Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ η οποία επισημαίνει την αβεβαιότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία, τονίζοντας ότι η οικονομική δραστηριότητα είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τα προ κορωνοϊού επίπεδα παρά τη σημαντική βελτίωση που σημειώθηκε τον Μάιο και τον Ιούνιο, ενώ η αβεβαιότητα γύρω από την ισχύ της ανάκαμψης είναι πολύ υψηλή.
Η Κριστίν Λαγκάρντ σε δηλώσεις, στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου, η οποία ακολούθησε μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής, επανέλαβε την ανάγκη για μια φιλόδοξη και συντονισμένη δημοσιονομική στάση των κρατών δεδομένης της ραγδαίας συρρίκνωσης της οικονομίας, απευθύνοντας έκκληση για περαιτέρω ισχυρή και συντονισμένη προσπάθεια για να προετοιμαστεί το έδαφος και να υποστηριχθεί η ανάκαμψη.
Η ΕΚΤ υποθέτει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα γίνει πραγματικότητα και θα είναι ένα ισχυρό μείγμα επιδοτήσεων, σε μεγαλύτερη αναλογία, και δανείων. «Μεγάλος αριθμός» Ευρωπαίων ηγετών κατανοεί τη σημασία του «να μην χάνεται χρόνος», δήλωσε η ισχυρή γυναίκα της ΕΚΤ.
Σε ό,τι αφορά δε, την αγορά ομολόγων στο πλαίσιο του QE, η Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι έγιναν εμπροσθοβαρείς κινήσεις και το τελευταίο διάστημα περιορίστηκαν, δεδομένου ότι οι αγορές έγιναν πιο σταθερές.
Διαβεβαίωσε δε, ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις αγορές τίτλων εωσότου οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο επαναβεβαίωσε την πρόθεση του να συνεχίσει τις αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας (PEPP) με συνολικό κονδύλιο 1,350 τρισ. ευρώ.
Αυτές οι αγορές συμβάλλουν στη χαλάρωση της συνολικής στάσης της νομισματικής πολιτικής, συμβάλλοντας έτσι στην αντιστάθμιση της πτωτικής μεταβολής που σχετίζεται με την πανδημία στην προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού.
Οι αγορές θα συνεχίσουν να διεξάγονται με ευέλικτο τρόπο με την πάροδο του χρόνου, σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.
Νωρίτερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διατήρησε αμετάβλητα, όπως αναμενόταν, τα επιτόκιά της. Συγκεκριμένα το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης παραμένει στο 0%, ενώ το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων παραμένει στο -0,5%.
Αμετάβλητο παραμένει και το ύψος του προσωρινού προγράμματος αγοράς ομολόγων στα 1,350 δισ. ευρώ.