Στο μικροσκόπιο του καναδικού Οίκου αξιολόγησης DBRS μπαίνει η ελληνική αφορά ακινήτων επισημαίνοντας ότι δεν θα καταφέρει να μείνει ανεπηρέαστη από τις συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία, επισημαίνοντας ότι οι προοπτικές του β’ εξαμήνου του έτους είναι εξαιρετικά αβέβαιες.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει λάβει σημαντικά μέτρα στήριξης της οικονομίας και των εισοδημάτων, ο Οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι η πιθανότητα ενός νέου κύματος αυξάνουν τις πιθανότητες ενός σοκ στον τομέα των ακινήτων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της DBRS, η ελληνική στεγαστική αγορά διατήρησε τη θετική της δυναμική ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του 2020 παρά το ξέσπασμα του COVID-19. Μετά από μια μακρά μείωση της τάξης του 54% από το 2009 έως το 2017, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 9% το 2018-19, ενώ από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 αυξήθηκαν κατά 6,9%. Η αυξανόμενη ζήτηση ξένων επενδυτών και οι βελτιωμένες εγχώριες οικονομικές συνθήκες αποτέλεσαν τους κύριους μοχλούς της αναβίωσης στην αγορά κατοικίας.
Παρά την ανοδική πορεία, η πανδημία προκάλεσε αρνητικά αποτελέσματα κατασκευαστική δραστηριότητα και στις συναλλαγές ακινήτων το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς και τις τιμές σε ότι αφορά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Σύμφωνα με την DBRS, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικιών θα εξαρτηθούν από την ικανότητα της Ελλάδας να ανακάμψει από την πανδημία χωρίς να υποστεί μόνιμη ζημιά στην αγορά εργασίας της και την ικανότητά της να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και συνεχίζοντας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Όπως αναφέρει ο Οίκος, η πανδημία θα επηρεάσει συνολικά την αγορά ακινήτων της χώρας και όχι μόνο το “κομμάτι” της κατοικίας. Η υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη του ιού και οι οικονομικές προοπτικές θα επηρεάσουν το συναίσθημα των καταναλωτών και θα επηρεάσουν την ικανότητα των ελληνικών νοικοκυριών να αγοράσουν ακίνητα.