Στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ερμηνεία των οικονομικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού και το μέλλον της Ένωσης.
Οπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο εκπρόσωπος της καγκελαρίου Μέρκελ, Στέφεν Ζάιμπερτ, εξέφρασε χθες αντίθετη άποψη από εκείνη του ομοσπονδιακού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς ο οποίος υποστήριξε ότι ο κοινός δανεισμός της ΕΕ για το Ταμείο Ανάκαμψης, ο οποίος συμφωνήθηκε προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κρίση του κορωνοϊού, δεν είναι εφήμερος και ότι δεν σχετίζεται μόνο με αυτή την κρίση.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτρέψει την ανάληψη κοινού ευρωπαϊκού χρέους είναι η απάντηση σε μια «προσωρινή ακραία κρίση, σαφώς περιορισμένη ως προς τον χρόνο, το ύψος και το εύρος, και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Πρόκειται για ένα προσωρινό μέτρο», δήλωσε ο Ζάιμπερτ από το Βερολίνο.
Κριτική στον Σολτς ασκήθηκε επίσης και από την κοινοβουλευτική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών.
Ο υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) για την καγκελαρία είπε συγκεκριμένα σε κυριακάτικη συνέντευξή του : «Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα πραγματικό βήμα προς τα εμπρός για τη Γερμανία και την Ευρώπη που δεν μπορεί να απεμποληθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει κοινά χρέη για πρώτη φορά, τα χρησιμοποιεί στοχευμένα για να αντιμετωπίσει την κρίση του κορωνοϊού και δεσμεύεται ταυτόχρονα να αρχίσει να τα αποπληρώνει σύντομα. Αυτά όλα αποτελούν βαθιές αλλαγές, ίσως τις μεγαλύτερες αλλαγές μετά την εισαγωγή του ευρώ».
Πρόκειται για διαφορετική ερμηνεία των αποφάσεων της συνόδου κορυφής της ΕΕ τόσο στην Ευρώπη όσο και εντός του συνασπισμού στο Βερολίνο. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τονίζει επίσης ότι έχει επιτευχθεί τώρα η εισαγωγή της ανάληψης κοινού χρέους στην ΕΕ. Ο Σολτς ακολουθεί τώρα αυτή τη γαλλική ερμηνεία. Η καγκελάριος Μέρκελ, από την άλλη πλευρά, τόνισε την εφάπαξ συμφωνία για κοινό δανεισμό.
Πριν από λίγες εβδομάδες, η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί για πρώτη φορά να αναλάβει κοινά ευρωπαϊκά χρέη στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα οποία θα εξοφληθούν έως το 2058.