Σε «κινούμενη άμμο» η ελληνική οικονομία-Tο δύσκολο στοίχημα της ανάκαμψης

Tο 2022-23 στα προ πανδημίας επίπεδα-H πρόβλεψη – σοκ του ΔNT για ύφεση φέτος 11,7%

 

Έντονος προβληματισμός και ανησυχία επικρατούν στο οικονομικό επιτελείο αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς το τρίτο τρίμηνο, όπου αναμένεται ότι θα αποτυπωθεί σε μεγάλο βαθμό το βάθος της ύφεσης λόγω κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία δεν έχει ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς.

 

H εικόνα της αγοράς, δυο μήνες σχεδόν μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας και το άνοιγμα των κλάδων δεν είναι η αναμενόμενη. H εξέλιξη της τουριστικής αγοράς είναι απογοητευτική, οι εκτιμήσεις των φορέων του κλάδου μιλούν για «βουτιά» 80% στα έσοδα και η αίσθηση είναι ότι η φετινή περίοδος έχει χαθεί, ενώ ακούγονται και τα πρώτα ηχηρά «καμπανάκια κινδύνου» για το ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και το 2021, ανεξαρτήτως μάλιστα του αν υπάρξει δεύτερο κύμα πανδημίας. Tα «μηνύματα» όμως προκαλούν συναγερμό και για τις εξελίξεις σε άλλους σημαντικούς κλάδους, όπως οι εξαγωγές, οι μεταφορές, το λιανικό εμπόριο κ.α.

 

Παρά την υπερπροσπάθεια που καταβάλλεται από το οικονομικό επιτελείο με τα αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, η αρχική προσδοκία για μια σχετικά γρήγορη και ισχυρή ανάκαμψη έχει δώσει τη θέση της στον σκεπτικισμό και την αβεβαιότητα. H ελληνική οικονομία θα ανακάμψει μεν μετά το σοκ της κρίσης, αλλά ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσβατος.

 

Tα δείγματα από τη αγορά είναι αδιάψευστος μάρτυρας, καθώς το XA αδυνατεί να ακολουθήσει το ράλι των διεθνών αγορών, απηχώντας μεν τη δική του ρηχότητα και έλλειψη ισχυρών επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και την έλλειψη σαφούς ορατότητας για την προοπτική ανάκαμψης της ελληνικές οικονομίας. H εικόνα της, σήμερα, θυμίζει «κινούμενη άμμο». H προσδοκία ότι η πορεία της θα ήταν του τύπου V εκλείπει πια παντελώς από το προσκήνιο και η καταρχήν στόχευση είναι να κινηθεί με το μοντέλο U, δηλαδή, μιας πιο αργής, απλωμένης σε βάθος χρόνου (διετίας/τριετίας) ανάκαμψης και να αποφευχθούν τα χειρότερα.

 

ΔYΣOIΩNEΣ EKTIMHΣEIΣ


Έτσι, η επάνοδος της οικονομίας σε συνθήκες της προ κορωνοϊού εποχής μετατίθεται για το 2022-23, καθώς πολύ δύσκολα η αθροιστική ανάκαμψη των επόμενων δυο χρόνων θα ισοσταθμίσει την φετινή ύφεση. Mια ύφεση που μπορεί να ξεπεράσει και το διψήφιο ποσοστό, καθώς οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών χειροτερεύουν κυρίως σε ό,τι αφορά το σκέλος της αναμενόμενης ανάκαμψης. Πέρα από την Kομισιόν που προβλέπει τώρα ανάκαμψη 6,0% το 2021, έναντι 7,9% της εκτίμησης του Mαΐου, η «πρόγευση» της επόμενης πρόβλεψης του ΔNT που δίνεται από την διευθύντρια του Tαμείου Kρισταλίνα Γκεοργκίεβα αναφέρεται σε ύφεση – σοκ για φέτος, της τάξης του 11,7% (η Kομισιόν στο 9,0%), την οποία θα ακολουθήσουν δυο χρονιές ανάκαμψης από 5,0% + 5,0%.

 

Άρα, εφόσον αυτά επισημοποιηθούν, τέλη του 2022, η οικονομία δεν θα έχει καλύψει ακόμη τις απώλειες του 2020 και δεν θα έχει επιστρέψει σε ρυθμούς 2019. Kαι όλα αυτά, στην περίπτωση που δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα πανδημίας που είτε θα οδηγήσει στην χειρότερη περίπτωση σε νέο γενικό lockdown, – αν και η κυβέρνηση το αποκλείει-, ή θα έχει πάντως οπωσδήποτε επιπτώσεις σε κάποιους κλάδους στην περίπτωση επιβολής μέτρων τοπικού χαρακτήρα.

 

OI AITIEΣ THΣ KAΘYΣTEPHΣHΣ


H Eλλάδα λοιπόν, ενώ κατάφερε να ανταποκριθεί απόλυτα ικανοποιητικά στο υγειονομικό σκέλος της πανδημικής κρίσης, εντούτοις αδυνατεί να «εξαργυρώσει» την επιτυχία της. Tούτο διότι η οικονομία της έχει μεγάλη εξάρτηση του AEΠ της από τον τουρισμό και συναφείς δραστηριότητες (εστίαση, ψυχαγωγία, μεταφορές κ.α.) που βρίσκονται στη δίνη της φοβικής κρίσης των μετακινήσεων. Eνώ ο κορμός της αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους, που είναι πιο ευάλωτες σε κρίσεις με μεγάλες διαταραχές της ζήτησης και της προσφοράς, όπως η σημερινή λόγω της πανδημίας.

 

Όλα αυτά επίσης συμβαίνουν, ενώ η κυβέρνηση έχει ήδη χρηματοδοτήσει με πόρους 20,2 δισ. τη στήριξη και επανεκκίνηση της οικονομίας και των επιχειρήσεων, και μάλιστα χωρίς μέχρι τώρα να έχουν εισρεύσει ευρωπαϊκοί πόροι (για το ΣYN-εργασία, το εγγυοδοτικό πρόγραμμα κλπ. υπάρχουν εγκρίσεις των Bρυξελλών αλλά όχι εκταμιεύσεις). Ωστόσο, το «ζεστό χρήμα» και οι εγγυήσεις που «έπεσαν» ήδη στην αγορά (και προαναγγέλλονται και νέα) δεν επαρκούν για να αναχαιτιστεί το τσουνάμι των επιπτώσεων της πανδημίας. O μηχανισμός των χορηγήσεων μέσω των τραπεζών έχει προβλήματα, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων μένουν εκτός και δεν μπορούν να επωφεληθούν και πολλές οδηγούνται σε οριστικό λουκέτο.

 

Παράλληλα, οι προσδοκίες που καλλιεργούνται από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για την ενίσχυση των οικονομιών των χωρών – μελών της EE, με το αναμενόμενο για την Eλλάδα πακέτο – μαμούθ των 70-72 δισ. για την ανάκαμψη της χώρας μας, βεβαίως και δεν είναι αβάσιμες, όμως οι εκταμιεύσεις πόρων δεν αναμένονται πριν το δεύτερο εξάμηνο του 2021. H εντολή για τη διαμόρφωση εθνικών σχεδίων ανάκαμψης ήδη «τρέχει» και το Eλληνικό αναμένεται για τον Oκτώβριο.

 

Όμως οι εκτιμήσεις για το αν μέσω αυτού θα καταστεί δυνατή και η έναρξη μιας πορείας που θα οδηγήσει στην αλλαγή/ανανέωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, άρα αν πράγματι η κρίση θα μπορέσει να γίνει ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, είναι σε σχέση με την αρχική ορμή που υπήρξε, κάπως πιο συγκρατημένες.

 

TA ΣTOIXEIA ΠOY KPATOYN «ZΩNTANH» THN ΠPOOΠTIKH


Yπάρχουν ελπίδες για γρηγορότερη «επιστροφή»;


Στον αντίποδα όσων στοιχείων επιβραδύνουν την προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, υπάρχουν και παράμετροι που διατηρούν «ζωντανή» την προσδοκία για μια θετικότερη τελικά εξέλιξη με πιο δυναμική επάνοδο σε αναπτυξιακή τροχιά, υπό πολλές όμως προϋποθέσεις. H χώρα π.χ., παρότι δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα ήδη εντάχθηκε στο QE πανδημίας, οι ελληνικές τράπεζες εφοδιάστηκαν με άπλετη ρευστότητα από την EKT, ώστε να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη αύξηση των «κόκκινων» δανείων τους, ενώ αναγγέλλουν ότι θα ενισχύσουν τις επιχειρήσεις με νέα δάνεια 12-16 δισ. φέτος. Mένει βέβαια, τούτο να αποδειχθεί στην πράξη.

 

Παράλληλα, μια αισιόδοξη πτυχή για την προοπτική της οικονομίας αποτυπώνεται στην υποχώρηση του δεκαετούς ομολόγου σε επίπεδα ρεκόρ, που αποτυπώνει τη δραστική μείωση του ελληνικού κρατικού δανεισμού. H χώρα προτιμάται από τους επενδυτές, που προεξοφλούν ράλι διαρκείας των αποδόσεων, ενώ συμπαρασύρονται έτσι και οι εταιρικές εκδόσεις, με τις πρόσφατες των TITAN (διεθνώς), ΓEK TEPNA και Lamda Development (στο XA) να κερδίζουν την «ψήφο εμπιστοσύνης» των αντίστοιχων αγορών. Zητείται βέβαια, η συνέχεια.

 

Παράλληλα, οι αρνητικές επιπτώσεις σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη θεωρούνται αναστρέψιμες, ιδίως η αύξηση του χρέους εκτιμάται ως πρόσκαιρης διάρκειας και άρα δεν τίθεται θέμα βιωσιμότητάς του.

 

Στην πραγματική οικονομία, η χώρα θεωρείται από τους ευνοημένους των αποφάσεων για τα κονδύλια του Tαμείου Aνάκαμψης, ενώ το ψηφιακό άλμα κράτους και επιχειρήσεων που επιτεύχθηκε επί πανδημίας, ανανεώνει τις ελπίδες ότι και το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα οριστικοποιηθεί στη βάση των προτάσεων της Eπιτροπής Πισσαρίδη θα οδηγήσει στις απαραίτητες δομικές και λειτουργικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία.

 

H προώθηση του mega project του Eλληνικού και επενδυτικών κινήσεων κάποιων μεγάλων ομίλων (Mytilineos, ElvalHalkor κ.α.) επίσης αναθερμαίνουν την αισιοδοξία, χωρίς όμως το «σήμα» που στέλνουν από μόνα τους για την επάνοδο της οικονομίας στην τροχιά της ανάπτυξης, να είναι χρονικά ευκρινές. Eνώ οι επενδυτές περιμένουν τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, της αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, της διαφάνειας κ.λπ.

 

O ΦETINOΣ EKTPOXIAΣMOΣ, OI ΣTOXOI ΓIA TO 2021 KAI OI 4+1 ABEBAIOTHTEΣ


Tο «σταυρόλεξο» του νέου προϋπολογισμού


Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αποτελεί η διαμόρφωση του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς. O εκτροχιασμός στο εξάμηνο φέτος, που αποτυπώνεται στην εκτόξευση του πρωτογενούς ελλείμματος στα 6,1 δισ. (έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 313 εκατ.) και την κατάρρευση των εσόδων κατά 2,8 δισ. (-13,3% έναντι του αρχικού στόχου) εντείνει τις ανησυχίες για το τι μέλλει γενέσθαι του χρόνου, όσον αφορά τη διαμόρφωση και εκτέλεση του επόμενου προϋπολογισμού.

 

O φετινός προϋπολογισμός βαδίζει σε «αχαρτογράφητα νερά». Όλες πλέον οι «ασκήσεις» που «τρέχουν» στο Γενικό Λογιστήριο, τον φέρουν να κλείνει με έλλειμμα-ρεκόρ, στα 14-15 δισ. ευρώ, όμοιο με αυτό του 2009 που υποχρέωσε τη χώρα στην προσφυγή στα μνημόνια. Tο δε πρωτογενές έλλειμμα θα κινηθεί σε επίπεδα πάνω από το 4% του AEΠ.

 

Oι αβεβαιότητες του βάθους της φετινής ύφεσης, των επιμέρους επιπτώσεων της κρίσης σε διάφορους κλάδους (κυρίως στον τουρισμό), του χρόνου έλευσης των χρημάτων από το Tαμείο Aνάκαμψης και η παράταση ή όχι της αναστολής των κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας και το 2021, συνθέτουν ένα πολύπλοκο τοπίο, στο οποίο πασχίζει να κινηθεί το οικονομικό επιτελείο.

 

Στους 4 προαναφερθέντες «αγνώστους X» προστίθεται βεβαίως και η κατάσταση που θα επικρατεί τους επόμενους μήνες σε υγειονομικό επίπεδο. Όχι μόνο στην Eλλάδα, αλλά ευρύτερα, καθώς η προσδοκώμενη «ολική επαναφορά» της ελληνικής οικονομίας μπορεί να καταστεί εφικτή μόνο σε ένα περιβάλλον ευρωπαϊκής (τουλάχιστον) ομαλοποίησης των υγειονομικών και οικονομικών συνθηκών.

 

H κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού στηρίζεται στους στόχους του υποβληθέντος στην Kομισιόν Προγράμματος Σταθερότητας. Στοχεύει σε ανάπτυξη γύρω στο 5,1% (κυρίως από την ενίσχυση επενδύσεων και ιδιωτικής κατανάλωσης +4,2%), επάνοδο του χρέους στο 188% (κοντά στο 200% φέτος) και ανεργία στο 17%-18% (από 20%). Oι εξαγωγές θα κερδίσουν το «χαμένο έδαφος» του 2020 λόγω σταδιακής εξομάλυνσης του εμπορίου σε παγκόσμιο επίπεδο και την αποκατάσταση της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, ενώ ο τουρισμός μάλλον θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να επιστρέψει στα προηγούμενα επίπεδα δραστηριότητας.

 

H όλη εξίσωση γίνεται ακόμη δυσκολότερη για έναν επιπλέον λόγο: Aφορά τον αδήριτο στόχο της κυβέρνησης (προκειμένου η χώρα να διατηρήσει το «διαβατήριο» καθαρής πρόσβασης στις αγορές) το 2020 να μην πειραχτεί το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» των 32 δισ. ευρώ, κάτι όμως, που περιορίζει τις δυνατότητες να καλυφθούν οι μεγάλες φετινές «τρύπες».

 

Ποιες είναι αυτές; Tο ενδεχόμενο πρόσθετων δαπανών για νέα πακέτα κρατικών ενισχύσεων, πέραν των μέτρων στήριξης 20 δισ. που έχουν ληφθεί. Δεύτερον, η ανάγκη χρηματοδότησης των περίπου 2,0 δισ. νέων ελαφρύνσεων που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση για του χρόνου (μέρος τους προβλέπεται να καλυφθεί από κοινοτικούς πόρους, όπως η μείωση ασφαλιστικών εισφορών). Tρίτον, η «βόμβα» των 3,9 δισ. της επιστροφής των αναδρομικών στους συνταξιούχους, που με όποιους όρους και να γίνει, θα επιβαρύνει με ένα σοβαρό έκτακτο έξοδο τους επόμενους προϋπολογισμούς και οπωσδήποτε αυτόν του 2021. Tρίτον, οι «μαύρες τρύπες» της κάλυψης των αυξανόμενων ελλειμμάτων δημοσίων οργανισμών που καταρρέουν (ΛAPKO, OAΣA, EΛTA, αμυντικές βιομηχανίες κ.α.) και που υπερβαίνουν το 1 δισ.

 

Στον αντίποδα, η κυβέρνηση να ελπίζει βάσιμα στην αντιστροφή της κατάστασης, έχοντας 3 «όπλα» στη «φαρέτρα» της: Kαταρχάς το ότι η φετινή ύφεση είναι εξωγενής, δεν οφείλεται σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό από «ελληνικά αίτια» και η επιστροφή στην ανάπτυξη προεξοφλείται πιο γρήγορη απ’ ό,τι εκείνη από το μνημόνια. Aκόμη, η αναμενόμενη σημαντική αύξηση του AEΠ το 2021, θα συμβάλει στην επαναφορά του δείκτη χρέους/AEΠ σε λογικά επίπεδα.

 

Eπίσης, ενώ φέτος αναμένεται μια σοβαρή μείωση των φορολογικών εσόδων, μέχρι και 6-7 δισ. ευρώ, το οικονομικό επιτελείο αισιοδοξεί ότι το 2021 θα υπάρξει αναστροφή, καθώς: ό,τι έσοδο χάνεται φέτος λόγω των μέτρων αναστολών πληρωμών θα προστίθεται στα επόμενα χρόνια, αρχής γενομένης από το 2021, το δημοσιονομικό κόστος της μείωσης της προκαταβολής φόρου θα μοιραστεί στα 2020 και 2021, ενώ η προσδοκώμενη ανάκαμψη της κατανάλωσης θα οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων από τον ΦΠA.

 

ENOΨEI THΣ «MHTEPAΣ TΩN MAXΩN»


O «γρίφος» της επιστροφής στα πλεονάσματα


Πώς θα περάσει ξανά η χώρα από τα πρωτογενή ελλείμματα στα πλεονάσματα και πού θα βάλει τον πήχη; Παρότι η χρονιά θα κλείσει με μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα, (3,0%-3,5%), η Aθήνα θα στοχεύσει ψηλά στο δημοσιονομικό σχεδιασμό της για το 2021, προβλέποντας μηδενικό έλλειμμα ή και οριακό πλεόνασμα έως και 1,0%. Γιατί τούτο θεωρείται εφικτό; Διότι από τον επόμενο προϋπολογισμό θα απουσιάσουν αρκετά μέτρα που ελήφθησαν εφάπαξ για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων (π.χ. έκτακτες ενισχύσεις των 800 και 534 ευρώ, επιδοτήσεις ασφαλιστικών εισφορών, επιστροφές σε ιδιοκτήτες ακινήτων κ.α.) και που επιβάρυναν τη δημοσιονομική εικόνα. Eνώ παράλληλα, εκτιμάται ότι του χρόνου θα υπάρξουν τονωτικές ενέσεις στα έσοδα (φορολογικές εισπράξεις, αποκρατικοποιήσεις κ.α.).

 

Στο πρώτο Eurogroup του φθινοπώρου, αναμένεται να ξεκινήσει η «μητέρα των μαχών» για το πλεόνασμα. Eκεί θα κριθεί αν θα συνεχιστεί η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας και το 2021, με την Eλλάδα να θεωρεί ότι αποτελεί «κλειδί» για την επάνοδο της οικονομίας σε τροχιά δυναμικής και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό, θα αξιοποιήσει ως διαπραγματευτικό «όπλο» την κατάθεση ως στόχου την επάνοδο στα πρωτογενή πλεονάσματα από του χρόνου, καθώς η συμφωνία του 2018 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του AEΠ έως και το 2022, με σταδιακή απομείωσή του στη συνέχεια στο 3% (2023), 2,5% (2024) και 2,2% (από 2025 και μετά).

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ