Tο πρώτο επτάμηνο του τρέχοντος έτους σημειώθηκε έλλειμμα ύψους 4,4% ως ποσοστό στο ΑΕΠ του 2019, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού, έναντι στόχου για πλεόνασμα 0,6%, όπως προβλεπόταν στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020.
Σημειώνεται ότι το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι είχε καταγραφεί πλεόνασμα 0,9% του ΑΕΠ 2019.
Η εξέλιξη αυτή, σημειώνει η Alpha Bank, οφείλεται κυρίως στο πακέτο μέτρων στήριξης της ελληνικής οικονομίας που έθεσε σε εφαρμογή η κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την αύξηση των δαπανών, αφετέρου, τη μείωση των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους ήταν μειωμένα το πρώτο επτάμηνο, σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού, κατά 13,6% συνολικά, ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες, εξαιρουμένων δηλαδή των εξόδων για τόκους που αφορούν στην αποπληρωμή του χρέους, υπερέβησαν κατά 16,3% τις προϋπολογισθείσες.
Πιο αναλυτικά, οι κύριες αιτίες απόκλισης του πρωτογενούς αποτελέσματος του Κρατικού Προϋπολογισμού, από τον στόχο του Προϋπολογισμού 2020, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020, ήταν:
οι αυξημένες δαπάνες στην κατηγορία των μεταβιβάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την αποζημίωση ειδικού σκοπού που καταβλήθηκε σε μισθωτούς και επιστήμονες και το σχήμα της επιστρεπτέας προκαταβολής, οι αυξημένες εκροές του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, από τον οποίο χρηματοδοτήθηκαν η αποζημίωση ειδικού σκοπού προς αυτοαπασχολούμενους και επιχειρήσεις, η επιδότηση των τόκων ενήμερων δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η σύσταση του ταμείου εγγυοδοσίας επιχειρήσεων, λόγω της πανδημίας της Covid-19, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Επιπλέον, αναμένεται να ενεργοποιηθούν το φθινόπωρο τα επιπρόσθετα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, τα οποία ανακοινώθηκαν στις αρχές Ιουλίου και αφορούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, συνολικού ύψους 3,5 δισ.Αυτά περιλαμβάνουν τον τρίτο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής, την επέκταση προγραμμάτων στήριξης εργαζομένων (π.χ. «Συν-Εργασία»), τη μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα κ.λπ.
Επιπροσθέτως, εκτιμάται ότι εντός του Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση θα ανακοινώσει νέο πακέτο μέτρων στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενώ αναμένεται να ξεκινήσει η καταβολή αναδρομικών συντάξεων, σε συνέχεια σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας από τα μέσα Ιουλίου (1,4 δισ.). Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί περαιτέρω, με το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης να εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5% το 2020 (ως ποσοστό του ΑΕΠ της περασμένης χρονιάς). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την Ελλάδα (OECD Economic Surveys Greece, July 2020), σε περίπτωση δεύτερης έξαρσης της πανδημίας εντός του 2020, το πρωτογενές έλλειμμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 5,9%. Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί, επιπλέον, από το ποσό των κοινοτικών κονδυλίων που θα απορροφηθούν εντός του τρέχοντος έτους.
Η αντιμετώπιση του αρνητικού οικονομικού αντίκτυπου από την έξαρση της πανδημίας Covid-19 και των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν, για την περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας στον πληθυσμό, ώθησαν τις κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών κρατών να ασκήσουν έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση και τις επενδύσεις, αντισταθμίζοντας, εν μέρει, τις δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Η ταχεία δημοσιονομική παρέμβαση ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι, τα ονομαστικά επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφήνοντας περιορισμένο χώρο για την άσκηση αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την σχετική βιβλιογραφία [Christiano et al. (2011), Woodford (2011), Auerbach and Gorodnichenko (2012, 2013), Farhi and Werning (2016), IMF Fiscal Monitor (2020)] , η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, οδηγεί σε υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, καθιστώντας αποτελεσματικότερες τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις και ενισχύοντας πολλαπλασιαστικά την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Εντούτοις, η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσει στη δημιουργία (υψηλότερων) ελλειμμάτων, των προϋπολογισμών των κρατών της Ε.Ε. και σε αύξηση των λόγων χρέους προς ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Απρίλιος 2020), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. αναμένεται να αυξηθεί το 2020, απόρροια των δημοσιονομικών ελλειμμάτων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της, καθώς και της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ πριν την έξαρση της πανδημίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε σταθερούς ή/και μειούμενους λόγους χρέους προς ΑΕΠ για το 2020. Στην κατεύθυνση αυτή το Eurogroup του Μαρτίου 2020 προσέφερε πλήρη ευελιξία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες για την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων του COVID-19. Ειδικότερα, για την Ελλάδα, ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα τεθεί σε ισχύ το 2020, ενώ οι δαπάνες για τη συγκράτηση της εξάπλωσης της πανδημίας και την υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, θα εξαιρεθούν από το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, χώρες που παρουσιάζουν υψηλούς λόγους χρέους προς ΑΕΠ, ή/και αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αναμένεται να έχουν λιγότερο δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε το 2019 στο 176,6%, παραμένοντας το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, ενώ για το 2020 προβλέπεται πως θα ανέλθει σε 196,4% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από τον αναμενόμενο λόγο χρέους προς ΑΕΠ για το 2020, πριν την έξαρση της πανδημίας (169,3% του ΑΕΠ).
Εντούτοις, παρά τον υψηλό λόγο χρέους στο 2019 και την πρόβλεψη για αύξηση του το 2020, το προφίλ του ελληνικού δημοσίου χρέους παραμένει ευνοϊκό, λαμβάνοντας υπόψιν πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου για τα επόμενα δύο έτη παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (χαμηλότερα του ορίου του 15% του ΑΕΠ), προσεγγίζοντας τα €18 δισ. ή 9,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και την μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους (μέση σταθμική διάρκεια του χρέους: 20,2 έτη). Επομένως, διαφαίνεται πως ο συνδυασμός ενός ευνοϊκού προφίλ χρέους με χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο: 1,93%, Ιούνιος 2019-20), δύναται να επιτρέψει την άσκηση λελογισμένης αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες προβλέπουν μείωση του χρέους από το 2021.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, οι αυξημένες δαπάνες, σε συνδυασμό με τα μειωμένα έσοδα – τα οποία οφείλονται στην αναβολή φορολογικών υποχρεώσεων που ίσχυσε στο πλαίσιο του πακέτου μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, στην χρονική παράταση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του έτους, αλλά και στην πτώση του τουρισμού και των εξαγωγών – αναμένεται να έχουν ως αποτέλεσμα το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης να σημειώσει έλλειμμα φέτος, έπειτα από τέσσερα έτη διαδοχικών πλεονασμάτων. Ως εκ τούτου και λόγω της αναμενόμενης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας, αναμένεται να ανακοπεί και η πτωτική πορεία του Δημοσίου Χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ.