Η κρίση της πανδημίας του ιού COVID-19 θα έχει μακροχρόνιο αντίκτυπο στις δυνατότητες των Eυρωπαίων καταναλωτών να διαχειρίζονται τα οικονομικά των νοικοκυριών τους
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της κρίσης COVID-19 αναδεικνύονται εμφανέστερα – για παράδειγμα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) προειδοποιεί ότι η πανδημία θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση σε επίπεδο αντίστοιχο με την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Οι ανησυχίες για την προσωπική οικονομική διαχείριση αυξάνονται, καθώς οι καταναλωτές καλούνται να διαχειριστούν τα οικονομικά τους σε ένα τελείως διαφοροποιημένο περιβάλλον.
Ο Όμιλος Intrum –με σκοπό να διερευνήσει πώς η παρούσα κρίση επηρεάζει τα νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη και να αξιολογήσει τον αντίκτυπο του COVID-19 στην οικονομική τους κατάσταση– διεξήγαγε έρευνα σε 4.800 καταναλωτές σε 24 ευρωπαϊκές αγορές.
Οι καταναλωτές βρίσκονται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα
Οι επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομική κατάσταση ήταν άμεσες. Καθώς η απασχόληση και τα εισοδήματα μειώνονται, οι ανησυχίες για την προσωπική οικονομική διαχείριση αυξάνονται. Περίπου το ήμισυ (48%) των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της έρευνας δηλώνει ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί σήμερα σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες, ενώ ένα τρίτο αναμένει ότι περαιτέρω επιδείνωση εντός των επόμενων έξι μηνών. Λιγότερο από το ένα τέταρτο (23%) των συμμετεχόντων αναμένει βελτίωση των οικονομικών.
Στη βάση αυτών των απαντήσεων βρίσκεται η αβεβαιότητα. Πρόσφατη ανάλυση από τον οίκο McKinsey εκτιμά ότι η κρίση COVID-19 θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο έως και 59 εκατ. θέσεις εργασίας στην Ευρώπη . Οι απαντήσεις στην έρευνά μας αποδεικνύουν ότι: περίπου 4 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι η απασχόλησή τους έχει επηρεαστεί από την κρίση COVID-19, ενώ περισσότεροι από τους μισούς (54%) έχουν διαπιστώσει μείωση του εισοδήματος στο νοικοκυριό.
Τα συμπεράσματα από το European Consumer Payment Report (ECPR), που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 2019, κατέδειξαν ότι οι νεότερες γενιές και τα νοικοκυριά με παιδιά βρίσκονται κάτω από σημαντική πίεση. Η κρίση COVID-19 επιδείνωσε την κατάσταση: η νέα έρευνα διαπιστώνει ότι η γενιά των Millennials είναι πιο πιθανό να χρεωθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα ενώ τα νοικοκυριά με παιδιά έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους για την πληρωμή λογαριασμών συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι Έλληνες και Ιταλοί καταναλωτές διαπιστώνουν επιδείνωση στην οικονομική τους κατάσταση
Τα αποτελέσματα της έρευνας σε επίπεδο χώρας είναι αποκαλυπτικά. Η προηγούμενη έρευνα της Intrum διαπίστωσε ότι η διαφορά μεταξύ της αύξησης μισθού και του αυξανόμενου κόστους ζωής αύξανε την πίεση στους Έλληνες καταναλωτές: 61% –ποσοστό που ήταν αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 45%– είχε δηλώσει ότι το ύψος των λογαριασμών αυξανόταν πιο γρήγορα από το ύψος του εισοδήματός τους.
Η κρίση COVID-19 έχει ενισχύσει αυτές τις ανησυχίες με το 67% των Ελλήνων καταναλωτών –το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη– να αντιμετωπίζει επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες. Ο τουριστικός κλάδος στη χώρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο του ΑΕΠ και το ένα τέταρτο των θέσεων εργασίας στη χώρα, έχει πληγεί σοβαρά από τις ακυρώσεις πτήσεων, θέτοντας σε κίνδυνο θέσεις εργασίας.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι επιπτώσεις στην οικονομία της Ιταλίας αποδεικνύονται σοβαρές. Η κυβέρνηση φέρεται να αναμένει δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 10,4% φέτος και αύξηση του δημόσιου χρέους στο 155,7% του ΑΕΠ.
Η έρευνα αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες που αισθάνονται οι Ιταλοί καταναλωτές: 54% διαπίστωσε επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης τους τελευταίους έξι μήνες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 48%. Αποκαλυπτικό είναι το χαμηλό ποσοστό (8%) –που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη– των Ιταλών ερωτηθέντων που αναμένουν βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης στους επόμενους έξι μήνες.
Τα νοικοκυριά με παιδιά δυσκολεύονται με τα οικονομικά
Η έρευνα καταναλωτών του 2019 έδειξε ότι τα νοικοκυριά με παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τα οικονομικά τους: 48% δήλωσε ότι οι ανησυχίες για την αύξηση του ύψους των λογαριασμών είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη γενικότερη κατάστασή τους. Όταν τέθηκε το ίδιο ερώτημα κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19, το ποσοστό αυξήθηκε στο 51%.
Αιτία για αυτά τα ποσοστά είναι η μείωση του εισοδήματος: 63% των νοικοκυριών με παιδιά έχουν υποστεί μείωση του εισοδήματος λόγω του COVID-19 σε σύγκριση με το 49% των νοικοκυριών χωρίς παιδιά. Επιπλέον, το 39% των νοικοκυριών με παιδιά δηλώνουν ότι μετά την πληρωμή των λογαριασμών τους σπανίως έχουν αρκετά χρήματα έως το τέλος του μήνα σε σύγκριση με το 33% στην έρευνα του 2019.
Η γενιά των Millennials βρίσκεται περισσότερο χρεωμένη
Η κρίση COVID-19 πλήττει μια ηλικιακή ομάδα που έχει συνήθως λιγότερες αποταμιεύσεις, υψηλότερο φοιτητικό χρέος και χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα συγκριτικά με τις μεγαλύτερες σε ηλικία ομάδες.
Περισσότεροι από τους μισούς (53%) από τη γενιά των Millenials δηλώνουν ότι η κρίση COVID-19 έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική κατάστασή τους, σε σύγκριση με το 47% σε όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η απασχόληση έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα σε αυτήν την ομάδα: 67% έχει απώλεια εισοδήματος λόγω της κρίσης σε σύγκριση με το 54% σε όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.
Η γενιά των Millennials στρέφεται όλο και περισσότερο στην πίστωση για να καλύψει βασικές ανάγκες: το 24% δηλώνει ότι, ως άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης, έχει χρεωθεί περισσότερο για να καλύψει καθημερινές δαπάνες όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 19%.
Η δυνατότητα αποταμίευσης για το μέλλον είναι πηγή ανησυχίας – ιδιαίτερα για τις γυναίκες
Η κρίση COVID-19 δεν είχε μόνο άμεσο αντίκτυπο στα οικονομικά των νοικοκυριών. Έχει επίσης πολύ πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για στους καταναλωτές. Η δυνατότητα αποταμίευσης για το μέλλον αποτελεί πηγή βασική ανησυχίας: το 39% των ευρωπαίων καταναλωτών στην έρευνα δηλώνει ότι αποταμιεύει σημαντικά λιγότερα χρήματα για το μέλλον σε σύγκριση με την περίοδο προ COVID-19.
Η έρευνα αναδεικνύει, επίσης, ένα σαφές χάσμα μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τη στάση απέναντι στην αποταμίευση: σχεδόν οι μισές γυναίκες (46%) δηλώνουν ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να αποταμιεύουν για τη συνταξιοδότηση σε σύγκριση με το 34% των ανδρών.
Αυτή η διαφορά αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη ανισότητα. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι γυναίκες στην ΕΕ κερδίζουν κατά μέσο όρο περίπου 15% λιγότερο ανά ώρα σε σχέση με τους άνδρες. Επίσης, υπο-εκπροσωπούνται στην αγορά εργασίας: σχεδόν το 30% των γυναικών στην ΕΕ εργάζονται με μερική απασχόληση και οι γυναίκες είναι πιθανότερο να σταματήσουν να εργάζονται για να φροντίσουν παιδιά και συγγενείς.
Μία νότα αισιοδοξίας για ορισμένους
Παρότι η έρευνα της Intrum διαπιστώνει ότι η κρίση COVID-19 ενισχύει τις πιέσεις στην πλειονότητα των ευρωπαίων καταναλωτών, η οικονομική κατάσταση έχει βελτιωθεί για μια επιλεγμένη ομάδα καταναλωτών, καθώς ένα ποσοστό που υπερβαίνει το ένα τρίτο (36%) των ερωτηθέντων δηλώνει ότι είχε θετικό αντίκτυπο στις οικονομικές τους δαπάνες.
Η εκτεταμένη διακοπή της οικονομικής λειτουργίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, ως απάντηση στην πανδημία, όχι μόνο περιόρισε τις δαπάνες των Ευρωπαίων καταναλωτών, αλλά επίσης άλλαξε ριζικά τις συνήθειες στην καταναλωτική δαπάνη. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ανέφερε πτώση της δαπάνης σε όλους τους κλάδους λόγω του κλεισίματος των καταστημάτων λιανικής και των εστιατορίων, καθώς και της αναστολής των αεροπορικών ταξιδιών.
Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές των οποίων η απασχόληση και το εισόδημα δεν έχουν επηρεαστεί από την κρίση ενδέχεται να έχουν διαπιστώσει βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης εφόσον έχουν μειωθεί οι «μη απαραίτητες» δαπάνες όπως είναι τα ταξίδια, οι αγορές ενδυμάτων και τα γεύματα σε εστιατόρια.
Προς την οικονομική ανθεκτικότητα
Τα μειωμένα εισοδήματα, η εργασιακή αβεβαιότητα και η προοπτική μιας παγκόσμιας ύφεσης σημαίνουν ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για τη διαχείριση των οικονομικών τους.
Ωστόσο, η έρευνα το 2019 κατέδειξε ότι η εκπαίδευση των ευρωπαίων καταναλωτών σε θέματα οικονομικής διαχείρισης είναι ελλιπής. Παρόλο που το 69% δήλωσε ότι αισθάνεται άνετα με το επίπεδο της εκπαίδευσής του σε θέματα οικονομικής διαχείρισης, περισσότερο από το ένα τρίτο δεν αντιλαμβανόταν βασικούς οικονομικούς όρους όπως «προϋπολογισμός» και «πιστωτικό αποτέλεσμα». Η εκπαίδευση σε θέματα οικονομικής διαχείρισης θα είναι απαραίτητη στο μετριασμό των ανησυχιών, καθώς οι καταναλωτές συνεχίζουν να αισθάνονται τον αντίκτυπο της κρίσης COVID-19.
Με έτος ίδρυσης το 1923, στην Intrum έχουμε μακρά ιστορία στην παροχή βοήθειας στους πελάτες να αντιμετωπίσουν οικονομικές κρίσεις. Στο σημερινό δύσκολο περιβάλλον, η τεχνογνωσία και οι λύσεις μας θα ενδυναμώσουν τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Με αυτόν τον τρόπο, θα βοηθήσουμε στην ανοικοδόμηση υγιών οικονομιών σε ολόκληρη την Ευρώπη.