Μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία και τις προτάσεις για την επόμενη μέρα, παρουσίασε σήμερα ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Κώστας Κόλλιας.
Μάλιστα τόνισε ότι «χρειάζεται άμεση αντίδραση έτσι ώστε η κρίση της πανδημίας να μη μετατραπεί σε μακροχρόνια ύφεση και το κυριότερο για την Ελλάδα να μη μετατραπεί σε κρίση χρέους».
Σύμφωνα με το ΟΕΕ, «στην ΕΕ τα σενάρια είναι δύο. Σύμφωνα με το καλό σενάριο, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, με σημαντικούς πόρους της ΕΕ μετά το αρνητικό σοκ, θα περιορίσει τον κίνδυνο για την ευρωζώνη να βυθιστεί σε ένα αρνητικό σπιράλ συρρίκνωσης του ΑΕΠ και αύξησης του χρέους.
Στο δυσμενές όμως σενάριο όπου θα ενσκήψει ο δισυπόστατος κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης εξάπλωσης και ανεπαρκών μέτρων αντιμετώπισης τότε μπορεί να επιφέρει μονιμότητα της κρίσης.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, υφίσταται η ανάγκη οι κυβερνήσεις να κατευθύνουν σημαντικούς πόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η αρχική προσέγγιση των Βρυξελλών για το ύψος του δημοσιονομικού προγράμματος στο 2-3% θεωρείται εξαιρετικά ανεπαρκής.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αξιολογηθεί η αναστολή για μια διετία του Συμφώνου Σταθερότητας, η εξάλειψη των πληθωριστικών στόχων και η προετοιμασία έκδοσης ομολόγων που θα επιτρέπουν την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου.
Είναι σημαντικό να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο νομισματικό περιβάλλον. Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κρίσης εξαρτώνται από το νομισματικό περιβάλλον που θα λάβουν χώρα.
Σε πρώτο χρόνο και σε βραχυχρόνια στάδιο, η μείωση της ζήτησης και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου θα οδηγήσει σε χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις σε αποπληθωρισμό. Σε δεύτερο χρόνο όμως στο νέο περιβάλλον είναι πιθανό να γνωρίσουμε μια δομική αλλαγή. Είναι πιθανό η ζήτηση να υπερκαλύπτει την προσφορά.
Δεδομένης της εξάρτησης της παραγωγής από τις εισαγωγές των πρώτων υλών και των ενδιάμεσων προϊόντων, του πλήγματος της εφοδιαστικής αλυσίδας καθώς και της έντασης των σχέσεων ΗΠΑ και Κίνας τα προβλήματα στην αγορά θα προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, από την κατάσταση του χαμηλού πληθωρισμού και του αποπληθωρισμού, θα μεταβούμε σε καταστάσεις πληθωρισμού, τύπου δεκαετίας του 1970.
Δηλαδή, υψηλός πληθωρισμό με παρατεταμένη ύφεση. Για τη χρονική διάρκεια της κρίσης υπάρχει μια εγγενής δυσκολία να γίνει μια ασφαλής πρόβλεψη. Από τις λίγες οικονομικές αναλύσεις που υπάρχουν φαίνεται ότι οι οικονομίες ανακάμπτουν γρηγορότερα μετά τους πολέμους (ένα με δύο έτη) και με αργότερους ρυθμούς μετά τις πανδημίες. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η αντιμετώπιση της κρίσης θα χρειαστεί την επανασχεδίαση πολιτικών και τη χρήση μέτρων από τις κυβερνήσεις που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αντιμετώπιση της κρίσης εντός του πλαισίου προηγούμενων δεκαετιών της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η πρόωρη απόσυρση των υποστηρικτικών μέτρων θα έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα τη μακροχρόνια ύφεση».