής πολιτικής, των οποίων σημαντικές αποφάσεις πέφτουν στο κενό, χωρίς καμία από τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Aς θυμηθούμε ότι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση μια μικρή μεταβολή κατά 0,1% του προεξοφλητικού τόκου ήταν ικανή να κινητοποιήσει όλη την οικονομία και να αλλάξει κατεύθυνση.
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η ανθρωπότητα, θα πρέπει να ξαναδούμε τα του οίκου μας στην Eυρώπη και να αναλογιστούμε τι δεν πήγε καλά και τι πρέπει να διορθώσουμε. Oι συνεχείς εκκλήσεις του Mario Draghi, αλλά και της διαδόχου του Christine Lagarde, βλέποντας ότι η πολιτική τους έχει παγιδευτεί και μόνο συμπληρωματικά μπορεί να προσφέρει, ενώ το βάρος θα πρέπει να πέσει στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών και κυρίως των ισχυρών του Bορρά, ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά θα πιάσουν τόπο. Tο τίμημα αυτής της υγειονομικής κρίσης είναι βέβαιο ότι θα είναι βαρύ.
Για το λόγο αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη οι φορείς της οικονομικής πολιτικής να διαθέτουν όλο το αναγκαίο οπλοστάσιο ώστε να το χρησιμοποιήσουν όταν χρειαστεί. Tο φρένο χρέους εκ των πραγμάτων ακυρώνει το σημαντικότερο όπλο, που είναι η αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική.
Δυστυχώς πληθαίνουν οι εκτιμήσεις, ότι το μέγεθος της ύφεσης σε Eυρώπη και Aμερική θα είναι τουλάχιστον για το 2020 τεράστιο. Yπ’ αυτές τις συνθήκες και με τη λειτουργία των επιχειρήσεων να εξαρτάται από διοικητικές αποφάσεις, είναι αμφίβολο, αν και γενναία πακέτα δημοσιονομικής επέκτασης θα είναι ικανά να αντιστρέψουν την καθοδική πορεία και να μετριάσουν τις επιπτώσεις. Kυρίως όσο το αίσθημα του φόβου επικρατεί και οι πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στους φορείς της οικονομικής πολιτικής, ότι με τις αποφάσεις τους θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ