H Allianz παρουσίασε την 11η έκδοση του “Global Wealth Report”, η οποία μελετά την κατάσταση του ενεργητικού και του χρέους των νοικοκυριών σε σχεδόν 60 χώρες.
Έτος αντιθέσεων
Ποτέ στα τελευταία δέκα χρόνια, δεν είχαμε καταγράψει μια τόσο μεγάλη αύξηση πλούτου: Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (περιλαμβάνουν μετρητά και τραπεζικές καταθέσεις, απαιτήσεις από ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, μετοχές, ομόλογα και επενδυτικά κεφάλαια) αυξήθηκαν κατά 9,7% το 2019, σημειώνοντας την ισχυρότερη ανάπτυξη από το 2005.
Αυτή η απόδοση προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το 2019 είχε αμαυρωθεί απόκοινωνικές αναταραχές, κλιμακούμενες εμπορικές συγκρούσεις και βιομηχανική ύφεση. Αλλά καθώς οι κεντρικές τράπεζες ανέστρεψαν την πορεία και ξεκίνησαν ευρεία νομισματική χαλάρωση, οι χρηματιστηριακές αγορές αποσυνδέθηκαν από τα βασικά οικονομικά δεδομένα και σημείωσαν αύξηση 25%, ανεβάζοντας παράλληλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία: Η κατηγορία περιουσιακών στοιχείων των τίτλων αυξήθηκε κατά 13,7% το 2019.
Ποτέ δεν είχε υπάρξει ταχύτερη ανάπτυξη εντός του 21ου αιώνα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των άλλων δύο κύριων κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων ήταν χαμηλότεροι – αλλά εξακολουθούν να είναι εντυπωσιακοί: Οι ασφαλίσεις και οι συντάξεις αυξήθηκαν κατά 8,1%, αντανακλώντας κυρίως την άνοδο των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ενώ οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 6,4%. Στην πραγματικότητα, όλες οι κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων σημείωσαν σημαντική αύξηση, πάνω από τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους τους, από την εποχή της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης (GFC).
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του 2019: Στη διάρκεια των χρόνων, οι αναδυόμενες αγορές κυριαρχούσαν στον πίνακα κατάταξης περιφερειακής ανάπτυξης. Αυτό δε συνέβη το 2019. Οι περιοχές που είδαν την ταχύτερη ανάπτυξη ήταν, μακράν, οι πλουσιότερες: Η Βόρεια Αμερική και η Ωκεανία, όπου τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 11,9%. Κατά συνέπεια, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, οι αναδυόμενες αγορές δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τους πολύ πλουσιότερους ανταγωνιστές τους. Η περίοδος σύγκλισης έχει σταματήσει.
Κρίση; Ποια κρίση;
Η ίδια ιστορία πρόκειται να επαναληφθεί το 2020 – αλλά σε ακραία μορφή. Καθώς ο Covid-19 βύθισε την παγκόσμια οικονομία στη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων 100 χρόνων, οι κεντρικές τράπεζες και οι δημοσιονομικές αρχές σε όλο τον κόσμο πυροδότησαν πρωτοφανή νομισματικά και δημοσιονομικά «υπερ-όπλα»,προστατεύοντας τα νοικοκυριά και τα χρηματοοικονομικά τους περιουσιακά στοιχεία από τις συνέπειες ενός κόσμου σε σύγχυση.
Εκτιμούμε, σημειώνει η Allianz, ότι τα νοικοκυριά μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τις απώλειες του πρώτου τρίμηνου και κατέγραψαν μια ελαφρά αύξηση 1,5% στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2020, καθώς οι τραπεζικές καταθέσεις, τροφοδοτούμενες από γενναιόδωρα δημόσια προγράμματα στήριξης και προληπτική αποταμίευση, αυξήθηκαν κατά 7,0%. Είναι πολύ πιθανό, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών να έχουν θετικό πρόσημο στο τέλος του 2020, δηλαδή του έτους της πανδημίας.
«Προς το παρόν, η νομισματική πολιτική «εμβολιάζει» τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία εναντίον του Covid-19», δήλωσε ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz. «Αλλά δεν πρέπει να γελιόμαστε. Τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια είναι “ένα γλυκό δηλητήριο”. Υπονομεύουν τη συσσώρευση πλούτου και επιδεινώνουν την κοινωνική ανισότητα, καθώς οι ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων μπορούν να αποκτήσουν απροσδόκητα κέρδη. Αυτό δεν είναι βιώσιμο. Το να σώζεις μία κατάσταση δεν είναι το ίδιο με το να κερδίζεις το μέλλον. Για το λόγο αυτό, χρειαζόμαστε τώρα, περισσότερο από ποτέ διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη μετά-Covid-19 εποχή, για να θέσουμε τα θεμέλια για μια ανάπτυξη, χωρίς αποκλεισμούς».
Αντιστροφή τάσεων
Το χάσμα πλούτου μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών έχει διευρυνθεί ξανά. Το 2000, τα καθαρά κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ήταν κατά 87 φορές υψηλότερα, κατά μέσο όρο, στις προηγμένες οικονομίες από ό, τι στις αναδυόμενες αγορές; έως το 2016 η αναλογία αυτή είχε μειωθεί στο 19. Από τότε, αυξήθηκε ξανά στο 22 (το 2019).
Αυτή η αναστροφή της τάσης σύγκλισης είναι εκτεταμένη: για πρώτη φορά, ο αριθμός των μελών της παγκόσμιας μεσαίας τάξης πλούτου έχει μειωθεί σημαντικά, από πάνω από 1 δισεκατομμύριο άτομα το 2018 σε μόλις 800 εκατομμύρια άτομα το 2019. Ωστόσο, εξετάζοντας τις εξελίξεις από την αρχή του αιώνα, η άνοδος των αναδυόμενων αγορών παραμένει εντυπωσιακή.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του πληθυσμού, η παγκόσμια τάξη μεσαίου πλούτουαυξήθηκε σχεδόν κατά 50% και η τάξη υψηλού πλούτου κατά 30% – ενώ η τάξη χαμηλού πλούτου μειώθηκε σχεδόν κατά 10%. Παρά αυτήν την πρόοδο, ο κόσμος παραμένει εξαιρετικά άνισος. Το πλουσιότερο 10% παγκοσμίως – 52 εκατομμύρια άτομα με μέσα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία €240.000, στις χώρες που εξετάζουμε – κατέχουν από κοινού περίπου το 84% του συνόλου των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων το 2019.
Μεταξύ αυτών, το πλουσιότερο 1% – με μέσο καθαρό χρηματοοικονομικό ενεργητικό άνω του €1,2 εκατ. – κατέχει σχεδόν το 44%. Η εξέλιξη από την αλλαγή της χιλιετίας είναι εντυπωσιακή. Ενώ το μερίδιο του πλουσιότερου 10% μειώθηκε κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες, αυτό του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Με βάση αυτό, οι υπερ-πλούσιοι φαίνεται ότι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την υπόλοιπη κοινωνία.
«Είναι πολύ ανησυχητικό το ότι το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρώνάρχισε να διευρύνεται και πάλι, ακόμη και πριν έρθει ο Covid-19», σχολίασε η Patricia Pelayo Romero, εκ των συντακτών της έκθεσης. «Καθώς η πανδημία πιθανότατα θα αυξήσει περαιτέρω την ανισότητα, θα αποτελέσει ένα παράγοντα υποτροπής όχι μόνο στην παγκοσμιοποίηση, αλλά και στη διαταραχή της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών υγείας, ιδίως σε χώρες με χαμηλό εισόδημα. Εάν όλο και περισσότερες οικονομίες γίνονται εσωστρεφείς, ο κόσμος στο σύνολό του θα είναι φτωχότερος».
Ελλάδα: Ισχυρή ανάκαμψη
Τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 8,8% το 2019, έχοντας μειωθεί κατά 6,9% το προηγούμενο έτος, καταγράφοντας έτσι την ταχύτερη αύξηση σε έξι χρόνια. Η κύρια αιτία αυτής της ισχυρής απόδοσης βρίσκεται στην κατηγορία περιουσιακών στοιχείων των τίτλων που σημείωσαν άνοδο της τάξης του 33,4%, χάρη στην άνθηση των χρηματιστηρίων.
Ένα άλλο φωτεινό σημείο ήταν η ασφάλιση και οι συντάξεις που αυξήθηκαν κατά 13,5%, σημειώνοντας την υψηλότερη ανάπτυξη από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση. Οι τραπεζικές καταθέσεις, από την άλλη πλευρά, μειώθηκαν κατά 1,9%, για πέμπτο συνεχές έτος.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στο δείγμα μας, όπου οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν μειωθεί την τελευταία δεκαετία, όχι οριακά αλλά κατά 26%,αποκαλύπτοντας τη σοβαρότητα της κρίσης και τις δυσκολίες των ελληνικών νοικοκυριών να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Ωστόσο, η κατηγορία αυτή περιουσιακών στοιχείων παραμένει η πιο δημοφιλής μεταξύ των Ελλήνων αποταμιευτών με μερίδιο χαρτοφυλακίου 58,2%, συγκριτικά με τους τίτλους, ιδιαίτερα των ασφαλίσεων και των συντάξεων με ποσοστά της τάξης του 34,0% και του 4,7%, αντίστοιχα.
Μετά από ένα χρόνο ανάπτυξης (+ 2,0% το 2018), οι υποχρεώσεις συνέχισαν να μειώνονται το 2019, κατά 5,2%. Το συνολικό χρέος έχει μειωθεί κατά 29% μετά το ανώτατο επίπεδό του το 2010 – στην πραγματικότητα, η Ελλάδα, είναι μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη (μαζί με την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία) πουμείωσε το συνολικό χρέος – το κατά κεφαλήν χρέος μειώθηκε κατά περίπου €3.800 και ο δείκτης χρέους (υποχρεώσεις ως % του ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες. Με 58% στο τέλος του 2019, είναι τώρα πολύ κάτω από τον περιφερειακό μέσο όρο του 75% και σχεδόν ισοδύναμος με τον δείκτη χρέους των φειδωλών γερμανικών νοικοκυριών.
Τέλος, τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 20,9%. Με καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κατά κεφαλήν της τάξης των 15.360 ευρώ, η Ελλάδα παρέμεινε στην 30η θέση στην κατάταξη των 20 πλουσιότερων χωρών, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
Ένα άλλο μοναδικό, αλλά λυπηρό ρεκόρ για την Ελλάδα: Είναι η μόνη χώρα, όπου τα καθαρά κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σήμερα είναι, σε ονομαστικούς όρους, κάτω από το επίπεδο που κατεγράφετο πριν από τη Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση (GFC): κατά μέσο όρο, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν χάσει το 21% του πλούτου τους, ή διαφορετικά €4.100.