Τι έδειξε έρευνα του ΣΕΛΠΕ
Την οικονομική πίεση που νιώθουν ήδη πολλά ελληνικά νοικοκυριά, λόγω της πανδημίας, επιβεβαιώνει άλλη μια έρευνα, αυτή τη φορά του ΣΕΛΠΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, σχεδόν ένας στους δέκα Έλληνες (ποσοστό 9%) ξοδεύει πάνω από 100% του διαθέσιμου εισοδήματός του, ουσιαστικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του. Επιπλέον σε ποσοστό 75% οι Έλληνες ξοδεύουν πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε μηνιαία βάση.
Η εξέλιξη αυτή σύμφωνα με δημοσίευμα στο pontiki.gr, σημαίνει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, ότι μέχρι σήμερα η διαχείριση του οικονομικού σκέλους της κρίσης της Covid-19 οδήγησε σε μία οικονομική κατάσταση των καταναλωτών χειρότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος και προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία στο καταναλωτικό κοινό για το επερχόμενο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, φαίνεται τόσο ότι το προηγούμενο εξάμηνο η οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους του καταναλωτικού κοινού χειροτέρεψε (πτώση ποσοστού από 32% σε 10%) όσο και ότι το επόμενο εξάμηνο η εκτίμηση μεγάλου μέρους των καταναλωτών είναι ότι θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο για τους ίδιους και τη χώρα (πτώση από 30% σε 11% και από 27% σε 16%). Εννέα στους δέκα καταναλωτές εκτιμούν ότι η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας της Covid-19 θα διαρκέσει τουλάχιστον ώς το τέλος του 2021, ενώ τέσσερις στους δέκα εκτιμούν ότι θα ξεπεράσει το 2022.
Η έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος, που υλοποιήθηκε με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καταγράφει γενικότερη επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος το τελευταίο εξάμηνο.
Έτσι, στο -38 διαμορφώθηκε ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής τον Ιούνιο του 2020, σαφώς μειωμένος σε σχέση με τον μήνα βάσης και την προηγούμενη μέτρηση, τον Οκτώβριο του 2019.
Σημειώνεται ότι η μείωση στον υπο-δείκτη παρούσας κατάστασης ήταν περιορισμένη στο -22, ενώ αντίθετα ο υπο-δείκτης προσδοκιών παρουσίασε μεγάλη πτώση και έπεσε στο -50.
Δεν φτάνουν
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για τους μηνιαίους λογαριασμούς ανέρχονται στο 27% του εισοδήματος, όσο σχεδόν και οι δαπάνες για αγορές προϊόντων (28%). Οι φόροι ακολουθούν με 15% και οι υπηρεσίες με 14%. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι η τάση για αγορές προϊόντων αλλά και για πάγιους λογαριασμούς υπηρεσιών είναι αυξητική (ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος), ενώ η τάση για τους φόρους και τις υπηρεσίες πτωτική.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η κύρια κατηγορία αγορών όσον αφορά τις δαπάνες είναι τα τρόφιμα και ποτά με ποσοστό 46% με αύξηση από 41% στην προηγούμενη μέτρηση. Η εστίαση, η οποία στην προηγούμενη μέτρηση βρισκόταν στη δεύτερη θέση, υποχωρεί από 12% σε 9% και τα εισιτήρια – ξενοδοχεία από 5% σε μόλις 1%.
Αντίθετα, αύξηση παρουσιάζουν τα ηλεκτρικά – ηλεκτρονικά είδη από 7% σε 12%, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες έχουν μικρές μεταβολές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκτιμώμενη μέση αξία δαπάνης ανά νοικοκυριό για λιανικές αγορές είναι αμετάβλητη σε σχέση με τον Οκτώβριο.
Η συνολική μέση αξία αγορών παρουσιάζει μείωση κατά 8%, από 420 ευρώ σε 388 ευρώ, αλλά αν δεν συνυπολογιστεί η αξία εστίασης και εισιτηρίων, τότε είναι αμετάβλητη στα 350 ευρώ. Στην πραγματικότητα δηλαδή καταγράφεται μια αναδιανομή της δαπάνης από το διαθέσιμο εισόδημα στις λιανικές αγορές. Αντίθετα όμως σημαντική μείωση καταγράφουν οι δαπάνες για διασκέδαση (εστίαση -32%, ψυχαγωγία -81%).
Τέλος, όσον αφορά τον μέσο αριθμό επισκέψεων για την πραγματοποίηση λιανικών αγορών ανά έτος, καταγράφεται μείωση στην πρόθεση επίσκεψης κατά 48%, από 19,2 αγοραστικά ταξίδια ανά μήνα κατά κεφαλήν σε μόλις 10,1. Τη μεγαλύτερη μείωση καταγράφει ο κλάδος της εστίασης, από 5,5 επισκέψεις σε 2,0, ενώ ο κλάδος των τροφίμων, παρά τη μεγάλη μείωση, από 9,9 επισκέψεις σε 5,4, παραμένει με διαφορά η πιο τακτική συνήθεια των καταναλωτών.
Η αναζωπύρωση της ανεργίας
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχονται τα τελευταία εφιαλτικά στοιχεία ανεργίας να επιβεβαιώσουν ουσιαστικά την έρευνα του ΣΕΛΠΕ. Σύμφωνα με τον ΟΑΕΔ, τον Ιούνιο ούτε λίγο ούτε πολύ διπλασιάστηκε ο αριθμός των ανέργων που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Δηλαδή το σύνολο των επιδοτούμενων ανέργων έφτασε τους 171.521 άτομα όταν τον Ιούνιο του 2019 ήταν 89.026 άτομα.
Και όπως είναι γνωστό, η ανεργία «χτυπάει» συνήθως τα πιο «αδύναμα» νοικοκυριά, δηλαδή αυτά που ήδη δυσκολεύονται ή και δανείζονται για να τα «βγάλουν πέρα» με τους μηνιαίους λογαριασμούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων, με κριτήριο την αναζήτηση εργασίας (αναζητούντων εργασία), για τον Ιούνιο 2020 ανήλθε σε 1.068.856 άτομα. Από αυτά, 536.144 (ποσοστό 50,16%) είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο του ΟΑΕΔ για χρονικό διάστημα ίσο ή και περισσότερο των 12 μηνών και 532.712 (ποσοστό 49,84%) είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο για χρονικό διάστημα μικρότερο των 12 μηνών.
Οι άνδρες ανέρχονται σε 391.401 (ποσοστό 36,62%) και οι γυναίκες ανέρχονται σε 677.455 (ποσοστό 63,38%). Το σύνολο των εγγεγραμμένων λοιπών (μη αναζητούντων εργασία), για τον Ιούνιο 2020, ανήλθε σε 57.317 άτομα. Οι άνδρες ανέρχονται σε 18.668 (ποσοστό 32,57%) και οι γυναίκες σε 38.649 (ποσοστό 67,43%).
Το σύνολο των επιδοτούμενων ανέργων, για τον Ιούνιο 2020 (αφορά τον αριθμό των δικαιούχων που πληρώθηκαν εντός του αντίστοιχου μήνα), ανέρχεται σε 171.521 άτομα, από τα οποία οι 133.423 (ποσοστό 77,79%) είναι κοινοί και λοιπές κατηγορίες επιδοτουμένων και οι 38.098 (ποσοστό 22,21%) είναι εποχικοί τουριστικών επαγγελμάτων. Οι άνδρες ανέρχονται σε 79.848 (ποσοστό 46,55%) και οι γυναίκες σε 91.673 (ποσοστό 53,45%).
Από το σύνολο των επιδοτούμενων ανέργων 122.712 (ποσοστό 71,54%) είναι κοινοί, 3.615 (ποσοστό 2,11%) είναι οικοδόμοι, 38.098 (ποσοστό 22,21%) είναι εποχικοί τουριστικών επαγγελμάτων, 6.230 (ποσοστό 3,63%) είναι εποχικοί λοιποί (αγροτικά), 334 (ποσοστό 0,19%) είναι εκπαιδευτικοί και 532 (ποσοστό 0,31%) είναι λοιποί.