Η έγκαιρη, στοχευμένη και επαρκής κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του επιχειρηματικού τομέα περιορίζει τις επιπτώσεις της κρίσης του Covid-19 και βοηθά την ανάκαμψη, σημειώνει η τράπεζα
Η πανδημία έπληξε την ελληνική οικονομία – όπως και τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης – με σφοδρότητα από τα τέλη του 1ου τριμήνου του 2020, διακόπτοντας απότομα την ανοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας που διαφαινόταν στις αρχές του έτους, επισημαίνει η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σε ανάλυση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Όπως σημειώνει, η πίεση κορυφώθηκε το 2ο τρίμηνο του 2020, όπως αποτύπωσαν τα στοιχεία για την ύφεση ιστορικών διαστάσεων αυτό το τρίμηνο (πτώση -15,2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση), με έντονη κάμψη της εγχώριας ζήτησης και της τελικής δαπάνης του ιδιωτικού τομέα (τόσο καταναλωτικής όσο και επενδυτικής) καθώς και συρρίκνωση των εξαγωγών εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας και έγκαιρης επιβολής των αναπόφευκτων περιοριστικών μέτρων.
Με τη σταδιακή άρση των περιορισμών και την άμβλυνση της αβεβαιότητας άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης σε ορισμένους τομείς της οικονομίας από τα τέλη του 2ου τριμήνου που ενισχύθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο με το πλήγμα, ωστόσο, στον τουρισμό να παραμένει βαθύ.
Εντούτοις, η ξαφνική εκδήλωση και η ένταση της διαταραχής, που αποτυπώνεται στην πρωτοφανή κάμψη του κύκλου εργασιών του επιχειρηματικού τομέα κατά 31,8% ετησίως το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου, δημιούργησε μία ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα η έντονη συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας – μέσω κατάλληλων δράσεων από τις επιχειρήσεις και επαρκή βοήθεια από το κράτος και το χρηματοπιστωτικό σύστημα – τότε μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρές δυσλειτουργίες στο κύκλωμα διάχυσης της ρευστότητας στην οικονομία, εξαιτίας των λεγόμενων χρηματοπιστωτικών τριβών (financial frictions), οι οποίες μπορεί, εν τέλει, να οδηγήσουν ακόμη και σε χρηματοοικονομική ασφυξία, επιτείνοντας το πλήγμα στην οικονομία (credit/liquidity crunch). Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να εξαντλήσει τα όρια αντοχής ακόμη και υγειών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε αθετήσεις υποχρεώσεων, κλείσιμο επιχειρήσεων, συρρίκνωση της απασχόλησης και ακόμη πιο βαθιά ύφεση.
Ο ανωτέρω μηχανισμός μετάδοσης της διαταραχής λόγω Covid-19 τόσο στο σκέλος της ζήτησης όσο και στο σκέλος της ρευστότητας έχει ως επίκεντρο τον επιχειρηματικό τομέα. Οι αποφάσεις και η προσαρμογή των ελληνικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τη βοήθεια που θα τους παρασχεθεί στο σκέλος της ρευστότητας, θα είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες του τελικού αντίκτυπου καθώς και της ταχύτητας της ανάκαμψης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εισάγει μια πρωτότυπη προσέγγιση προκειμένου να διασυνδέσει τα ευρήματα από μια λεπτομερή επιχειρηματική ανάλυση ενός περιεκτικού δείγματος 30.000 επιχειρήσεων (που αντιστοιχούν στα ⅔ τον πωλήσεων στο σύνολο της οικονομίας και στο μισό περίπου ΑΕΠ, ομαδοποιημένων σε 11 βασικούς κλάδους) τόσο με τις συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες του εταιρικού τομέα όσο και με την πορεία μακροοικονομικών μεγεθών όπως το ΑΕΠ και η απασχόληση.
Συγκεκριμένα, καταρτίζεται ένας ενοποιημένος ισολογισμός για τον επιχειρηματικό κλάδο που επιτρέπει την αναλυτική διερεύνηση της προσαρμογής των συνιστωσών του κόστους στη μείωση του κύκλου εργασιών, αλλά και τον υπολογισμό των χρηματοδοτικών αναγκών που απορρέουν.
Στην ανάλυση συνεκτιμώνται δημοσιονομικά μέτρα και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που ενεργοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες σε συνδυασμό με επιπρόσθετα μέτρα με εφαρμογή στο 2ο εξάμηνο του έτους, τα οποία συνδυαστικά εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα €17 δις, με τουλάχιστο τα ⅔ από αυτά να στοχεύουν, έμμεσα η άμεσα, στη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Η εν λόγω ανάλυση γίνεται τόσο σε ενοποιημένη βάση όσο και σε μεμονωμένους κλάδους για ξεχωριστές ομαδοποιήσεις, ανάλογα με το μέγεθος και τη δανειακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων.
Η μεθοδολογία επιτρέπει, επίσης, τη διερεύνηση των επιδράσεων στο συνολικό ΑΕΠ – όπως καταρτίζεται από το σκέλος του εισοδήματος – συνδυάζοντας την επιχειρηματική πληροφόρηση για την πορεία των κερδών και της αμοιβής της εργασίας με εκτιμήσεις για τις αντίστοιχες τάσεις στο υπόλοιπο της οικονομίας, με τις τελευταίες να εμφανίζουν μεγαλύτερη σταθερότητα διαχρονικά λόγω, κυρίως, της επίδρασης της δραστηριότητας του δημόσιου τομέα. Αντιστοίχως, διερευνώνται και οι επιδράσεις στην απασχόληση και την ανεργία.
Υποθέτοντας ότι η πανδημία στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι το τέλος του έτους και σε αντιστοιχία με ένα σενάριο συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 7½ % στο σύνολο του 2020, εκτιμούμε ότι οι πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα θα μειωθούν κατά 19% το 2020 (δηλαδή, περίπου κατά €50 δισ.).
Σύμφωνα με το «Υπόδειγμα Ενοποιημένου Ισολογισμού του Επιχειρηματικού Τομέα», η εν λόγω πτώση της ζήτησης (παρά την προσπάθεια περιορισμού του κόστους μέσω, μεταξύ άλλων, μείωσης της δαπάνης για πρώτες ύλες από την πλευρά των επιχειρήσεων) εκτιμάται ότι θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας ένα κενό ρευστότητας της τάξης των €33 δις. Στο σημείο αυτό, επισημαίνουμε ότι οι υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης παρουσιάζονται στον κλάδο του εμπορίου (€12 δις), ενώ οι πιο επείγουσες στην εστίαση (55% των πωλήσεων).
Η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση (όπως επιδοτήσεων εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολής επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνεις), σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να «παγώσουν» την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου €12 δις. Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το ½ του διαθέσιμου «ταμειακού μαξιλαριού» που έχουν (περίπου €6 δις), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα €15,5 δις, το οποίο εκτιμούμε ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από:
• την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (€9 δις), καθώς και
• την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών.
Συνεπώς, με την ταυτόχρονη αντίδραση (α) των επιχειρήσεων (περιορισμός κόστους), (β) της κυβέρνησης (μέτρα ελάφρυνσης και στήριξης τραπεζικού δανεισμού) και (γ) των τραπεζών (πάγωμα χρεολυσίων, αναχρηματοδοτήσεις και νέος δανεισμός), το κενό ρευστότητας που δημιούργησε η πτώση της ζήτησης λόγω πανδημίας σχεδόν καλύπτεται. Έτσι, φαίνεται ότι λειτουργεί ένα επιτυχές «φρένο» στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα πρόκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων), υπό την προϋπόθεση ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους.
Επιπλέον, το υπόδειγμά μας εκτιμά ότι η πτώση του επιχειρηματικού ΑΕΠ (εκτιμώμενου βάσει των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στον επιχειρηματικό τομέα) θα είναι της τάξης του 12% το 2020 (περίπου €10 δις), αντανακλώντας συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών κατά 15% (περίπου €7 δις) και πτώση του εισοδήματος εργασίας κατά €3 δις (-8% σε ετήσια βάση συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης). Η μείωση των συγκεκριμενών μεγεθών (κερδών και αμοιβής εργασίας) σε επίπεδο οικονομίας θα είναι σημαντικά ηπιότερη 10.0% και 5.8% ετησίως αντίστοιχα λόγω, κυρίως, της ανθεκτικότητας της δραστηριότητας του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων και του τομέα υγείας) και του πρωτογενούς τομέα. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις είναι συμβατές με ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020.
Ως εκ τούτου, στο σκέλος της αγοράς εργασίας, η μείωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αναμένεται να κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, με άνω του 90% από την απώλεια θέσεων εργασίας να προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας θα κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, αλλά θα επανέλθει άμεσα σε πτωτική τάση και σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα του 20% το 4ο τρίμηνο του 2020. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους – με χρήση στοχευμένων μόνο παρεμβάσεων – χωρίς την ανάγκη λήψης εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και χωρίς σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στο υπόλοιπο του έτους.