Τι εισηγείται η Επιτροπή Πισσαρίδη
Νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με δομικά χαρακτηριστικά και ανατροπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, βρίσκεται προ των πυλών. Στο προσχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που επεξεργάστηκε η επιτροπή υπό τον καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη, και η οποία αναμένεται να δοθεί αύριο στη δημοσιότητα προκειμένου να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στη δομή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, προτείνεται η ενίσχυση της αναλογικότητας του πρώτου, δημόσιου, διανεμητικού πυλώνα ασφάλισης, η μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα στις επικουρικές συντάξεις, καθώς και η ενίσχυση του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα ασφάλισης.
Αμεση εφαρμογή
Ειδικά για τη μετατροπή των επικουρικών συντάξεων σε πλήρως κεφαλαιοποιητικές, βάσει της πρότασης, η εφαρμογή του νέου αυτού συστήματος σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, θα είναι άμεση για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας, ενώ εθελοντικά θα μπορούν να εντάσσονται στο νέο σύστημα και όσοι εργαζόμενοι το επιθυμούν.
Παράλληλα, συστήνεται η θεσμοθέτηση ενός ξεκάθαρου πλαισίου εποπτείας για τα ασφαλιστικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένου και ενός δημόσιου ταμείου.
Στον τομέα των κύριων συντάξεων, η επιτροπή που λειτούργησε υπό την εποπτεία του καθηγητή Χριστόφορου Πισσαρίδη προτείνει περαιτέρω αύξηση της αναλογικότητας των κύριων συντάξεων. Η διαμόρφωση μιας αναλογικότερης σχέσης ανάμεσα στις παροχές και στις εισφορές αποτελεί ζητούμενο σε κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Πρόσφατα, ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης με τον νόμο 4670/2020 αύξησε την ανταποδοτικότητα των συντάξεων για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Η επιτροπή Πισσαρίδη ζητεί μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα, προκειμένου να δοθεί ένα ισχυρό κίνητρο στους ασφαλισμένους να συνταξιοδοτηθούν, αφού έχουν παραμείνει στην ενεργό δράση πάνω από 35 έτη. Στο πεδίο της επικουρικής ασφάλισης, η επιτροπή φαίνεται πως επαναφέρει στο προσκήνιο της συζήτησης την πρόταση του τέως υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης και νυν υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου Νότη Μηταράκη για μετατροπή του σημερινού συστήματος, που λειτουργεί με νοητή κεφαλαιοποίηση, σε ένα σύστημα πλήρως κεφαλαιοποιημένο, όπου οι εισφορές κάθε εργαζομένου θα διατηρούνται σε έναν ατομικό λογαριασμό, ο οποίος θα ανήκει στον ασφαλισμένο και μέσω των επενδύσεων θα αυξάνεται, εξασφαλίζοντας στον εργαζόμενο, όταν φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, σημαντικές αποδόσεις.
Το πόρισμα της επιτροπής Μηταράκη, που τέθηκε στο συρτάρι από τον υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση, αμέσως μετά την αποχώρηση του πρώτου από το υπουργείο, προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι το σωρευτικό κόστος της πλήρους μετάβασης στο νέο επικουρικό σύστημα δεν θα ξεπερνούσε το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ, επομένως θα ήταν οικονομικά βιώσιμο.
Επιπλέον, εκτιμούσε ότι με την πλήρη μετάβαση στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα δημιουργηθούν στην ελληνική αγορά κεφάλαια, που ενδέχεται να ξεπεράσουν και τα 50 δισ. ευρώ, δίνοντας μια πρόσθετη ανάσα στην ελληνική οικονομία. Βέβαια στο ενδιάμεσο, το κόστος μετάβασης θα είναι μεγάλο. Τόσο, που κάνει τους βασικούς επικριτές της πρότασης να μιλούν για «μη εφαρμόσιμη λύση».
Μεταξύ άλλων προέβλεπε την υποχρεωτική υπαγωγή όλων των νεοεισερχόμενων και πρωτο-ασφαλισμένων στην αγορά εργασίας, από την 1η Ιανουαρίου 2021 και μετά, στο νέο κλάδο κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, με εισφορές 6,5% επί του εισοδήματος των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και δυνατότητα συνταξιοδότησης μεταξύ 62ου και 70ού έτους ηλικίας.
Ως προς τα είδη των συνταξιοδοτικών παροχών, αυτές μπορούν να διαχωριστούν σε συντάξεις γήρατος (με μεταβίβαση δικαιώματος στα δικαιοδόχα μέλη), συντάξεις αναπηρίας και συντάξεις χηρείας για τον ενεργό ασφαλισμένο. Μέρος του σωρευμένου ποσού (ενδεικτικά μέχρι ποσοστού 25%) θα μπορεί να εισπράττεται –με τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος– ως προκαταβολή.
Ο ασφαλισμένος θα επιλέγει ανάμεσα σε τρία επενδυτικά πακέτα, διαφοροποιημένου επενδυτικού κινδύνου, θα μπορεί όμως να αλλάζει τις επενδυτικές του επιλογές ανά προβλεπόμενα χρονικά όρια και μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών. Μετά την είσπραξη των εισφορών, το νέο επικουρικό ταμείο θα τις κατανέμει σε ατομικούς κεφαλαιοποιητικούς λογαριασμούς του κάθε ασφαλισμένου.
Τα κεφάλαια θα επενδύονται από διαχειριστές επενδύσεων (ΑΕΔΑΚ – ΦΚΑ) κατ’ εντολήν και για λογαριασμό του ΕΤΕΑΕΠ, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης.
Ενίσχυση
Στο προσχέδιο της έκθεσης Πισσαρίδη προβλέπεται, επίσης, ενίσχυση του δεύτερου και τρίτου πυλώνα ασφάλισης. Στην πράξη, ο δεύτερος πυλώνας, τα επαγγελματικά ταμεία αλλά και ο τρίτος, τα ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια, θα παραμείνουν σε εθελοντική βάση, όπως ισχύει και σήμερα, όμως εξετάζεται η εισαγωγή σημαντικών φορολογικών κινήτρων, προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά. Στην πράξη, αναζητούνται κίνητρα προκειμένου οι εργαζόμενοι να επενδύουν ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους, ώστε με το τέλος του εργασιακού τους βίου να έχουν εξασφαλίσει ένα επιπλέον εισόδημα.
Περιορίζεται το μη μισθολογικό κόστος
Σχέδιο δραστικού περιορισμού του μη μισθολογικού κόστους, μέσω της μείωσης του ανώτατου ασφαλιστέου μισθού αλλά και της θεσμοθέτησης ενιαίου ασφαλίστρου υγείας, επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Η μείωση του βάρους των ασφαλιστικών εισφορών προς τις επιχειρήσεις καταλαμβάνει κεντρική θέση στην κυβερνητική ατζέντα.
Μάλιστα, αρχικά σχεδιαζόταν μια νέα περικοπή των ασφαλιστικών εισφορών κατά περίπου 1,2 ποσοστιαία μονάδα εντός του 2020, εκτός της μείωσης που έγινε τον περασμένο Ιούνιο κατά 0,9 ποσοστιαία μονάδα, με αποτέλεσμα την ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους κατά 2,21 μονάδες, αλλά οι συνέπειες του κορωνοϊού στα έσοδα του e-ΕΦΚΑ καθιστούν απαγορευτική μια ανάλογη παρέμβαση αυτή τη στιγμή. Ετσι, ο όποιος σχεδιασμός μετατίθεται για το 2021.
Στο προσχέδιο της έκθεσης της επιτροπής Πισσαρίδη, στο κεφάλαιο «Ασφαλιστικό σύστημα: Κίνητρα για εργασία και αποταμίευση νοικοκυριών», προτείνεται, μεταξύ άλλων, η μείωση ασφαλιστικών εισφορών μέσω της θεσμοθέτησης ενιαίων εισφορών υγείας, ίδιου ύψους για όλους, ανεξάρτητα από το εισόδημα, καθώς και ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
Να σημειωθεί ότι στο αρχικό σχέδιο του υπουργείου Εργασίας η σωρευτική μείωση των εισφορών για το 2021 θα ήταν της τάξεως της 1,99 ποσοστιαίας μονάδας, 1,01 για τους εργοδότες και 0,98 για τους εργαζομένους. Σωρευτικά το κόστος για το ασφαλιστικό είχε εκτιμηθεί σε 565 εκατ. ευρώ, ήτοι 0,27% του ΑΕΠ. Το 2022 η μείωση θα ήταν 3,60 π.μ. σωρευτικά (1,57 για τους εργοδότες και 2,03 για τους εργαζομένους) με κόστος 978 εκατ. ευρώ ή 0,46% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 η σωρευτική μείωση θα ολοκληρωνόταν στις 5 μονάδες, 2,38 για τους εργοδότες και 2,62 για τους εργαζομένους με σωρευτικό κόστος 1,352 δισ. ευρώ (0,61% του ΑΕΠ).
Να υπενθυμίσουμε ότι η παρέμβαση στις εισφορές υγείας για 2 εκατ. μισθωτούς είχε συζητηθεί αρχικά όταν «κλείδωσαν» οι νέες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών, οι οποίες προβλέπουν παρακράτηση σταθερού ποσού υπέρ υγείας. Ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης είχε αφήσει τότε ανοιχτό το ενδεχόμενο, για λόγους ισονομίας, να εφαρμοστεί το ίδιο μοντέλο και για τους μισθωτούς.