Απόφαση σταθμός
Νέοι δρόμοι για τον υπολογισμό αποζημίωσης ιδιοκτητών απαλλοτριωμένων ακινήτων «χαράσσονται» με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία εκδόθηκε με γνώμονα την προστασία της ιδιοκτησίας των πολιτών.
Ο υπολογισμός της αποζημίωσης σε αναγκαστική απαλλοτρίωση καθορίζεται από την εμπορική αξία του ακινήτου, όπως έκρινε στο «διά ταύτα» της σημαντικής αυτής απόφασής του το Δικαστήριο του Στρασβούργου, που έρχεται να αλλάξει ριζικά το τοπίο στο κομμάτι αυτό των συναλλαγών.
Οι δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στάθμισαν ότι οι προσφεύγοντες στερήθηκαν την ιδιοκτησία τους, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προκειμένου να κατασκευαστεί αυτοκινητόδρομος στη Βουλγαρία, αλλά τα εγχώρια δικαστήρια καθόρισαν το ποσό της αποζημίωσης ανά τετραγωνικό μέτρο με βάση έναν «τύπο» που είχε αποφασιστεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας, ο οποίος κατέληγε σε πολύ μικρές αποζημιώσεις και όχι ανάλογες με την εμπορική αξία του ακινήτου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης, η οποία είχε κάνει δεκτή την προσφυγή ιδιοκτήτη και καταδίκασε την Ελλάδα, κρίνοντας ότι η αποζημίωση στο πλαίσιο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, χωρίς την καταβολή ενός εύλογου ποσού αναλογικού προς την αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, ισοδυναμεί με στέρηση της ιδιοκτησίας και αποτελεί κατά κανόνα υπερβολική προσβολή του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσής της.
Υπό αυτό το πρίσμα μάλιστα, νομικοί επισημαίνουν πως η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως προς το θέμα αυτό δείχνει ότι παγιώνεται και σταθεροποιείται υπέρ των πολιτών.
Τι προβλέπει η απόφαση
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση το ποσό της αποζημίωσης θα ήταν δίκαιο και σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση μόνο αν είχε καθοριστεί με βάση την εμπορική αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι για τον καθορισμό της τιμής της αποζημίωσης για τους ιδιοκτήτες των απαλλοτριωμένων ακινήτων εφαρμόστηκε μια μέθοδος που επί της ουσίας οδήγησε στον υπολογισμό ενός δυσανάλογα μικρού ποσού σε σχέση με την αξία των επίδικων ακινήτων.
Και αυτό το γεγονός, κατά τους δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, διατάραξε την εύλογη ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιοκτησίας και των απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου συνιστά παραβίαση του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) περί προστασίας της ιδιοκτησίας.
Συγκεκριμένα, ενώ τα συγκριτικά στοιχεία για την αγοραία αξία των ακινήτων των προσφευγόντων ήταν 3 και 115 ευρώ/τ.μ. για το ένα ακίνητο και 10 και 13 ευρώ/τ.μ. για το άλλο, τα εγχώρια δικαστήρια επιδίκασαν ως αποζημίωση 0,11 και 0,43 ευρώ/τ.μ. αντίστοιχα (!), τιμή δηλαδή που εκμηδένιζε την εμπορική τους αξία.
Το κυριότερο ερώτημα για το Δικαστήριο του Στρασβούργου ήταν αν η εν λόγω παρέμβαση ήταν αναλογική, με άλλα λόγια, εάν οι Αρχές είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της απαίτησης προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων.
Για την Ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι και στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βουλγαρίας υπήρχε μειοψηφία, καθώς μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχαν διατυπώσει διαφορετική εκτίμηση για τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των απαλλοτριωμένων εκτάσεων.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν προχώρησε σε εκτίμηση και δεν προσδιόρισε το ποσό ως προς οποιαδήποτε αποζημίωση σχετικά με χρηματική ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Ανοιξε όμως διάπλατα τον δρόμο για την επανάληψη της διαδικασίας στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία καταρχήν έχουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που αποτελεί «ασπίδα» προστασίας για το δικαίωμα των πολιτών στην ιδιοκτησία, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Τέλος, το Δικαστήριο επιδίκασε 5.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 5.000 ευρώ από κοινού στους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και επιπλέον άλλα 2.302 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 2.520 ευρώ στους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντες για τα δικαστικά έξοδα που πλήρωσαν για την προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).