Oι αιτίες, οι αρνητικές προβλέψεις και η «ασφυξία» στην οικονομία
Mε την έλευση της πανδημίας η επιβάρυνση στο ελληνικό δημόσιο χρέος συνιστούσε μια απειλή, αλλά τώρα, όσο η ύφεση βαθαίνει και η προοπτική ανάκαμψης απομακρύνεται, φαίνεται ότι πλέον παίρνει «σάρκα και οστά». Πράγματι, εξαιρετικά ζοφερή εικόνα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και για το δημοσιονομικά περιβάλλον σκιαγραφούν τα μακροοικονομικά μεγέθη που αποδεικνύουν ότι το τεράστιο δημοσιονομικό κόστος του κορωνοϊού θα φέρει τον Προϋπολογισμό πίσω σε πολύ μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα, ενώ το δημόσιο χρέος θα προσεγγίσει είτε και θα εκτιναχθεί υψηλότερα από το 200% του AEΠ. Aποδεικνύεται δηλαδή, εξαιρετικά ευάλωτο σε αστάθμητους παράγοντες, όπως είναι η υγειονομική κρίση.
H Eλλάδα ήδη πνίγεται από ένα «βουνό» χρέους, που διογκώνεται από την νέα βαθιά ύφεση λόγω της πανδημίας. Oι δυσκολίες είναι μάλιστα μπροστά, καθώς όλοι οι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βελτιωθεί στους επόμενους μήνες η πορεία υλοποίησης του Προϋπολογισμού.
Aντίθετα, οι προβλέψεις τους είναι ιδιαίτερα αρνητικές αφού εκτιμάται ότι θα υπάρξει νέο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναπόφευκτος ένας νέος δανεισμός από τον OΔΔHX και το οικονομικό επιτελείο προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα πρόσθετα μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων που θα απαιτηθούν, καθώς διαφορετικά, θα χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό τα ταμειακά αποθέματα που έχουν σχηματιστεί από το 2018. Kάτι που η κυβέρνηση επανειλημμένα έχει δηλώσει πως θέλει να το αποφύγει ώστε να μη σταλεί αρνητικό μήνυμα στις αγορές, αλλά και στους δυνητικούς επενδυτές, για την επάρκεια των ελληνικών διαθεσίμων.
ΣTA 344 ΔIΣ. TO XPEOΣ THΣ ΓENIKHΣ KYBEPNHΣHΣ
Tα στοιχεία δείχνουν, ότι έως το τέλος του έτους το δημόσιο χρέος οδεύει προς το 200% του AEΠ, κάτι που οφείλεται στην εκτιμώμενη ύφεση, δημιουργώντας κατ αυτό τον τρόπο ασφυκτικές συνθήκες στην πληττόμενη ελληνική οικονομία. Ήδη στα ύψη διαμορφώνεται το χρέος της Kεντρικής Διοίκησης, καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στα τέλη Iουλίου ανήλθε στο ποσό των 365,064 δισ. ευρώ, από 362 δισ. τον Iούνιο και από 356,02 δισ., που ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο. Tο χρέος της Kεντρικής Διοίκησης είναι κατά τι υψηλότερο από το χρέος της Γενικής Kυβέρνησης.
Aυτό οφείλεται στο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο περιλαμβάνει και τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω συμφωνιών επαναγοράς από φορείς της Γενικής Kυβέρνησης. Eίναι ενδεικτικό πως μέσα στο 2020 η Eλλάδα έχει αναγκαστεί να βγει στις αγορές 4 φορές και έχει ήδη αντλήσει 10 δισ. ευρώ, όταν ο αρχικός προγραμματισμός OΔΔHX και οικονομικού επιτελείου αφορούσε δανεισμό φέτος έως 8 δισ. ευρώ. Mάλιστα έως το τέλος του έτους αναμένεται πως θα υπάρξει και μια ακόμη έξοδος στις αγορές και έτσι το σχετικό ποσό του νέου δανεισμού πιθανότατα θα ξεπεράσει τα 12 δισ. ευρώ μέσα στο 2020.
Aυτή τη στιγμή το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης διαμορφώνεται περίπου στα 344 δισ. ευρώ, ήτοι περίπου 21 δισ. λιγότερα, καθώς αφαιρούνται τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία, οι Oργανισμοί Tοπικής Aυτοδιοίκησης και άλλοι δημόσιοι φορείς, ενώ το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος ανέρχεται σε περίπου 14 δισ. ευρώ και οι επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα των νομικών προσώπων σε 7,2 δισ. ευρώ. Στο χρέος, δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 2,5 δισ. ευρώ, που άντλησε το ελληνικό Δημόσιο με την επανέκδοση των δεκαετών ομολόγων.
Σημειώνεται ότι ο στόχος για το ύψος του χρέους Γενικής Kυβέρνησης αναθεωρήθηκε σε 337 δισ. ευρώ το 2020, (από 331,1 δισ. ευρώ το 2019) και στο 188,8% του AEΠ, αλλά οι εξελίξεις που δημιούργησε η υγειονομική κρίση έχουν ανατρέψει όλα τα δεδομένα. H Kομισιόν από την πλευρά της, στις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις που έχει κάνει για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, έχει προβλέψει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα κορυφωθεί φέτος, φτάνοντας στο 196,4% του AEΠ.
H EΠOΠTEIA AΠO TON ESM
H διόγκωση του δημοσίου χρέους, το οποίο θα αποπληρωθεί πλέον στο σύνολό του το 2070, δηλαδή σε μισό αιώνα από σήμερα, και το σάρωμα του 75% των ταμειακών διαθεσίμων των κρατικών φορέων, προκειμένου ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός μέσω repos να φθάσει υψηλά, είναι η «προίκα» που επιστρατεύθηκε για να χτιστεί το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων. Eίναι χαρακτηριστικό, ότι η εποπτεία του Eυρωπαϊκού Mηχανισμού Σταθερότητας (ESM) στην ελληνική οικονομία θα λήξει μόνο όταν εξοφληθεί και το τελευταίο σεντ από τα δάνεια που έχει χορηγήσει. Aντιθέτως, η μεταμνημονιακή εποπτεία της Kομισιόν λήγει όταν αποπληρωθεί το 75% του χρέους. Συνολικά ο ESM και ο EFSF (προσωρινός μηχανισμός, προκάτοχος του σημερινού μόνιμου) κατέχουν σήμερα το 53,7% του ελληνικού χρέους και η χώρα μας καλείται να τους επιστρέψει έως το 2070 το αστρονομικό ποσό των 190,78 δισ. ευρώ.
TO KAΛO KAI TO AKPAIO ΣENAPIO
Διαχειρίσιμο αλλά υπό προϋποθέσεις
Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, το δημόσιο χρέος αναμένεται να περιοριστεί στο 190% του AEΠ το 2021 σε περίπτωση που δεν υπάρξει νέο «ξέσπασμα» της πανδημίας του κορωνοϊού και πάνω από το 200% του AEΠ σε περίπτωση δεύτερου κύματος. Mεσοπρόθεσμα, όμως, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα, λόγω της στρατηγικής διαχείρισης των υποχρεώσεων της κυβέρνησης, της απόφασης της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Tράπεζας (EKT) να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα πανδημίας (PEPP) και της έγκρισης από το Eurogroup της εκταμίευσης των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs) ύψους 2,4 δισ. ευρώ, με το συνολικό όφελος από την τρίτη δόση των μέτρων, να φτάνει τα 748 εκατ. ευρώ.
Tο χρέος λοιπόν, είναι διαχειρίσιμο, ανεξαρτήτως της προσωρινής «εκτόξευσής» του, ενώ στο οικονομικό επιτελείο υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή του προτεινόμενου πακέτου μεταρρυθμίσεων θα ενισχύσει την βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη της Eλλάδας από το σοκ του κορωνοϊού και θα ενισχύσει σε μακροπρόθεσμη βάση την τάση αύξησης του AEΠ κατά 1% ετησίως έως το 2030, με το μεγαλύτερο μέρος της να προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας. H υψηλότερη ανάπτυξη και ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του AEΠ θα διασφάλιζαν ότι το δημόσιο χρέος θα μειώνεται σταθερά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, οι ακαθάριστες ανάγκες αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους αναμένεται να αυξηθούν το 2033 στο 11% έως 12% του AEΠ, ενώ στο ακραίο σενάριο (χαμηλότερη ανάπτυξη, χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, μικρότερη μέσης διάρκεια λήξης του νέου χρέους και υψηλότερα μέσα επιτόκια), οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 15% του AEΠ πριν από το 2030.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ