«Η ελληνική κυβέρνηση, ταυτόχρονα με τα υγειονομικά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που περιόρισαν τη διάδοση της νόσου, κινητοποίησε άμεσα τους διαθέσιμους εθνικούς και κοινοτικούς πόρους της στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας» υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δημήτρης Σκάλκος σε άρθρο του που αναρτήθηκε πριν λίγο στην ηλεκτρονική σελίδα του υπουργείου.
Μάλιστα όπως τόνισε «μόνο η συγχρηματοδότηση από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα τρία δισ. ευρώ, με πολλαπλάσια μόχλευση ιδιωτικών πόρων».
Αναλυτικά ο κ. Σκάλκος αναφέρει τα εξής:
«Σε αναμονή των λεπτομερειών του πρόσφατα ανακοινωθέντος ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Recovery Fund) για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας στην μετά τον Covid-19 εποχή, κάθε πρόβλεψη πρέπει να θεωρείται παρακινδυνευμένη.
Η εμφάνιση της πανδημίας βρήκε την Ε.Ε. βυθισμένη σε πολιτικούς ανταγωνισμούς και αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα. Ας μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι η συζήτηση για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 αναφορικά με τον επόμενο κοινοτικό προϋπολογισμό είχε πρακτικά ναυαγήσει.
Η Ε.Ε. εδώ και πολλά χρόνια αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαίτηση για αυξημένη υπευθυνότητα και στο αίτημα επιμερισμού του ρίσκου (risk sharing) που προβάλουν σε διαφορετικό βαθμό τα κράτη-μέλη της.
Είναι αλήθεια ότι σε αντίθεση με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η απόκριση της Ε.Ε. στην πανδημία υπήρξε έγκαιρη, μακριά ωστόσο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων προσφέρει τη δυνατότητα κινητοποίησης πόρων (αν διαθέτουμε), ενώ προτείνονται νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (αν μπορούμε να δανειστούμε). Και αν η τωρινή κρίση, σε αντίθεση με την προηγούμενη, υπήρξε συμμετρική, η αντιμετώπισή της είναι πιθανό να διευρύνει τις υφιστάμενες ανισότητες ανάμεσα στον πυρήνα της ευρωζώνης και στα κράτη με περιορισμένες δημοσιονομικές δυνατότητες και υψηλά επίπεδα χρέους.
Ισχυρή δέσμη μέτρων για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων
Η ελληνική κυβέρνηση, ταυτόχρονα με τα υγειονομικά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που περιόρισαν τη διάδοση της νόσου, κινητοποίησε άμεσα τους διαθέσιμους εθνικούς και κοινοτικούς πόρους της στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Σχεδίασε έγκαιρα και ήδη εφαρμόζει μία ισχυρή δέσμη μέτρων για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων (συγκριτικά με τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας) και η οποία πρόκειται να εμπλουτιστεί με πρόσθετες δράσεις στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Οι δράσεις αυτές, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την επιδότηση του επιτοκίου σε ενήμερα δάνεια επιχειρήσεων που πλήττονται, την παροχή εγγυήσεων σε δάνεια επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, την ενίσχυση αυτοαπασχολούμενων και ατομικών επιχειρήσεων, τη δανειοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, τις επιστρεπτέες προκαταβολές. Συνολικά, μόνο η συγχρηματοδότηση από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα τρία δισ. ευρώ, με πολλαπλάσια μόχλευση ιδιωτικών πόρων.
Παρεμβάσεις για τον μετριασμό της οικονομικής ύφεσης
Εξίσου όμως σημαντικός με τις παρεμβάσεις για τον μετριασμό της οικονομικής ύφεσης, είναι η εφαρμογή μίας εθνικής στρατηγικής για την επανεκκίνηση της οικονομίας στην περίοδο της “νέας κανονικότητας” που, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν πρόκειται για κανένα κράτος να είναι ίδια με την προηγούμενη. Επ’ αυτού μερικές σύντομες παρατηρήσεις: Τα οριζόντια μέτρα ενίσχυσης πρέπει να αντικατασταθούν από στοχευμένες δράσεις ενίσχυσης τομέων οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών ομάδων που θα διαμορφώνονται παράλληλα με την επαναφορά των διαφόρων κλάδων στην ομαλότητα. Ακόμη μία κρίσιμη παράμετρος θα είναι η δυνατότητα επέκτασης του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου ευελιξίας στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα και για το έτος 2021 ή ακόμη και μετά. Πιθανολογώ ότι η σημερινή κρίση θα καταδείξει ταυτόχρονα με τη σημασία της πολιτικής συνοχής και το, σε αρκετές περιπτώσεις περιττό, υψηλό διαχειριστικό κόστος των προγραμμάτων της Συνοχής που παγιδεύονται σε ένα κυκεώνα βαριών ρυθμίσεων και ατέρμονων διαδικασιών και το οποίο επιβάλει μία γενναία μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής.
Συμπερασματικά, από την ευρωπαϊκή απάντηση των επόμενων ημερών και τη λειτουργική ενσωμάτωσή της σε ένα εθνικό σχέδιο ανάκαμψης της οικονομίας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό ο χρόνος και η δυναμική της επανόδου σε ένα νέο κύκλο διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι».