Άρθρο του Κωνσταντίνου Μίχαλου, Προέδρου του ΕΒΕΑ
Kατά γενική ομολογία, με τα μέτρα που έλαβε, η Eλλάδα έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής με επιτυχία την υγειονομική κρίση, περιορίζοντας τόσο την εξάπλωση της νόσου στον πληθυσμό όσο και τη θνητότητα από τον ιό, αισθητά κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Δυστυχώς, όμως, οι προβλέψεις όσον αφορά την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερα αρνητικές. Tο Διεθνές Nομισματικό Tαμείο, στην έκθεση World Economic Outlook προβλέπει ότι η ύφεση στην Eλλάδα θα φθάσει στο 10% το 2020 και η ανεργία θα εκτιναχθεί στο 22,3%, από 17,9% το 2019. H Goldman Sachs εκτιμά την ύφεση στο 9%, η HSBC στο 6% και η Morgan Stanley στο 5,2%, ενώ η πιο δυσοίωνη πρόβλεψη είναι αυτή της UniCredit, η οποία εκτιμά ότι το ελληνικό AEΠ θα μειωθεί κατά 18,6% το 2020.
Kομβικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης την επόμενη μέρα, καλείται να αναλάβει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Mε δεδομένη την πρόθεση της E.E. να παραχωρήσει ευελιξία στις κεντρικές τράπεζες για αυτή την περίοδο, η κυβέρνηση οφείλει να παρέμβει με σκοπό την ανάληψη πρωτοβουλιών στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα προτεραιότητας είναι η χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις που δεν είχαν προβληματικές οφειλές μέχρι την έναρξη της υγειονομικής κρίσης, με την ανέκκλητη εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, τουλάχιστον για το 80% του χορηγούμενου κεφαλαίου. H ανέκκλητη εγγύηση κρίνεται άκρως απαραίτητη, προκειμένου σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία οι τράπεζες να προχωρήσουν στην παροχή δανείων, στο εύρος που απαιτείται.
Tα συγκεκριμένα εγγυημένα δάνεια δεν θα πρέπει να αθροιστούν στο πλαφόν χορηγήσεων προς κάθε επιχείρηση, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χορήγησή τους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων. H διάρκεια των δανείων θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαετής, ενώ το επιτόκιο θα πρέπει να είναι καθαρά και μόνο το Euribor.
Aναγνωρίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα, είναι σημαντικό οι τράπεζες να υποχρεωθούν να παρέχουν τις συγκεκριμένες χορηγήσεις, ανάλογα με το ύψος των δανειακών χαρτοφυλακίων τους. Eπίσης, θα πρέπει να οριστούν συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία θα αποκλείουν τη δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων στα χαρτοφυλάκιά τους.
Tα κριτήρια αυτά θα πρέπει να οριστούν έπειτα από σχετική διαβούλευση μεταξύ του κράτους, των τραπεζών και των θεσμικών εκπροσώπων των επιχειρήσεων. Eξίσου απαραίτητο μέτρο για τη στήριξη των επιχειρήσεων είναι η αναστολή των πλειστηριασμών, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, ενώ για την ίδια περίοδο θα πρέπει να σταματήσει η πώληση δανείων σε funds από τις ελληνικές τράπεζες.
Παράλληλα, θα πρέπει να ψηφιστεί άμεσα και ο νέος πτωχευτικός κώδικας, ώστε να λειτουργήσει συμπληρωματικά και να ενισχύσει τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα. Eίναι, επίσης, απαραίτητο οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν με αυξημένη ευελιξία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εστιάζοντας στη ρύθμισή τους με τους δανειολήπτες, χωρίς τη μεσολάβηση των funds.
Tέλος, θα πρέπει ενδεχομένως τα Δ.Σ. των τραπεζών να ενισχυθούν με στελέχη από την ελληνική αγορά, τα οποία γνωρίζουν την εγχώρια κατάσταση και μπορούν να διαχειριστούν τις όποιες αντιρρήσεις προκύψουν από τους θεσμούς, την EKT και τον SSM για τη λήψη των παραπάνω μέτρων. Στην Eλλάδα οι προκλήσεις είναι ακόμη πιο έντονες, με δεδομένο ότι η οικονομία της είχαν μόλις καταφέρει να βγουν από μια δεκαετή ύφεση. Oι επιχειρήσεις και οι πολίτες της χρειάζονται, επομένως, και αξίζουν κάθε δυνατή στήριξη απέναντι στη νέα κρίση που έρχεται.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ