Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι των κύριων και επικουρικών συντάξεων
Αυξήσεις με αναδρομικά 6 μηνών σε κύριες και επικουρικές συντάξεις θα έχουν τον Σεπτέμβριο περίπου 100.000 συνταξιούχοι που εξακολουθούν να εργάζονται και εμπίπτουν στις κυρώσεις περιορισμού των συντάξεων που λαμβάνουν λόγω της εργασίας τους, σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι αυξήσεις θα προέλθουν από τη μείωση της ποινής στο 30% που προβλέπει ο νόμος 4670/2020 (νόμος Βρούτση) αντί του 60% που είχε επιβληθεί με τον νόμο 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) στις συντάξεις όσων εξακολουθούν να εργάζονται και το δηλώνουν.
Οι αυξήσεις συντάξεων θα φανούν στις πληρωμές του Σεπτεμβρίου, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης.
Η εφαρμογή της νέας και μικρότερης ποινής μείωσης των συντάξεων ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου 4670, δηλαδή από 28/2/2020, που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι θα έχουν αναδρομικά την αύξηση συντάξεων λόγω μείωσης της ποινής για ένα 6μηνο, ήτοι από Μάρτιο ως και Αύγουστο 2020
Για παράδειγμα:
-Συνταξιούχος που εργάζεται νόμιμα και παίρνει 1.000 ευρώ από κύρια και 250 από επικουρική σύνταξη (μικτά) με τον νόμο Κατρούγκαλου είχε μείωση 60% και στα δυο ποσά, δηλαδή μείωση 600 ευρώ στην κύρια, και μείωση 150 ευρώ στην επικουρική. Η κύρια σύνταξη που παίρνει είναι 400 ευρώ και η επικουρική 100 ευρώ, με σύνολο 500 ευρώ.
-Με τον νόμο Βρούτση η μείωση κατεβαίνει στο 30%, οπότε η ποινή είναι 300 ευρώ για την κύρια και 75 ευρώ στην επικουρική. Ο συνταξιούχος από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα έχει αύξηση στην κύρια σύνταξη κατά 300 ευρώ και θα διαμορφωθεί στα 700 ευρώ, ενώ στην επικουρική θα έχει αύξηση 75 ευρώ και θα διαμορφωθεί στα 175 ευρώ.
Στο σύνολο με τη μικρότερη ποινή 30% θα έχει 875 ευρώ κύρια και επικουρική σύνταξη, ενώ τώρα που εφαρμόζεται η παλιά ποινή 60% παίρνει 500 ευρώ. Οι αυξήσεις θα πληρωθούν με αναδρομικά 6 μηνών και ο συνταξιούχος θα πάρει 1.800 ευρώ αναδρομικά στην κύρια σύνταξη (300Χ6=1.800) και 450 ευρώ αναδρομικά στην επικουρική (75Χ6=450).
Από τον Σεπτέμβριο και μετά και για όσο διάστημα εργάζεται η κύρια σύνταξη θα είναι 700 ευρώ και η επικουρική 150 ευρώ. Αν έχει διακόψει την εργασία του στο διάστημα μεταξύ 28/2/2020 ως Σεπτέμβριο 2020, θα πάρει την αναλογία της αύξησης και των αναδρομικών για το διάστημα που είχε απασχόληση.
Το υπουργείο προχώρησε πρόσφατα σε βελτιώσεις του νόμου για την απασχόληση των συνταξιούχων που έχουν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα ή εργάζονταν με τις παλιές διατάξεις πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου. Για τις περιπτώσεις αυτές το υπουργείο διευκρινίζει σε χθεσινή του εγκύκλιο ότι:
1. Εξαιρούνται από τη μείωση κατά 30% του ποσού της σύνταξης οι συνταξιούχοι όλων των Ταμείων και του Δημοσίου, των οποίων το ετήσιο εισόδημα από απασχόληση στον αγροτικό τομέα ως αγρότες, μελισσοκόμοι, κτηνοτρόφοι, πτηνοτρόφοι και αλιείς δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, καθώς, επίσης, εξαιρούνται και από την καταβολή εισφορών για το ίδιο όριο εισοδήματος. Για τους συνταξιούχους ΟΓΑ προβλέπεται καθολική εξαίρεση από την περικοπή σύνταξης και τις εισφορές ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος που λαμβάνουν ως «συνταξιούχοι αγρότες».
2. Οι συνταξιούχοι που είχαν αναλάβει εργασία με διατάξεις που ίσχυαν πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου και είχαν ποινή 70% μόνον για το τμήμα σύνταξης πάνω από τα 1.000 ευρώ ή όφειλαν να πληρώσουν εισφορές αν η σύνταξή τους ξεπερνούσε τις 2.000 ευρώ διατηρούν το ίδιο καθεστώς για δύο χρόνια και η ένταξή τους στον νέο νόμο θα ισχύσει από την 1η.3.2022 ενώ αρχικά είχε προβλεφθεί να ενταχθούν από 1/3/2021.
Σημειώνεται ότι ο νόμος για την απασχόληση συνταξιούχων προβλέπει την πλήρη αναστολή της σύνταξης στις περιπτώσεις που ο συνταξιούχος έχει αναλάβει ή αναλαμβάνει εργασία σε φορείς της γενικής κυβέρνησης με βάση το όριο ηλικίας για όσους δεν συμπληρώσουν το 61ο έτος της ηλικίας τους μέχρι 28/2/2021 και για όσους δεν συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας από 1/3/2022. Μετά τη συμπλήρωση του 61ου έτους ή του 62ου αντίστοιχα αίρεται η ποινή της αναστολής και οι συνταξιούχοι μπορούν να έχουν απασχόληση στο Δημόσιο με τη μικρή ποινή μείωσης της κύριας και της επικουρικής τους σύνταξης κατά 30%.