Σε κατήφορο οι τιμές και η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
Συγκεκριμένα η ζήτηση, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, μειώθηκε κατά 13 % ενώ η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας κατέγραψε πτώση 54,31 % σε ετήσια βάση, στα 28,51 ευρώ ανά μεγαβατώρα έναντι 62,4 ευρώ τον περυσινό Απρίλιο.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία η λιγνιτική παραγωγή ρεύματος τον Απρίλιο κατέγραψε δραστική μείωση (88%) ενώ μεγάλη αύξηση σημείωσαν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (+50%), τα υδροηλεκτρικά (+32%), οι μονάδες φυσικού αερίου (+16%). Μειωμένες ήταν τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές ρεύματος (34% και 46% αντίστοιχα). Σε όρους μεριδίων αγοράς οι μονάδες φυσικού αερίου κάλυψαν το 35,42% του Φορτίου, η παραγωγή των ΑΠΕ το 34,64%, οι Εισαγωγές το 22,14%, η Υδροηλεκτρική Παραγωγή το 4,70% και η παραγωγή των Λιγνιτικών Μονάδων μόλις το 3,11%.
Μιλώντας χθες σε διαδικτυακή συζήτηση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιάννης Κοπανάκης ανέφερε ότι η μείωση της ζήτησης ήταν μεγαλύτερη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή. Απέδωσε δε την μείωση των τιμών μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι η ΔΕΗ έχει διαφοροποιήσει της προμήθειας φυσικού αερίου εισάγοντας υγροποιημένο αέριο σε χαμηλότερες τιμές.
Ο Εμπορικός Διευθυντής Ηλεκτρικής Ενέργειας και Φ. Αερίου της Protergia Ιωάννης Γιαννακόπουλος ανέφερε ότι τον Απρίλιο είδαμε πως θα είναι το σύστημα με αυξημένη διείσδυση ανανεώσιμων πηγών και φυσικού αερίου, μετά τη διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων. Ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Αντώνης Κοντολέων, υπογράμμισε πως οι βασικές αιτίες για την πτώση των τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας είναι αφενός οι χαμηλότερες τιμές για το υγροποιημένο φυσικό αέριο που εισάγεται μέσω των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας και αφετέρου η μείωση της ζήτησης που επέτρεψε την μη χρησιμοποίηση των ακριβών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Σημείωσε ότι η ελληνική βιομηχανία θα έχει να αντιμετωπίσει τον έντονο ανταγωνισμό από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις οποίες παρέχονται μέτρα στήριξης αλλά και ταυτόχρονα την μείωση της ζήτησης από τις ευρωπαϊκές αγορές λόγω της κρίσης, που θα πλήξει τις ελληνικές εξαγωγές. Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι αν δε λειτουργήσει η προθεσμιακή αγορά και εφόσον ο λιγνίτης παραμένει στο ενεργειακό ισοζύγιο οι τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα θα παραμείνουν υψηλότερες σε σχέση με την ΕΕ. Τέλος ο Διευθυντής Διαχείρισης Αγοράς του ΑΔΜΗΕ Ηρακλής Σκοτεινός ανέφερε ότι το σύστημα αντιμετώπισε μεγάλη βύθιση στην ζήτηση ενέργειες και ανταποκρίθηκε χωρίς να προκύψει κανένα ζήτημα ευστάθειας.
Το κόστος χρηματοδότησης μέσω repos αυξήθηκε γιατί διευρύνθηκε το spread λόγω πανδημίας. Το κόστος των LTROs (-0,5%) σε συνδυασμό με την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων σε περίπου 145 δισ. το Μάρτιο με κόστος οριακά υψηλότερο του 0,3% θα στηρίξει τα επιτοκιακά περιθώρια και την κερδοφορία σε αυτή τη δύσκολη χρονια, εκτιμά ο οίκος.
Η Moody’s βλέπει ύφεση πάνω από 5% φέτος, μετά το σχεδόν δίμηνο lockdown και τις πιέσεις στον τουρισμό που προσφέρει περίπου το 12% του ΑΕΠ. Ετσι, περιμένει η κερδοφορία του κλάδου να πιεστεί.
Το καθαρό επιτοκιακό έσοδο και τα περιθώρια των τραπεζών θα παραμείνουν πιεσμένα από τη μείωση των δανείων και τα πολύ χαμηλά επιτόκια. Ωστόσο η Moody’s θεωρεί ότι ο κλάδος θα συνεχίσει να εισπράττει τόκους παρά τα μέτρα ελάφρυνσης των δανειοληπτών από την κυβέρνηση η οποία πάγωσε τις πληρωμές δόσεων κεφαλαίου.
Το γεγονός ότι παραμένουν υψηλές οι ανάγκες για προβλέψεις έναντι δανείων θα βαρύνει επίσης στην κερδοφορία, αν και οι κινήσεις των αρχών επέτρεψαν στον κλάδο να μην κατηγοριοποιήσει τα δάνεια που επηρεάστηκαν λόγω πανδημίας ως NPEs.
Η πλήρης εξόφληση του ELA, το Μάρτιο του 20219, συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του κόστος χρηματοδότησης. Με τις καταθέσεις να επιστρέφουν τα τελευταία χρόνια, το προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας του κλάδου βελτιώθηκε σημαντικά. Δεν περιμένουμε μεγάλη μείωση των καταθέσεων φέτος, καταλήγει η Moody’s, καθώς μια μείωση των εταιρικών, λόγω της κρίσης θα αντισταθμιστεί από διεύρυνση των καταθέσεων λιανικής λόγω της πεσμένης κατανάλωσης.