Οι εργοδότες οφείλουν να προσφέρουν στους εργαζόμενους που απασχολούνται κάτω από τις αυτές συνθήκες υπό ίσους όρους όλες τις μισθολογικές και λοιπές παροχές, ανεξάρτητα αν οι παροχές αυτές είναι οικειοθελείς ή όχι, όπως ακριβώς επιτάσσει το Σύνταγμα, η Συνθήκη της ΕΟΚ και ο Αστικός Κώδικας, έκρινε ο Άρειος Πάγος και δικαίωσε τραπεζοϋπάλληλο.
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση (550/2010), «από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 Αστικού Κώδικα και από τα άρθρα 22 παράγραφος 1 β’ του ισχύοντος Συντάγματος και 119 εδάφιο α’ της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ, προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμεταλλεύσεως, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ή απόκλιση εξαιτίας επαρκούς αντικειμενικού λόγου».
Βάσει της εν λόγω αρχής, υπογραμμίζει η απόφαση του Α.Π., «ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει σε όλους τους εργαζομένους που παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες και με τα αυτά προσόντα τις μισθολογικές και άλλες υπηρεσιακές παροχές», ανεξάρτητα αν πρόκειται για παροχές που έχει αναλάβει συμβατικά έναντι ορισμένων εργαζομένων.
Από την επίμαχη συνταγματική ρύθμιση συνάγεται κανόνας δημοσίας τάξεως, με τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόμενο, συνεχίζει ο Άρειος Πάγος, «το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη του οικειοθελείς παροχές, που αυτός καταβάλλει σε άλλους μισθωτές, οι οποίες ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους, εκτός αν δικαιολογείται η εξαίρεση ορισμένων έναντι των λοιπών εργαζομένων από ειδικό και σοβαρό, κατ’ αντικειμενική κρίση, λόγο».
Ακόμη, αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση ότι η εφαρμογή της αρχής ισότητας για την οποία δεν ασκεί έννομη επιρροή ο χρόνος πρόσληψης του ενάγοντος, δεν περιορίζεται μόνον σε παροχές που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, αλλά εκτείνεται και σε εκείνες που αφορούν άλλης μορφής ωφελήματα, όπως η μονιμοποίηση, η βαθμολογική ένταξη ή προαγωγή μισθωτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, διπλωματούχος μηχανολόγος – μηχανικός με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία διορίστηκε στις 14.12.1999 σε Τράπεζα ως υπάλληλός της με βαθμό μηχανικού β’ (6ο μισθολογικό κλιμάκιο) και διορίστηκε στο Ίδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών.
Με αγωγή του στα δικαστήρια υποστήριξε ότι η Τράπεζα, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αν και είχε όλα τα προσόντα, δεν το μονιμοποίησε σε βαθμό που αντιστοιχεί σε μονίμους υπαλλήλους, αλλά στο βαθμό του μηχανικού β’, δηλαδή σε βαθμό που αντιστοιχεί σε δόκιμο υπάλληλο, ενώ μονιμοποίησε με το βαθμό του μηχανικού α’ πέντε μηχανικούς που προσέλαβε ύστερα από αυτόν, με τους οποίους είχε τα ίδια, τουλάχιστον, προσόντα και εργαζόταν κάτω από τις ίδιες με αυτούς συνθήκες.
Στη συνέχεια, η Τράπεζα έπραξε το ίδιο και με άλλους δύο υπαλλήλους μηχανικούς οι οποίοι είχαν λιγότερα προσόντα, αλλά είχαν προσληφθεί το 1977. Ο τραπεζοϋπάλληλος με την αγωγή του ζητούσε να ενταχθεί από 5.1.2000 στο βαθμό του μηχανικού και στο μισθολογικό κλιμάκιο 16.
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση της Τράπεζας η οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου Αθηνών (8667/2007) που είχε δικαιώσει τον τραπεζοϋπάλληλο, κρίνοντας ότι η μη χορήγηση της μισθολογικής παροχής που ζητούσε συνιστά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία δεν δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο, εφόσον δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να δικαιολογούν την εξαίρεση από την οικειοθελή αυτή παροχή.
Κατόπιν αυτών, η Τράπεζα υποχρεώθηκε να επανεντάξει τον τραπεζοϋπάλληλο από 5 Ιανουαρίου 2000 στο βαθμό του μηχανικού και στο μισθολογικό κλιμάκιο 16.