Ασφαλιστικό και μεταρρυθμίσεις στο στόχαστρο των αλλαγών

Παρεμβάσεις που θα ενταχθούν στο εθνικό πλάνο για το Ταμείο Ανάκαμψης

 

Με αφετηρία τη φοροελάφρυνση της μισθωτής εργασίας και τη μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό, το οικονομικό επιτελείο ζεσταίνει τις μηχανές προκειμένου να επαναφέρει τον σχεδιασμό για περιορισμό του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους.

 

Αρμόδιες πηγές μεταφέρουν πως, εκτός των ανακοινώσεων για το φοροπακέτο, στα σχέδια της κυβέρνησης είναι να εντάξει τις εξεταζόμενες μεταρρυθμίσεις για τον δεύτερο πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος στο υπό κατάθεση εθνικό πλάνο, για το Ταμείο Ανάκαμψης, τον Οκτώβριο.

 

Πολύ ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα είναι οι παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό, με τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με πληροφορίες, να εντάσσονται στο συνολικό εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο το οποίο θα κατατεθεί προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

Στις προτάσεις της Επιτροπής οικονομολόγων, υπό τον νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη, στις οποίες θα βασιστούν οι προτάσεις της Αθήνας – για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης – σκιαγραφούνται οι προθέσεις της κυβέρνησης αναφορικά με τις αλλαγές στον δεύτερο πυλώνα και στη δημιουργία κεφαλαιοποιητικών πυλώνων, ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων και ένα μέρος της να καλυφθεί από συσσωρευμένη αποταμίευση, δρώντας συμπληρωματικά με τον κύριο.

 

Σύμφωνα με την Εκθεση Πισσαρίδη, συμπληρωματικά προς την παραπάνω κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα σημαντική η λειτουργία ενός δημόσιου ασφαλιστικού ταμείου στον δεύτερο πυλώνα, με κεφαλαιοποίηση.

 

Υπολογίζεται ότι μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά δημιουργεί νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και 99 δισ. ευρώ σε 40 χρόνια.

 

Η Εκθεση υπολογίζει ότι η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι οδηγεί σε υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά 6,9 δισ. ευρώ και 81.000 περισσότερες θέσεις εργασίας (ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 40 χρόνια. H συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλό ποσοστό, στο 16,5% του ΑΕΠ (13,2% στην ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, παρά τις διαδοχικές περικοπές από το 2010.

 

Υψηλό είναι και το ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη συντάξεων σε ύψος 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη), το ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο).

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου το 5% των πληρωμών ασφαλισμένων για συντάξιμες εισφορές είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, ενώ αντίστοιχα το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι κοντά στο 1% του ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με 50% για τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ. Το σημερινό ύψος των υποχρεωτικών εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα (26,5%) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ