Για 9ο συνεχές έτος
Η ελληνική οικονομία παρουσίασε μικρότερες ακαθάριστες επενδύσεις παγίων έναντι των αντίστοιχων αποσβέσεων για 9ο συναπτό έτος το 2019, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank για τις οικονομικές εξελίξεις «7 Ημέρες Οικονομία».
Το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με τη δημιουργία αρνητικών ροών καθαρής επένδυσης και συρρίκνωσης του παγίου κεφαλαίου.
Συμπληρώνει δε ότι, λόγω της τρέχουσας κρίσης από την πανδημία του κορωνοϊού – Covid–19, το προαναφερθέν “επενδυτικό κενό” της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διευρυνθεί το 2020 και ότι “η εφαρμογή πολιτικών για την ενίσχυση των επενδύσεων από το 2021 και έπειτα καθίσταται εξαιρετικά σημαντική”.
Όπως αναφέρουν αναλυτικά οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων (αναφέρονται ως ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στους εθνικούς λογαριασμούς) αποτελούν μια εκ των συνιστωσών της αθροιστικής ζήτησης ή δαπάνης. Παράλληλα, επηρεάζουν και την προσφορά, οδηγώντας σε συσσώρευση παγίου κεφαλαίου και μεγεθύνοντας τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Ωστόσο, σε περιόδους βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων δύνανται να είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις. Αυτό ισοδυναμεί με τη δημιουργία αρνητικών ροών καθαρής επένδυσης και συρρίκνωσης του παγίου κεφαλαίου.
Η ελληνική οικονομία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Τα τελευταία 9 χρόνια, η διαφορά ανάμεσα στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίων και τις αποσβέσεις ήταν συνεχώς αρνητική (-€7,6 δισ. σε τρέχουσες τιμές το 2019 από -€8,6 δισ. το 2018) με αποτέλεσμα τη συνολική μείωση του παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα κατά -€84,2 δισ. σε τρέχουσες τιμές. Ακόμα και την τριετία 2017, 2018 και 2019 που το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε, οι επενδύσεις παγίων ήταν χαμηλές και μικρότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις, δηλαδή συνεχίστηκε η πτώση του παγίου κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η συμμετοχή των επί μέρους φορέων της οικονομίας στην προαναφερθείσα συρρίκνωση του παγίου κεφαλαίου κατά -€84,2 δις (2011-2019) είχε ως εξής: νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (Ν & ΜΚΙΕΝ) -€39,1 δισ., μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (MXE) -€38,3 δισ. και γενική κυβέρνηση (ΓΚ) -€9,3 δισ. Στον τομέα των χρηματοοικονομικών εταιρειών καταγράφηκε αύξηση €2,5 δισ.
Τα εν λόγω μεγέθη αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος αναφορικά με τη δομή των επενδύσεων στην Ελλάδα πριν ξεσπάσει η δεκαετής κρίση. Ναι μεν το μερίδιο του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ήταν στο 26,0% του ονομαστικού ΑΕΠ το 2007, ήτοι €60,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές, ωστόσο το 41,6% ήταν επενδύσεις σε κατοικίες (€25,2 δισ.).
Αυτό αντανακλάται στις επενδύσεις των νοικοκυριών. Ο εν λόγω θεσμικός τομέας συμμετείχε με 51,2% (€31,0 δις) στο σύνολο του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου το 2007, με το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή των επενδύσεων των νοικοκυριών πλην κατοικιών, να αφορά τις επενδύσεις ατομικών επιχειρήσεων (unincorporated enterprises). Βάσει των στοιχείων του 2019, το μερίδιο των κατοικιών στο σύνολο των επενδύσεων παγίων διαμορφώθηκε στο 6,4% (€1,4 δισ.) και σε όρους θεσμικών τομέων η αντίστοιχη συμμετοχή των νοικοκυριών ήταν στο 23,3% (€5,0 δισ.).
Πέραν των κατοικιών, ισχυρές απώλειες την περίοδο της ελληνικής κρίσης κατέγραψαν και οι υπόλοιπες κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών, όπως άλλες κατασκευές (-€5,2 δις 09-19 σε ακαθάριστους όρους), μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα (-€9,4 δις 07-18), μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα (-€5,1 δις 08-16), εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας (-€1,9 δις 08-16) και άλλα προϊόντα. Αν και δεν γνωρίζουμε την ακριβή αντιστοιχία, η πτώση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου στις προαναφερθείσες κατηγορίες επενδυτικών αγαθών προήλθε κατά βάση από τους θεσμικούς τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, της γενικής κυβέρνησης και των ατομικών επιχειρήσεων.
Για τους δύο πρώτους φορείς που έχουμε αναλυτικά στοιχεία, η συνολική μείωση του παγίου κεφαλαίου των παραγωγικών δυνατοτήτων τους, (δηλαδή λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις αποσβέσεις) ήταν -€47,6 δισ. σε τρέχουσες τιμές τα τελευταία 9 χρόνια. Λόγω της τρέχουσας κρίσης από την πανδημία του κορωνοϊού – Covid–19, το προαναφερθέν “επενδυτικό κενό” της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διευρυνθεί το 2020.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο, καταλήγει η Eurobank, η εφαρμογή πολιτικών για την ενίσχυση των επενδύσεων από το 2021 και έπειτα καθίσταται εξαιρετικά σημαντική. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 3Β, στην περίπτωση της Ευρωζώνης, χρειάστηκαν να περάσουν περίπου 11 χρόνια για να επιστρέψουν οι επενδύσεις παγίων στα προ παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα.