Ο Κώστας Καραντινινής αναλύει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή, εξετάζοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017.
Η πανδημία της Covid-19 είχε άμεσες, παράπλευρες, βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύστημα αγροδιατροφής, τοπικά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάποιες από τις επιπτώσεις τις πανδημίας στην αγροδιατροφή μπορεί να μείνουν μαζί μας για πολύ μεγάλο διάστημα –ίσως και για πάντα. Η πανδημία ενίσχυσε την αντίληψή μας για τον σημαντικό ρόλο της παραγωγής και διανομής τροφίμων στο περιβάλλον, στο κλίμα και στην οικονομική ανάπτυξη και συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Όπως κάθε κρίση, μαζί με την καταστροφή, η πανδημία δίνει μια ευκαιρία για την ελληνική γεωργία και διατροφή. Θα ήταν χρήσιμο, αυτή την φορά, αυτή η κρίση να μην αφεθεί να πάει χαμένη.
Δύο ήταν οι μεγάλοι επικείμενοι κίνδυνοι που εκφράστηκαν όταν ξέσπασε η πανδημία Covid-19: η ασφάλεια τροφίμων και η επισιτιστική επάρκεια. Τα περιοριστικά μέτρα που έλαβαν οι περισσότερες κυβερνήσεις του πλανήτη δημιούργησαν εμπλοκές και καθυστερήσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων, στις μεταφορές και στη μετακίνηση εργατικού προσωπικού. Σε σημαντικό βαθμό επηρεάστηκε και θα συνεχίσει να αλλάζει η δομή της ζήτησης, ενώ δεν επηρεάστηκε παρά ελάχιστα η συνολική προσφορά των τροφίμων. Σε πολλά κέντρα αποφάσεων πολιτικής η σφραγίδα της πανδημίας στην αγροτική πολιτική ίσως μείνει ανεξίτηλη, κυρίως επειδή επιβεβαίωσε την επιλογή προς την αειφόρο ανάπτυξη. Μια τέτοια πολιτική είναι και η στρατηγική “Απ’ το Αγρόκτημα στο Πιάτο” (ΑΑΣΠ) της Ε.Ε.. Κατά πόσο όλα αυτά θα επηρεάσουν την παραγωγή και διανομή τροφίμων και το αγροτικό εισόδημα, είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε με ακρίβεια ακόμη.
Καθώς η πανδημία είναι πάρα πολύ πρόσφατη και τα οικονομικά στοιχεία ελάχιστα, επιχειρούμε μια ανάλυση των επιπτώσεων της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή, εξετάζοντας πώς εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017. Παρά το ότι οι δύο κρίσεις δεν είναι κατ’ αρχήν όμοιες, είναι και οι δυο εξωγενείς και επηρέασαν κατά ένα μεγάλο βαθμό το εισόδημα και άρα τη ζήτηση. Έτσι τα μαθήματα από την οικονομική κρίση μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως διδάγματα για την τρέχουσα κρίση της πανδημίας η οποία, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει περάσει ακόμη.
Ασφάλεια και εξασφάλιση τροφίμων
Η πανδημία λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για να ξανακοιτάξουμε με προσοχή τον τρόπο που παράγονται, μεταποιούνται και καταναλώνονται τα τρόφιμα παγκοσμίως. Πώς αυτές οι μέθοδοι και τα συστήματα παραγωγής επιβαρύνουν το περιβάλλον, αλλάζουν το κλίμα ενώ ταυτόχρονα φτάνουν καθημερινά και μπαίνουν στο σπίτι, στο πιάτο και στο σώμα κάθε κατοίκου του πλανήτη. Ή μάλλον, πιο σωστά, σχεδόν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ανθρώπου, διότι 690 εκατομμύρια άνθρωποι (8,9% του παγκόσμιου πληθυσμού) πηγαίνουν να κοιμηθούν νηστικοί κάθε βράδυ, 9 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα και το ένα τρίτο από αυτούς τους θανάτους είναι θάνατοι παιδιών. Η γεωργία και οι γεωργοί κατάφεραν μέσα στις 10 χιλιετίες που υπάρχει αγροτική παραγωγή να παράγουν αρκετά τρόφιμα για να θρέψουν τον πλανήτη. Το σύστημα αγροδιατροφής και το ευρύτερο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όμως, δεν καταφέρνει πάντα να διανέμει την παραγόμενη τροφή σε όσους την έχουν ανάγκη, ενώ ένα τρίτο της παραγωγής τροφίμων χάνεται σε κάποιο στάδιο από το χωράφι έως το πιάτο. Ταυτόχρονα η γεωργία είναι υπεύθυνη για την έκλυση του 10% των αερίων του θερμοκηπίου και σε μεγάλο βαθμό για την επιβάρυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων με νιτρικά και άλλες βλαβερές για τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά ουσίες. Η πανδημία μας ώθησε να ξανακοιτάξουμε τον ρόλο της γεωργίας, το πόσο απαραίτητη είναι για τη ζωή στον πλανήτη και πώς μπορεί να συνεχίσει να είναι, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να βελτιώσει το περιβάλλον, το κλίμα και να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη.
Το σύστημα διατροφής είναι πιθανόν συνυπεύθυνο για την εμφάνιση της Covid-19, οπότε μια αναμόρφωση του είναι μέρος της λύσης. Παρότι όλοι συγκλίνουν στο ότι η αφετηρία της εξάπλωσης του κορωνοϊού που προκάλεσε την πανδημία Covid-19, ήταν μια “υγρή” αγορά τροφίμων στην Κίνα, οι υπεύθυνες αρχές (Π.Ο.Υ., E.F.S.A.) γρήγορα καθησύχασαν τους αρμόδιους εθνικούς φορείς και τους πολίτες, ότι δεν υπάρχει θέμα μετάδοσης του ιού μέσω της κατανάλωσης τροφής. Παραμένει όμως ζητούμενο κατά πόσο το σύστημα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων, οι μέθοδοι και οι εισροές που χρησιμοποιούνται, είναι συνυπεύθυνα για τη δημιουργία πανδημιών σαν αυτή της Covid-19 και άλλων παλαιότερα (π.χ. ο ιός SARS το 2003, ο MERS το 2012). Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημα, και ο νέος κορωνοϊός είναι πιθανόν να προέρχεται από ζώα, μάλλον άγρια. Tο 60% των ασθενειών παγκοσμίως έχουν ζωική προέλευση, το 75% από τις νεοεμφανιζόμενες ασθένειες έχουν μεταπηδήσει από ζώα σε ανθρώπους, οι περισσότερες από αυτές έμμεσα μέσω του συστήματος διατροφής (UNEP, 2020). Για τον λόγο αυτό οι μεγάλοι παγκόσμιοι οργανισμοί (FAO-OIE-WHO) υιοθετούν μια ολιστική προσέγγιση και καλούν για ένα παγκόσμιο σύστημα “μίας υγείας” (one health) που συνδυάζει τις επιστήμες της ιατρικής, της κτηνιατρικής και της περιβαντολλοντολογίας. Ένα αειφόρο σύστημα αγροδιατροφής είναι μέρος αυτής της ολιστικής προσέγγισης.
Η επάρκεια τροφίμων όμως παραμένει ζητούμενο. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών κρούει έντονα τον κώδωνα του κινδύνου για επικείμενη επέκταση της ασιτίας και τον κίνδυνο θανάτων σε 55 χώρες και σε ένα σύνολο 265 εκατ. ανθρώπων στην Αφρική και στην Ασία. Στις ανεπτυγμένες χώρες παρατηρήθηκαν τοπικά προβλήματα επισιτισμού σε ευπαθείς ομάδες που επηρεάστηκαν κυρίως λόγω οικονομικής αδυναμίας και προσέφυγαν σε τράπεζες τροφίμων.
Ως ένα βαθμό τα προβλήματα επάρκειας μετριάστηκαν καθώς οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών έθεσαν την ασφάλεια και την επάρκεια των τροφίμων σε ύψιστη προτεραιότητα και πήραν μέτρα που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη και ασφαλή μεταφορά τροφίμων. Μετά από κάποιους δισταγμούς, η Ε.Ε. ανακοίνωσε τον Απρίλιο έκτακτα μέτρα αποθήκευσης πλεονασμάτων και αντίστοιχα κονδύλια -καθώς και “πράσινους διαδρόμους”- για τη διευκόλυνση των μεταφορών στα ενδοκοινοτικά σύνορα.
Ζήτηση και εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων
Τέσσερις σημαντικές αλλαγές γίνονται σταδιακά εμφανείς στην αγροδιατροφή που έχουν επιπτώσεις περισσότερο στη δομή παρά στον όγκο της ζήτησης: οι καταναλωτικές προτιμήσεις, το εισόδημα, οι διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αβεβαιότητα. Η πρωτογενής παραγωγή στη γεωργία επηρεάστηκε λιγότερο σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η υγεία, ο τουρισμός, η εστίαση, οι μεταφορές, πάνω στους οποίους η πανδημία, και κυρίως τα μέτρα περιορισμού που πάρθηκαν για τον περιορισμό της παγκοσμίως, είχαν συγκλονιστικές επιπτώσεις. Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός αυτό, αφού από τη φύση της η αγροτική παραγωγή είναι ανελαστική σε τέτοιου είδους εξωγενή σοκ, που άλλωστε επηρέασαν περισσότερο τη ζήτηση και τα κανάλια διανομής, παρά την πρωτογενή παραγωγή. Οι εξαιρέσεις σ’ αυτό αφορούσαν σε ελλείψεις στη συλλογή κάποιων προϊόντων εντάσεως εργασίας, όπως τα φρούτα και λαχανικά, όπου τα εργατικά χέρια είναι συνήθως αλλοδαποί, η μετακίνηση των οποίων περιορίστηκε λόγω των μέτρων. Τέτοια προϊόντα ήταν οι φράουλες, τα ροδάκινα, κ.ά. Στην Ελλάδα, κάποιοι κλάδοι, όπως τα καλλωπιστικά άνθη και η προβατοτροφία, επηρεάστηκαν λόγω κατάρρευσης της εποχικής ζήτησης κατά την περίοδο του Πάσχα.
Η μείωση του εισοδήματος των καταναλωτών που επέφερε η πανδημία θα έχει σοβαρότερες επιπτώσεις στο μέλλον. Χαμηλότερο εισόδημα σημαίνει στροφή προς φθηνότερο τρόφιμο, κυρίως κατανάλωση στο σπίτι και λιγότερο εκτός. Επίσης παρατηρείται μια αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων που θεωρούνται ότι ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Η μεγάλη αλλαγή στην κατανάλωση τροφίμων έγινε εμφανέστερη κατά τη διάρκεια της πανδημίας με το κλείσιμο ουσιαστικά όλων των HORECA (ξενοδοχεία, εστιατόρια, catering), γενικά των χώρων φαγητού “έξω” με εξαίρεση κατά ένα μέρος των “ντελίβερι”. Αυτό ίσως δεν έχει μεγάλες επιπτώσεις στη συνολική κατανάλωση θερμίδων, πρωτεϊνών και άλλων θρεπτικών συστατικών απαραίτητων για τη ζωή, αλλάζει όμως σημαντικά τη διάρθρωση της κατανάλωσης τροφής. Για παράδειγμα, παρατηρήθηκε παγκόσμια σημαντική μείωση στην κατανάλωση πατάτας, κάποιων γαλακτοκομικών, των ψαριών, όπως και των αλκοολούχων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αμπελουργίας και Οίνου (OIV) προβλέπει “μεταπολεμικές” συνθήκες μετά την πανδημία και το κλείσιμο της HORECA που αναμένεται να επιφέρει μείωση έως και 35% σε όγκο και έως 50% σε αξία της κατανάλωσης κρασιού στην Ευρώπη.
Οι εξαιρετικές συνθήκες που προκλήθηκαν στις διεθνείς αγορές προκάλεσαν επίσης μεταβολές στις εξαγωγές, κάποιες από τις οποίες ήταν θετικές για την Ελλάδα, τουλλάχιστον το πρώτο τετράμηνο 2020. Μειώθηκαν και τα δύο σκέλη του εμπορικού ισοζυγίου, με τις εξαγωγές να υποχωρούν λιγότερο από τις εισαγωγές, ώστε το εμπορικό ισοζύγιο (εκτός πετρελαιοειδών) σε σχέση με το αντίστοιχο ισοζύγιο Μαΐου του 2019 να εμφανίζει μείωση κατά -12,7%, ενώ στο πεντάμηνο Ιανουάριος-Μάϊος εμφανίζεται λιγότερο βελτιωμένο (μείωση μόνο κατά -1,7%) (Πίνακας 1). Στη βελτίωση αυτή συνέβαλαν σημαντικά οι εξαγωγές ποτών, καπνού και λαδιών, ενώ οι εξαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν οριακά το πρώτο τρίμηνο και σταθεροποιήθηκαν τον Απρίλιο-Μάιο. Ειδικά το διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2020, οι εξαγωγές κάποιων φρούτων και λαχανικών σημείωσαν σημαντική αύξηση. Τα ακτινίδια για παράδειγμα σημείωσαν ρεκόρ με αύξηση σε όγκο +25,8% και τα εσπεριδοειδή κατά +10%, τα αγγούρια +11%, ενώ οι εξαγωγές μήλων μειώθηκαν κατά -5%, όπως και φράουλας, σε σχέση με πέρυσι (ΥΠΑΑΤ). Είναι νωρίς να αποτιμηθούν κατά πόσο αυτές οι τάσεις είναι αποτέλεσμα της Covid-19. Οι μεταβολές αυτές δείχνουν μάλλον τις αβεβαιότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπου κάποιοι ανταγωνιστές, ίσως από τη Βόρεια Αφρική, την Τουρκία, την Ιταλία και άλλες χώρες, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στη ζήτηση την οποία κάλυψαν πολύ αποτελεσματικά οι Έλληνες εξαγωγείς, δείχνοντας έτσι αξιόλογη ευελιξία. Αυτό, σε συνδυασμό με την μείωση εξαγωγών μετά το πρώτο τρίμηνο, θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά.
Ο τουρισμός παραμένει ο μέγας άγνωστος καθώς είναι πολύ νωρίς να γίνουν εκτιμήσεις. Οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2020 ήταν αυξημένες κατά 2,5% σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο το 2019 (ΙΝΣΕΤΕ). Οι πτήσεις απαγορεύτηκαν στη συνέχεια. Σταδιακά οι διεθνείς πτήσεις στο αεροδρόμιο Αθηνών επιτράπηκαν από ορισμένες χώρες από την 15η Ιουνίου 2020 και για τα υπόλοιπα αεροδρόμια από 1η Ιουλίου. Η κατανομή των εσόδων από τουρισμό ανά τρίμηνο είναι: Q1: 4%, Q2: 26%, Q3: 59%, Q4:11% (IΝΣΕΤΕ). Ένα μέρος του πρώτου και σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο τρίμηνο έχουν ουσιαστικά χαθεί, και δεν μπορεί να τα αντισταθμίσει η μικρή αύξηση των δύο πρώτων μηνών του έτους. Δυστυχώς, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, και οι πρώτες ενδείξεις για το τρίτο τρίμηνο δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες.
Μία πρώτη εκτίμηση της συνεισφοράς του τουρισμού στην κατανάλωση τροφίμων μας δίνει ένα ποσοστό 6% (αν δεχτούμε ότι μια μονάδα ζήτησης είναι ένας άνθρωπος για ένα έτος και αν υποθέσουμε 30 εκατ. τουρίστες με 8 διανυκτερεύσεις κατά μέσο όρο). Επίσης αυτό το 6% της αύξησης του αριθμού καταναλωτών, και κατ’ επέκταση της συνολικής ζήτησης, δεν καλύπτεται απαραίτητα εξ ολοκλήρου από ελληνικά τρόφιμα, αφού ένα μέρος είναι εισαγόμενα καθώς η ελληνική παραγωγή και το σύστημα διανομής (logistics) δεν επαρκεί για την τροφοδοσία της τουριστικής ζήτησης σε τρόφιμα (ΙΝΣΕΤΕ). Άρα μια μείωση των τουριστικών αφίξεων δεν θα πρέπει να επηρεάσει την συνολική κατανάλωση ελληνικών τροφίμων πέρα από αυτό το 6% της συνολικής. Βέβαια θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε μέσους όρους και δεν λαμβάνουν υπόψη την διάρθρωση της συγκεκριμένης ζήτησης ποιοτικά, γεωγραφικά, και εποχιακά. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένας αριθμός επιχειρήσεων αγροδιατροφής που εξαρτώνται άμεσα από τον τουρισμό και θα επηρεαστούν δραματικά έστω και από μια μέτρια μείωση του τουρισμού.
Η αγροτική οικονομία της κρίσης
Η πανδημία COVID-19 βρήκε την ελληνική γεωργία να ανακάμπτει από την χρηματοοικονομική κρίση του 2008-18 και να βρίσκεται περίπου στο σημείο που την συνάντησε η κρίση το 2008. Η πρωτογενής παραγωγή επηρεάστηκε ελάχιστα από την κρίση, ενώ η διατροφή, δηλαδή τα μετά την πρωτογενή παραγωγή τμήματα της αλυσίδας (μεταποίηση, διανομή, εστίαση) επηρεάστηκαν σημαντικά. Στην περίοδο της κρίσης η ελληνική γεωργία επέδειξε αξιοσημείωτη σταθερότητα σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία της χώρας. Eνώ το προϊόν και η αξία της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής μειώθηκε, αυτό έγινε σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι η οικονομία στο σύνολό της. Κυρίως λόγω της πτώσης του συνολικού ΑΕΠ, η συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας της γεωργίας (χωρίς τη δασοκομία, αλιεία και θήρα), στην εθνική εγχώρια προστιθέμενη αξία αυξήθηκε κατά σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα μεταξύ 2008-2019, από 2,82% σε 3,6% (είχε φτάσει το 3,82% το 2015) (Διάγραμμα 1). Αντίθετα, η συμμετοχή της διατροφής (μεταποίηση, διανομή, εστίαση), μειώθηκε μετά το 2010 αρχικά ενώ δείχνει σημεία ανάκαμψης (4,6% το 2017, από 6,1% το 2010). Το ίδιο συνέβη και με το σύνολο της αγροδιατροφής, που το 2017 βρέθηκε στο επίπεδο του 2008 (8,4%). Η διαφορετική συμπεριφορά αυτών των τμημάτων της αγροδιατροφικής αλυσίδας απαιτεί προσεκτικότερη ανάλυση όπως θα δούμε παρακάτω.
Η μετά την πρωτογενή παραγωγή διατροφή υπέφερε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, επιδεικνύοντας μια μείωση -37% (από €11,7 δισ. σε €7,4 δισ.) στην περίοδο 2008-17 (Διάγραμμα 2). Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στην εστίαση, που μειώθηκε κατά -75% (από €2,1 δισ. σε €0,5 δισ.), ενώ η διανομή μειώθηκε κατά -41% και η μεταποίηση κατά -11%. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αντίστοιχες εισοδηματικές ελαστικότητες ζήτησης των τομέων αυτών, με την πρωτογενή παραγωγή να παρουσιάζει τη χαμηλότερη ελαστικότητα –άρα και σταθερότητα. Οι γεωργικές εισροές είναι επίσης ανελαστικές και επέδειξαν, όπως και η γεωργική παραγωγή, μια αξιοσημείωτη σταθερότητα, μειούμενες μόνο κατά -3,5% κατά την περίοδο 2008-19. Κάποια στοιχεία του κόστους μειώθηκαν σημαντικά, όπως οι μισθοί (-39%) και οι αποσβέσεις (-17%), ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι φόροι (+180%), το κόστος ενέργειας (+13.5%) και oi ζωοτροφές (+4.4%). Να σημειωθεί ότι αυτά τα τρία αποτελούν και τα σημαντικότερα στοιχεία κόστους: η ενέργεια συμβάλει στο κόστος πρωτογενούς παραγωγής με 14,3%, οι ζωοτροφές με 25% και οι φόροι 6.7% (οι αποσβέσεις 14.3%). Το κόστος τριών πολύ σημαντικών εισροών της γεωργικής παραγωγής, οι σπόροι, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα (ΣΛΦ) μειώθηκαν ελάχιστα (-1,4%), ενώ και αυτά αποτελούν το 10% του κόστους. Συνοπτικά, το κόστος των τριών κατηγοριών εισροών (ΣΛΦ, ενέργεια και ζωοτροφές) που αποτελούν το 49,5% του συνολικού κόστους αγροτικής παραγωγής, αυξήθηκε κατά 5,6% την περίοδο 2008-2017.
Η χρηματοδότηση της γεωργίας είναι μια σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη της οικονομίας και για την ευημερία των αγροτών. Η Ελλάδα μετά τη χρηματοοικονομική κρίση αντιμετώπισε -και ως ένα βαθμό συνεχίζει να αντιμετωπίζει- προβλήματα ρευστότητας. Κατά συνέπεια τα επιτόκια είναι ιδιαίτερα υψηλά σε σχέση με το σύνολο της Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ), τα επιτόκια για τη γεωργία στην Ελλάδα κυμαίνονται από 4-8,5%, είναι υψηλότερα στη γεωργία από τους άλλους τομείς και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. Αυτό έχει σαν συνέπεια το κόστος των τόκων να είναι υψηλό. Στην Ελλάδα οι τόκοι είναι 1,8% του συνολικού κόστους με 1,5% στην Ε.Ε., ακόμη και όταν το συνολικό κόστος στην Ελλάδα είναι κατά 30% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η ΕΤΕ στην έκθεσή της διαπιστώνει σημαντικό χρηματοδοτικό κενό στη γεωργία (ζήτηση-προσφορά δανείων) μεταξύ €4,5 και €14,3 δισ., που οφείλεται στην αβεβαιότητα, στις πολύ υψηλές απαιτήσεις για υποθήκες και στα υψηλά επιτόκια. Οι νέοι αγρότες είναι δυστυχώς αυτοί που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Στην έκθεση της ΕΤΕ τονίζεται ιδιαίτερα η έλλειψη ανταγωνισμού, αφού μία τράπεζα κατέχει το 85% της αγροτικής τραπεζικής αγοράς.
Η ανελαστικότητα των συντελεστών κόστους μπορεί να είναι απόρροια πολλών παραγόντων, ένας εκ των οποίων είναι ίσως η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς εισροών και η εξάρτηση των αγροτών από το σύστημα διανομής εισροών, ή και των δύο, που δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Οι παραγωγοί, κυρίως λόγω έλλειψης ρευστότητας, προμηθεύονται τις εισροές με πίστωση από τους διανομείς-γεωπόνους ή από τους αγοραστές του προϊόντος τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο παραγωγός δεν έχει μεγάλη δύναμη στη διαμόρφωση της τιμής. Η περίπτωση της προμήθειας “έναντι” εισροών από τους αγοραστές του τελικού προϊόντος αποτελεί μια άτυπη μορφή συμβολαιακής παραγωγής. Η συμβολαιακή γεωργία με τη μεσολάβηση τράπεζας που χορηγεί την πίστωση είναι περισσότερο διαφανής, αλλά έχει επίσης κάποιο κόστος, ένα μέρος του οποίου είναι οι τόκοι που δεν είναι αμελητέοι, αλλά υπάρχει και σημαντικό συναλλακτικό κόστος που συνήθως δεν υπολογίζεται.
Η διάρθρωση και η πορεία της ελληνικής αγροδιατροφής, συγκρινόμενη με αυτή της Ε.Ε. είναι αξιοσημείωτα διαφορετική, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαφορετικότητες μεταξύ των 27 χωρών (Διάγραμμα 3). Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πρωτογενής και η δευτερογενής διατροφική αλυσίδα και οι εισροές αυξήθηκαν σημαντικά. Επειδή η προστιθέμενη αξία (μεταποίηση, διανομή, εστίαση) στην Ελλάδα είναι χαμηλή, η συμμετοχή της πρωτογενούς παραγωγής στο σύνολο της αγροδιατροφής είναι πολύ υψηλή στην Ελλάδα (50,6%), σε σχέση με το σύνολο της Ε.Ε. (23,9%). Επίσης, αν δούμε το επιχειρηματικό εισόδημα της γεωργίας (αφού αφαιρεθούν όλα τα κόστη) αυτό παρέμεινε σχετικά σταθερό στην Ελλάδα (βελτιώθηκε ελάχιστα, +1%) το 2017, ενώ στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά +19%. Οι επιδοτήσεις ΚΑΠ που ανέρχονται στα €2,353 δισ. το 2017, αποτελούν το 45,5% του επιχειρηματικού εισοδήματος (46,75% στο σύνολο της ΕΕ).
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η πρωτογενής παραγωγή και οι εισροές παρουσιάζονται σημαντικά ανελαστικές κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ η μεταποίηση, διανομή και εστίαση επέδειξαν σημαντική ελαστικότητα και επηρεάστηκαν αρνητικά και σε σημαντικό βαθμό από την κρίση. Θα μπορούσαμε με σχετική ασφάλεια να προβλέψουμε ότι κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να περιμένουμε και από την παρούσα κρίση μετά την πανδημία, εάν αυτή, όπως όλα δείχνουν, επηρεάσει αρνητικά το εισόδημα και τη ζήτηση και δεν έχει άλλες συνέπειες στην παραγωγή και διανομή που δεν μπορούμε να προβλέψουμε αυτή τη στιγμή.
Τα κλάσματα της γεωργίας
Τα συνολικά ποσά δεν βοηθούν πολύ στην ολοκληρωμένη αντίληψη της εικόνας ενός κλάδου ή μιας χώρας αν δεν ιδωθούν σε προοπτική και σύγκριση με άλλες χώρες. Η σύγκριση κάποιων μέσων όρων και κλασμάτων ανά εκμετάλλευση ή ανά εκτάριο για τη γεωργία στην Ελλάδα σε σχέση με το σύνολο της Ε.Ε. θα ήταν χρήσιμη. Στον Πίνακα 2 γίνεται προσπάθεια να αντιπαρατεθούν οι μέσοι όροι ανά εκτάριο και ανά εκμετάλλευση για την Ελλάδα και για το σύνολο της ΕΕ-27. Είναι σημαντικό ότι στην Ελλάδα η μέση εκμετάλλευση έχει περίπου την μισή έκταση (7,68 εκτ.) από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (14,76 εκτ.). Βέβαια, τα κλάσματα αυτά, όπως όλοι οι μέσοι όροι, είναι απλοποιητικά και δεν λαμβάνουν υπόψη εθνικές, κλαδικές, ούτε και διαχρονικές ιδιαιτερότητες, μπορούν όμως να μας βοηθήσουν να δούμε τη μεγάλη συγκριτική εικόνα και θα συμβάλουν ίσως στην κατάρριψη κάποιων αστικών και επαρχιακών μύθων. Σε κάθε περίπτωση για να γίνουν συγκρίσεις σε βάθος θα πρέπει να γίνουν κοιτώντας κάθε χώρα, κάθε κλάδο, ξεχωριστά.
Όταν εντάχθηκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ το 1981, στη γεωργία απασχολούνταν το 30% του εργατικού δυναμικού της χώρας και η γεωργική παραγωγή αποτελούσε το 25% του ΑΕΠ. Σήμερα η γεωργία απασχολεί το 12% του εργατικού δυναμικού και συμβάλει κατά 3,6% στην εθνική προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. όπου στη γεωργία απασχολούνται μόνο το 4% και η συμμετοχή στο ΑΕΠ είναι 1,5%. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση στην Ελλάδα αντιστοιχεί στη μισή έκταση από ό,τι στην Ε.Ε. Η μικρότερη έκταση ανά εκμετάλλευση προκαλεί και τις εξής διαφορές: Το επιχειρηματικό εισόδημα ανά εκμετάλλευση είναι τα 3/4 αυτού της Ε.Ε., ενώ ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από της Ε.Ε. Το συνολικό κόστος παραγωγής ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι 75% της Ε.Ε., ενώ το κόστος ανά εκμετάλλευση είναι περίπου το 1/3 της Ε.Ε. Η προστιθέμενη αξία της πρωτογενούς παραγωγής ανά εκτάριο είναι κατά 5% μεγαλύτερη από της Ε.Ε., ενώ είναι περίπου η μισή της Ε.Ε. ανά εκμετάλλευση. Η προστιθέμενη αξία διατροφής (μεταποίηση, διανομή και εστίαση) ανά εκτάριο είναι το 1/3 της Ε.Ε., και περίπου το 1/6 ανά εκμετάλλευση. Το τελευταίο έχει μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι στην Ε.Ε. η μισή σχεδόν παραγωγή (49%) διακινείται μέσω συνεταιρισμών, άρα και ένα αντίστοιχο ποσοστό της προστιθέμενης αξίας επιστρέφει στους ιδιοκτήτες-παραγωγούς, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 8%. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι συγκρίσιμο με της υπόλοιπης οικονομίας (87%) ενώ είναι μόνο 45% στην Ε.Ε. Η διαφορά αυτή οφείλεται περισσότερο στο χαμηλό μη-αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από αυτό της Ε.Ε., αλλά σε σχέση με το μη-αγροτικό εισόδημα της χώρας είναι συγκριτικά καλύτερα, ειδικά κατά την διάρκεια της κρίσης, όπου το μη-αγροτικό εισόδημα μειώθηκε, ενώ το αγροτικό παρέμεινε σχετικά σταθερό. Μια σύγκριση επίσης είναι σημαντική να τονιστεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γεωργών ασκεί τη γεωργία χωρίς ιδιαίτερες συστηματικές γνώσεις, με μόνο εφόδιο την πρακτική εμπειρία. Μόλις 5,5% των Ελλήνων γεωργών έχουν παρακολουθήσει κάποια βασική εκπαίδευση (20,2% στην Ε.Ε.), ενώ ελάχιστοι έχουν πλήρη γεωργική εκπαίδευση.
Επιδοτήσεις και ΚΑΠ
Οι ενισχύσεις της ΚΑΠ άγγιξαν για πρώτη φορά τον Έλληνα γεωργό το 1981 και συνεχίζουν αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Με συντηρητικούς υπολογισμούς και αναγωγές τιμών, το σύνολο των ενισχύσεων στον αγροτικό τομέα στα 38 χρόνια συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση αθροιστικά ξεπερνάει τα €150 δισ., δηλαδή πάνω από το 80% ενός ετήσιου ΑΕΠ της χώρας (κάποιες εκτιμήσεις το ανεβάζουν πάνω από €180 δισ., δηλαδή ένα ολόκληρο ετήσιο ΑΕΠ). Το 2019 το σύνολο των ενισχύσεων για τη γεωργία ήταν €2,7 δισ., ή το 55,6% των ευρωπαϊκών πληρωμών στη χώρα (€4,9 δισ.). Από αυτά τα €2,1 δισ. (76,9%) είναι άμεσες ενισχύσεις που πληρώνονται ανά εκτάριο ή ζωική μονάδα στους παραγωγούς και άλλες ενισχύσεις ανά προϊόν (€69,6 εκατ.), ενώ τα υπόλοιπα είναι επενδύσεις για την αγροτική ανάπτυξη (€562 εκατ.). Αν υπολογίσουμε ότι η συνολική συμμετοχή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ήταν €1,67 δισ. το 2018, ενώ οι συνολικές πληρωμές από την Ε.Ε. προς τη χώρα ανήλθαν στα €4,87 δισ. αυτό ανάγει την εθνική συμμετοχή για τη χρηματοδότηση των άμεσων πληρωμών της ΚΑΠ στα €723 εκατ., το οποίο αντιστοιχεί σε 67 ευρώ ετησίως (ή 18 λεπτά την ημέρα) ανά κάτοικο. Το υπόλοιπο 65% των ενισχύσεων της ελληνικής γεωργίας προέρχεται από εισφορές των Ευρωπαίων εταίρων.
Οι άμεσες ενισχύσεις της ΚΑΠ αναλογούν σε €3.340 ανά δικαιούχο (632.540 δικαιούχοι). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό (45,6%) του συνολικού επιχειρηματικού εισοδήματος της γεωργίας. Η κατανομή όμως, των ενισχύσεων δεν είναι ομοιόμορφη. Μια προσεκτική ανάγνωση του Διαγράμματος 4 δείχνει ότι το 38,4% του συνόλου των άμεσων ενισχύσεων το επωφελείται το 6,6% των δικαιούχων με άμεση ενίσχυση άνω των €10.000 ετησίως. Την ίδια ώρα, το 47% των δικαιούχων με κάτω από €1.250 ενίσχυση ετησίως λαμβάνουν μόλις το 9,5% των ενισχύσεων. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, αφού οι άμεσες ενισχύσεις βασίζονται στην έκταση ή στο ζωικό κεφάλαιο που έχει ο κάθε δικαιούχος και στα ιστορικά δικαιώματα που έχει κατοχυρώσει ο κάθε παραγωγός με βάση την παραγωγή του 2000-2002. Παρ’ όλα αυτά, η κατανομή των ενισχύσεων δεν είναι η χειρότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αντίστοιχοι συντελεστές Gini που μετρούν την απόκλιση από την ομοιόμορφη κατανομή είναι 0,75 για την Ε.Ε. και 0,59 για την Ελλάδα (όταν ο συντελεστής Gini είναι 1 δείχνει απόλυτη ανισοκατανομή ενώ το μηδέν δείχνει άριστα ισόμορφη κατανομή). Το ίδιο ισχύει και στην κατανομή της αγροτικής γης, όπου οι συντελεστές Gini είναι 0,72 και 0,81 στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. αντίστοιχα.
Το πρόβλημα της κατανομής των ενισχύσεων και της σύγκλισής τους, είναι ένα θέμα που απασχολεί την Ε.Ε. και ήδη έχει δρομολογηθεί η διαδικασία “εσωτερικής” σύγκλισης, όπου κάθε χώρα θα πρέπει να διαμορφώσει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε μια πιο ομoιόμορφη κατανομή του 70% των ενισχύσεων μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου ΚΑΠ 2014-2020. Η Ελλάδα επέλεξε τη σταδιακή εσωτερική σύγκλιση.
Εξωτερική Σύγκλιση
Ακόμη σημαντικότερη όμως θα είναι η υπό συζήτηση “εξωτερική” σύγκλιση όπου οι μέσες ενισχύσεις μεταξύ των χωρών θα πρέπει να γίνουν περισσότερο ομοιόμορφες σε μέσους όρους μεταξύ των χωρών. Σήμερα, οι άμεσες ενισχύσεις ανά εκτάριο κυμαίνονται μεταξύ €129-€668/εκτ. με την Ελλάδα με €552/εκτ. να βρίσκεται σημαντικά πάνω από τα €264/εκτ. του ευρωπαϊκού μέσου όρου (αν υπολογιστεί με βάση τις επιλέξιμες γαίες που δεν περιλαμβάνουν βοσκοτόπους). Η πρόσφατη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2020, επιβάλει μέχρι το τέλος της νέας περιόδου στις χώρες των οποίων οι ανά εκτάριο πληρωμές βρίσκονται κάτω από το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου να καλύψουν το 50% της διαφοράς σταδιακά σε έξι διαδοχικά βήματα, από το 2022 έως το 2027. Σε κανένα κράτος-μέλος oι ανά εκτάριο πληρωμές δεν θα πρέπει να είναι κάτω από τα €215/εκτ. το 2027. Η διαφορά αυτή θα χρηματοδοτηθεί αναλογικά από όλα τα κράτη-μέλη, δηλαδή με αντίστοιχη μείωση αυτών που βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο, άρα και της Ελλάδας.
Το αίτημα να τεθεί μια ανώτατη “οροφή” €100 χιλ. ανά δικαιούχο που θα έκοβε την “ουρά” της κατανομής των πληρωμών θεωρήθηκε ότι ίσως βελτίωνε κάπως την άνιση κατανομή των πληρωμών. Αυτό θα είχε σημαντικές επιπτώσεις σε κάποιες χώρες, ειδικά της Κεντρικής Ευρώπης, που έχουν σημαντικό αριθμό δικαιούχων με πολύ υψηλές πληρωμές. Όμως, στην Σύνοδο Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2020 οι χώρες αυτές κατάφεραν ώστε η “οροφή” να περάσει τελικά ως προαιρετικό μέτρο για την κάθε χώρα. Θα είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε το πώς θα χειριστεί η Ελλάδα το θέμα της “οροφής”, καθώς θα έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα που θα συμβάλει μάλλον ελάχιστα στην εσωτερική σύγκλιση.
Με τον προϋπολογισμό της ΚΑΠ να τείνει συνεχώς μειούμενος, ο κίνδυνος της μείωσης των άμεσων πληρωμών για την Ελλάδα είναι ορατός, όσο η εξωτερική σύγκλιση υπολογίζεται με όρους πληρωμών ανά εκτάριο. Σύγκλιση με άλλους όρους, όπως συμμετοχής στο εισόδημα, ή περιβαλλοντολογικούς, θα είχε διαφορετική βάση συζήτησης και επιπτώσεις. Όπως διαφορετικές επιπτώσεις έχουν τα αποτελέσματα της εκάστοτε διαπραγμάτευσης, ή εξαιρετικές συγκυρίες, όπως η πανδημία Covid-19. Όπως φαίνεται, μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου 2021-27, ο κίνδυνος της εξωτερικής σύγκλισης και για την Ελλάδα μάλλον έχει απομακρυνθεί, αφού έχει επιλεγεί μια μετριοπαθής σταδιακή μερική σύγκλιση. Επίσης, όπως βλέπουμε και παρακάτω, στην τελευταία διαπραγμάτευση της 21ης Ιουλίου 2020, η Ελλάδα εξασφάλισε ένα επιπλέον “δώρο” €300 εκατ. για την επταετία 2021-27, που θα την βοηθήσει να απορροφήσει μέρος του κόστους που θα δημιουργήσει η (μερική έστω) εξωτερική σύγκλιση.
Απ’ το Αγρόκτημα – στο Πιάτο … ώς το Συμβούλιο Κορυφής
Η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) καταλαμβάνει το 1/3 του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο ξεκίνημα της ΕΟΚ πριν από 60 χρόνια, η ΚΑΠ ξεπερνούσε τα 2/3. Η γεωργία μέσα από τον επταετή προγραμματισμό της ΚΑΠ στο ίδιας διάρκειας Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), έχει τεθεί στην αιχμή του δόρατος για την αειφόρο ανάπτυξη της ΕΕ. Η εμπειρία της Covid-19 ενσωματώθηκε στην Πράσινη Συμφωνία της Ε.Ε. και ειδικά στη στρατηγική “Απ’ το Αγρόκτημα στο Πιάτο” (ΑΑΣΠ) που αφορά στην αγροδιατροφή. Η ΑΑΣΠ συνιστά σημαντικό πυλώνα της “Πράσινης Συμφωνίας” που αφορά στην πορεία προς την επίτευξη των 17 στόχων αειφόρου ανάπτυξης (SDG) των Ηνωμένων Εθνών, που μαζί με τον “Νόμο του Κλίματος” και τη “Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα” αποτελούν τις κύριες στρατηγικές ανάπτυξης της Ε.Ε. Η στρατηγική ΑΑΣΠ, όπως ανακοινώθηκε τον Μάιο, προτείνει σημαντικές αλλαγές στην αγροτική παραγωγή μέχρι το 2030: Μείωση των χημικών λιπασμάτων κατά -20%, κάποιων ζιζανιοκτόνων κατά -50% και των κτηνιατρικών αντιβιοτικών κατά -50%, ενώ απαιτεί 25% της καλλιεργήσιμης γης να διατεθεί σε οργανικές μεθόδους παραγωγής (σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 9%).
Μετά το σοκ του Brexit, ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ είχε αρχικά προγραμματιστεί να μειωθεί κατά 6% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο 2014-20. Η στρατηγική ΑΑΣΠ, όμως όπως αρχικά ανακοινώθηκε την 20ή Μαΐου 2020 πρόσθετε μια γενναιόδωρη αύξηση των επιδοτήσεων της ΚΑΠ που θα αυξάνονταν κατά +7% σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Επιτροπής, ανεβάζοντας τον προϋπολογισμό από τα €365 δισ. της αρχικής πρότασης του 2018, στα €391.4 δισ. (σε τρέχουσες τιμές). Σε αυτό περιλαμβάνονταν ένα έξτρα μπόνους ύψους €16,5 δισ. για το ταμείο αγροτικής ανάπτυξης της ΚΑΠ, από το κονδύλιο των €750 δισ. για τη “νέα γενιά”.
Από την 20ή Μαΐου έως την 21η Ιουλίου, όμως, μεσολάβησαν δύο μήνες και τέσσερα μερόνυχτα διαπραγματεύσεων, μέχρι το ανώτατο όργανο της Ε.Ε., το Συμβούλιο Κορυφής των 27 κρατών-μελών, να ανακοινώσει την επίτευξη συμφωνίας για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-27. Αν και είναι νωρίς να αποκωδικοποιήσουμε πλήρως την περίπλοκη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι υποχωρεί προσωρινά η φιλόδοξη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ΑΑΣΠ. Στο μήκους 68 σελίδων κείμενο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου δεν αναφέρεται πουθενά η φράση “Απ’ το Αγρόκτημα στο Πιάτο” που εδώ και ένα χρόνο είχε γίνει με διάφορους τρόπους η σημαία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αειφόρο ανάπτυξη.
Με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2020, το ΠΔΠ 2021-27 διαμορφώνεται στα €1,074 τρισ. με ένα επιπρόσθετο €750 δισ. για το ταμείο ανάκαμψης (πρώην “νέας γενιάς”), δηλαδή συνολικά €1,824 τρισ. Μέσα σε αυτό ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ διαμορφώνεται στα €343,9 δισ. σε σταθερές (2018) τιμές (ή €385,6 δισ. σε τρέχουσες τιμές, με έναν αποπληθωριστή 2%).
Ανάλογα με το σημείο εκκίνησης που επιλέγει κανείς και την αξία χρήματος (σταθερές ή τρέχουσες τιμές), οι πρώτες εκτιμήσεις είναι ότι ο προϋπολογισμός ΚΑΠ 2021-27, έτσι όπως διαμορφώνεται στις 21/7/2020, είναι σίγουρα καλύτερος από την πρόταση του 2018, αλλά όχι όσο αναμενόταν στην πρόταση του Μαΐου 2020: Είναι κατά -1,2% μικρότερος από την πρόταση 20/5/2020, όμως κατά +6% υψηλότερος από την πρόταση του 2018 και τελικά καταλήγει περίπου κατά +1% αυξημένος σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με τον προηγούμενο προϋπολογισμό ΚΑΠ 2014-20, ενώ σε σταθερές τιμές φαίνεται μειωμένος κατά -6,4%. Έτσι και ο προϋπολογισμός ΚΑΠ 2021-27 για την Ελλάδα αναμένεται να είναι στα ίδια περίπου επίπεδα, σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με τον προηγούμενο 2014-20. Αυτά είναι πρώτες εκτιμήσεις, ενώ τα επιμέρους ακριβή ποσά ανά χώρα θα υπολογιστούν αργότερα, ίσως μέσα στο φθινόπωρο του 2020. Επίσης, όλα τα ποσά της συμφωνίας του Συμβουλίου Κορυφής βρίσκονται υπό την αίρεση της τελικής έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ), που αναμένεται τον Οκτώβριο του 2020. Θα πρέπει μάλλον να αναμένουμε προσαρμογές, καθώς ήδη εκφράστηκαν έντονες διαφωνίες για την συμφωνία της 21ης Ιουλίου από μεγάλες ομάδες του ΕΚ. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής ότι το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πέτυχαν μια ντε-φάκτο διετή παράταση της εφαρμογής των νέων επιδοτήσεων της νέας ΚΑΠ (δηλαδή εφαρμογή της νέας ΚΑΠ μετά το 2022), σε αντιδιαστολή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία επ’ ουδενί δεν ήθελε παράταση πέραν του έτους.
Στα επιμέρους των διαπραγματεύσεων του προϋπολογισμού, στο Συμβούλιο Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2020 έλαβαν χώρα αρκετές “καραμπόλες” μεταξύ κονδυλίων και προσγειώθηκαν έως και εξαφανίστηκαν κάποια αρχικά υπεραισιόδοξα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποια από αυτά επιρρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την αγροδιατροφή. Κύριο πλήγμα ήταν το πρόγραμμα ανασυγκρότησης που από την υπόσχεση του Μάϊου για €16,5 δισ. προς την γεωργία, αυτή μειώνεται στο μισό. Ο θλιβερός ακρωτηριασμός του ερευνητικού προγράμματος HORIZON κατά -60% και του προγράμματος για τη “δίκαια μετάβαση” κατά -66% σίγουρα θα επηρεάσουν και επενδύσεις που έμμεσα ή άμεσα θα έχουν σχέση με την αγροδιατροφή. Ενδεικτικά των σαρωτικών περικοπών που επήλθαν στην συμφωνία της 21ης Ιουλίου είναι η πλήρης εξαφάνιση του προγράμματος υγείας, ενώ ακόμη μαίνεται η πανδημία του Covid-19. Μηδενίστηκαν επίσης τα προγράμματα “διάσωσης” (€26 δισ.) που στόχευαν στην παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις που επλήγησαν σοβαρά από την πανδημία.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, με τη μερική σταδιακή προσαρμογή 2022-27, ο σκόπελος της εξωτερικής σύγκλισης παρακάμφθηκε προς το παρόν. Στο πενταήμερο “παζάρι” της 17ης- 21ης Ιουλίου, 15 χώρες εξασφάλισαν (ή όπως λέγεται στην ευρωπαϊκή αργκό: “περιχαράκωσαν” ή “ring fenced”) συνολικά €5,4 δισ. ως αντάλλαγμα για την σύγκλιση και για άλλα διαρθρωτικά “χάντικαπς”. Μία από τις 15 χώρες είναι και η Ελλάδα, που “περιχαράκωσε” €300 εκατ. Το αγκάθι “εξωτερική σύγκλιση” όμως παραμένει και μάλλον η Ελλάδα και οι άλλες χώρες με υψηλές ανά εκτάριο πληρωμές θα το ξαναβρούν μπροστά τους στην επόμενη προγραμματική περίοδο.
Παρά το “δώρο” των €300 εκ., στον 2ο πυλώνα που αφορά στην αγροτική ανάπτυξη, η Ελλάδα θα χρειαστεί να συμβάλει με περισσότερους εθνικούς πόρους, αφού αυξάνονται τα ποσοστά εθνικής συμμετοχής για κάποια προγράμματα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ενώ ο 1ος πυλώνας των άμεσων πληρωμών είναι 100% χρηματοδοτούμενος από ευρωπαϊκούς πόρους, ο 2ος χρειάζεται εθνική συμμετοχή. Σε σχέση με την προηγούμενη προγραμματική περίοδο θα αυξηθεί η εθνική συμμετοχή για κάποιες κατηγορίες του ΠΑΑ: για απομακρυσμένες περιοχές και νησιά του Αιγαίου από 15% σε 20%, για τις ανεπτυγμένες περιφέρειες από 47% σε 57%, για περιοχές με φυσικούς ή τοπικούς περιορισμούς από 25% σε 35% και για αγρο-περιβαντολλογικά μέτρα θα υπάρξει μείωση, από 25% σε 20%.
Η ελάχιστα ευνοϊκότερη μεταχείριση των αγρο-περιβαντολλογικών προγραμμάτων ίσως αντισταθμίσει κάπως τη διαφορά. Όμως, οι αυξήσεις στην εθνική συμμετοχή θα επιφορτίσουν τον εθνικό προϋπολογισμό και ίσως θέσουν σε δυσμενή θέση περιοχές που χρειάζονται περισσότερο τα κονδύλια της αγροτικής ανάπτυξης. Αυτό θα πρέπει να ιδωθεί και σε σχέση με την επικείμενη ανάγκη δανεισμού στον οποίο θα πρέπει να προστρέξει η χώρα για τα €12,5 δισ. που φαίνεται να εξασφάλισε την 21η Ιουλίου, μαζί με τα €19 δισ. της επιχορήγησης από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τι απέμεινε τελικά από την αειφόρο ανάπτυξη, την πράσινη συμφωνία, τις στρατηγικές ΑΑΣΠ, το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα; Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έσπευσε το πρωί της 21ης Ιουλίου να διαβεβαιώσει πως “η ανάκαμψη της Ευρώπης θα είναι πράσινη”. Σε μια πρώτη ανάγνωση της συμφωνίας όμως, όλα αυτά φαίνεται πως μπαίνουν προσωρινά ως δεύτερη προτεραιότητα. Τι επιπτώσεις θα έχει αυτό για την αγροδιατροφή;
Η πανδημία Covid-19 φάνηκε στην αρχή να ενσωματώνεται και να σφραγίζει τις στρατηγικές για την αειφορία, τη βελτίωση του περιβάλλοντος και την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής. Όμως οι δραματικές άμεσες επιπτώσεις στις οικονομίες των 27 και η αναμενόμενη ύφεση που φαίνεται ότι θα αγγίξει το -8,75% στην Ευρωζώνη, ξύπνησαν έντονα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης στους 27 ηγέτες, που έσπευσαν να εξασφαλίσουν όσα περισσότερα και άμεσα μπορούσε ο καθένας για τη χώρα του και για την πολιτική του επιβίωση. Σε τέτοιες συγκυρίες, το στίγμα δημόσιων αγαθών, όπως το περιβάλλον και το κλίμα, ή ακόμη και οι 9 εκατ. θάνατοι από πείνα ετησίως, χάνονται προσωρινά από τα πολιτικά ραντάρ. Τα προβλήματα αυτά όμως παραμένουν και οξύνονται, συχνά δε με γεωμετρική πρόοδο. Αυτό είναι κάτι που έχει γίνει ευρέως κατανοητό, για αυτό τον λόγο οι στρατηγικές αυτές δεν θα αργήσουν πολύ να επανέλθουν και να ενταχθούν ξανά ως προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ήδη κάποιες από αυτές τις στρατηγικές που αφορούν στην ΚΑΠ, αποτελούν νομική δέσμευση των χωρών-μελών, όπως είναι η μείωση βλαβερών ζιζανιοκτόνων και κτηνιατρικών φαρμάκων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι 30% των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης είναι «περιχαρακωμένα» για περιβαντολλογικές δράσεις, αλλιώς οι χώρες-μέλη δεν θα μπορέσουν να εκταμιεύσουν τα ποσά. Παρ’ όλα αυτά η Ε.Ε. ανακοίνωσε ότι ξεκινά διαδικασία επαναπροσδιορισμού των στόχων για την μείωση αερίων θερμοκηπίου, που είχε τον υπεραισιόδοξο στόχο της ουδετερότητας στις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2030. Ο στόχος αυτός φαίνεται ότι θα αλλάξει.
Οι αρχές της στρατηγικής ΑΑΣΠ και της βιοποικιλότητας παραμένουν στην εργαλειοθήκη της Ε.Ε. και αναμένεται να έχουν κομβικές επιπτώσεις όταν εφαρμοστούν στην ευρωπαϊκή γεωργία. Η τελική μορφή της ΑΑΣΠ και η ενσωμάτωσή της στη νέα ΚΑΠ που αναμένεται να συμφωνηθεί μέχρι τέλους του έτους δεν θα είναι εύκολη, όπως δεν είναι συνήθως η τελική συμφωνία για την ΚΑΠ. Η στη συνέχεια εφαρμογή της από τα κράτη-μέλη είναι επίσης μεγάλο ζητούμενο, καθώς το νέο πλαίσιο δίνει ευρύτερες δυνατότητες στο κάθε κράτος-μέλος και αυτό θα διαφοροποιήσει τα αποτελέσματα, τα κόστη και τα οφέλη μεταξύ των κρατών-μελών. Η Ελλάδα δεν σκοράρει ψηλά στην εφαρμογή της ΚΑΠ, έχοντας στο παρελθόν επιβαρυνθεί με σημαντικές ποινές για καθυστερήσεις και κακή διαχείριση των κονδυλίων. H διοίκηση της ΚΑΠ και της αγροδιατροφής είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν του έχει δοθεί μέχρι σήμερα η απαραίτητη προσοχή. Επίσης με δεδομένη τη διάρθρωση της αγοράς εισροών, ένα μεγάλο θέμα είναι κατά πόσο η μείωση των ποσοτήτων των εισροών όπως απαιτεί η ΑΑΣΠ, θα αντιστοιχεί και σε μείωση ή σε αύξηση του κόστους παραγωγής.
Η γνώση, η καινοτομία και η εκπαίδευση μπαίνουν σε μεγαλύτερη προτεραιότητα. Στην κάθε φάση σχεδιασμού και εφαρμογής της η ΚΑΠ έχει άμεσες και βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στην αγροδιατροφή της κάθε χώρας καθώς και της Ευρώπης στο σύνολό της. Οι στρατηγικές ΑΑΣΠ, βιοποικιλότητα και περιβάλλον, έχουν και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, καθώς ενσωματώνουν αφενός όλη την αλυσίδα αξίας “απ’ το αγρόκτημα ως το πιάτο” και αφ’ ετέρου, δημόσια αγαθά, όπως το περιβάλλον, το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και την περιφερειακή ανάπτυξη. Επίσης οι στρατηγικές αυτές βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ποσοτικοποίηση και μέτρηση των αποτελεσμάτων και επιπτώσεων στην υγεία, στην ασφάλεια, στο περιβάλλον, στο κλίμα. Για την εφαρμογή και για τη μέτρηση, απαιτούνται τεχνολογικές και επιστημονικές εφαρμογές που διαρκώς εξελίσσονται. Η καινοτομία και η σύνδεση της παραγωγής με την επιστημονική γνώση και τεχνολογία είναι περισσότερο απαραίτητες από ποτέ. Το ΑΣΓΚ (Αγροτικό Σύστημα Γνώσης και Καινοτομίας) ή ΑΚΙS (Agricultural Knowledge and Innovation System) είναι αυτό που αναπτύσσεται και χρηματοδοτείται από την ΕΕ για την σύνδεση της παραγωγής με την επιστημονική γνώση και τεχνολογία. Το σύστημα ΑΣΓΚ μαζί με ένα ολοκληρωμένο σύστημα καλά εκπαιδευμένων, καλά ενημερωμένων, και ανεξάρτητων αγροτικών συμβούλων, είναι απολύτως απαραίτητα για την αγροδιατροφή της νέας εποχής.
Η μεγάλη ευκαιρία της πανδημίας (που δεν πρέπει να πάει χαμένη)
Επιχειρήσαμε να ψηλαφίσουμε τις επιπτώσεις της Covid-19 στην ελληνική αγροδιατροφή, κυρίως αναλύοντας την εμπειρία από την οικονομική κρίση 2008-2017 και αξιολογώντας τον νέο προϋπολογισμό της ΚΑΠ 2021-27. Θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στις αξιολογήσεις καθώς τα στοιχεία είναι νωπά και η πανδημία ακόμα σε εξέλιξη, παρ’ όλα αυτά μπορούμε να τολμήσουμε μερικές διαπιστώσεις. Συνοπτικά, η πρωτογενής παραγωγή στην Ελλάδα δεν αναμένεται να επηρεαστεί από την πανδημία, όπως λίγο επηρεάστηκε από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Η μεταποίηση όμως, η διανομή και η εστίαση θα επηρεαστούν αρνητικά και ίσως πολύ σημαντικά –ειδικά η εστίαση. Η κατάρρευση του τουρισμού θα έχει ίσως κάποιες επιπτώσεις σε συγκεκριμένες μονάδες παραγωγής και μεταποίησης, αλλά στο σύνολο δεν θα επηρεάσει σημαντικά την αγροδιατροφή. Η νέα ΚΑΠ θα έχει στο μέλλον κομβικές επιπτώσεις στη γεωργία και στην αγροδιατροφή.
Η πανδημία συνέβαλε στο να κατανοήσουμε βαθύτερα τον ρόλο της αγροδιατροφής, όχι μόνο στην Covid-19 αλλά και σε μελλούμενες πανδημίες, και μας βοήθησε να αντιληφθούμε τη σημασία της παραγωγής, μεταποίησης, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων ευρύτερα. Στις περισσότερες πρωτεύουσες του κόσμου, με κάποιες -δυστυχώς σημαντικές- εξαιρέσεις, έγινε αντιληπτό ότι η στρατηγική προς την αειφόρο ανάπτυξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα αειφόρο σύστημα αγροδιατροφής. Στις Βρυξέλλες, η εμπειρία της Covid-19 ενσωματώθηκε αμέσως στη στρατηγική για την αγροδιατροφή, για το κλίμα και για τη βιοποικιλότητα. Παρότι η Σύνοδος Κορυφής της 21 Ιουλίου 2020 που συνεδρίασε και αποφάσισε υπό το φάσμα μιας δραματικής επερχόμενης ύφεσης, έδειξε μια υποχώρηση, οι βασικές αρχές των στρατηγικών για την αειφορία φαίνεται να είναι ακόμα ζωντανές στους θεσμούς της Ε.Ε., στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από ό,τι διαφάνηκε και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό ίσως αποτελέσει ένα λάκτισμα προς τις 27 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Αθήνα, για να κάνουν το ίδιο στο μέλλον.
Η χώρα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τη σύνταξη μιας εθνικής στρατηγικής για την αγροδιατροφή, οριζόντια ανά προϊόν, αλλά και γεωγραφικά, θέτοντας την αγροδιατροφή στην προπομπή μιας πορείας προς την αειφόρο ανάπτυξη, όπως έπραξε η Ε.Ε. με την ΑΑΣΠ. Η μείωση των συνθετικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και αντιβιοτικών καθώς και η αύξηση της οικολογικής γεωργίας θα παράξουν ένα εθνικό κοινό αγαθό ωφελώντας κατ’ αρχήν το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα και την ελληνική φύση. Για τη συμβολή της στο κοινό αγαθό του περιβάλλοντος και της φύσης, καθώς και στην οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας και της χώρας, η γεωργία και η αγροδιατροφή αποτελούν εθνική υπόθεση, όχι μόνο της γεωργίας και των γεωργών. Είναι εθνική υπόθεση η γεωργία κυρίως γι’ αυτό: επειδή απέδειξε ότι μπορεί να κρατήσει σταθερό το εισόδημα και την απασχόληση στην ελληνική περιφέρεια. Για να το επιτύχει όμως αυτό η χώρα, απαιτείται άμεσα μια συντονισμένη εθνική στρατηγική. Επειδή αφορά ένα κοινό εθνικό αγαθό, η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να ξεκινά μόνο από τα γραφεία της πλατείας Βάθη. Χρειάζεται και ένας άλλος φορέας-θεσμός που να ενσωματώσει όλους τους εταίρους της αγροδιατροφής. Εκτός από τους αγρότες πρέπει να συμμετέχουν και οι εταίροι της μεταποίησης, της διανομής, της εστίασης και του τουρισμού, καθώς και όλο το σύστημα των αγροτικών εισροών, ακόμη και οι τελικοί καταναλωτές. Απαραίτητος παράγοντας είναι η επιστημονική κοινότητα και κυρίως ένας “μεσολαβητής” που θα μεταδίδει τη γνώση και θα συμβουλεύει τους γεωργούς και τους υπόλοιπους εταίρους καθώς και ένας λειτουργικός, μοντέρνος διοικητικός μηχανισμός για την εφαρμογή και τον έλεγχο.
Τα κλάσματα της ελληνικής γεωργίας μπορούν να βελτιωθούν είτε αυξάνοντας τον αριθμητή (μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία), είτε μικραίνοντας τον παρονομαστή (λιγότεροι δικαιούχοι). Στον παρονομαστή, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να συμβάλουν, ούτε και να επιβιώσουν όλες ανεξαιρέτως οι μικρές εκμεταλλεύσεις, άρα ο παρονομαστής θα συνεχίσει να μειώνεται. Το μικρό μέγεθος όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί με συλλογικές δράσεις, με γνώση και με διαρκή ενημέρωση, με την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και με τη διαρκή συστηματική προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς, της τεχνολογίας και των επιστημονικών εφαρμογών. Ο αριθμητής του κλάσματος, η προστιθέμενη αξία της αγροδιατροφής, έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης και η κατανομή του θα πρέπει να γίνει με κριτήρια ανάπτυξης και αντίστοιχης συμβολής στους εθνικούς στρατηγικούς στόχους. Στον αριθμητή, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά, θα πρέπει να στοχεύσει η εθνική στρατηγική για την αγροδιατροφή.