Οι επιπτώσεις στην οικονομία και στην τσέπη των καταναλωτών από το ενδεχόμενο μιας νέας καραντίνας
Ολοένα και πιο κοντά βρισκόμαστε στο σενάριο για ένα καθολικό lockdown, σε περίπτωση που δεν υπάρξει πειθαρχία στα μέτρα και φανούν αποτελεσματικά απέναντι στην διασπορά του ιού που είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα.
Το μηνιαίο κόστος επιβολής ενός καθολικού lockdown, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, είναι περίπου στο 2,5%-3% του ΑΕΠ, ενώ τα ταμειακά πολεμοφόδια ανέρχονται περίπου σε 37,5 δισ. ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Με την εμφάνιση της πανδημίας, κατά το 1ο εξάμηνο του 2020, η κυβέρνηση έλαβε μία σειρά παρεμβάσεων και σύμφωνα με τον προϋπολογισμό οι παρεμβάσεις αυτές είναι συνολικής αξίας 24,156 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 21,468 δισ. ευρώ αφορούν το 2020 και 2,688 δισ. ευρώ αναμένεται να επηρεάσουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021.
Αν κριθεί αναγκαίο η Περιφέρεια της Αττικής να “κλείσει”, οι επιπτώσεις του μέτρου θα είναι σημαντικές στην οικονομία. Η συμβολή της Περιφέρειας Αττικής στην οικονομία αγγίζει τα 86 δισ. ευρώ -και ειδικά του κέντρου της Αθήνας ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ που σημαίνει ότι περισσότερο από το 47% του ΑΕΠ παράγεται στο Λεκανοπέδιο. Εκτιμάται πως ένα ενδεχόμενο 15ήμερο lockdown στην Αττική θα έχει κόστος στην οικονομία 500 – 600 εκατ. ευρώ, σε μία περίοδο που οι κλάδοι της εστίασης και του λιανεμπορίου έχουν ήδη «γονατίσει».
Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά ένα πολύ προσεκτικά σχεδιασμένο δεκαπενθήμερο lockdown στην Αττική, που θα αφορά τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως εμπόριο, υπηρεσίες και εστίαση, θα κοστίσει μια μείωση τουλάχιστον 0,5% του ετήσιου ΑΕΠ, δηλαδή απώλειες τζίρου περίπου 1 δισ. ευρώ. Προειδοποιεί πως αυτές οι δεκαπέντε ημέρες θα σημαίνουν υψηλότερη ανεργία, θέτοντας σε κίνδυνο επιπλέον 110.000 θέσεις εργασίας και πολύ πιθανόν νέα λουκέτα. Ταυτόχρονα τα μέσα εισοδήματα θα χάσουν άλλα 800 εκ. ευρώ και τα κόκκινα δάνεια θα αυξηθούν κατά 8 δις ευρώ, ενώ οι οφειλές κατά 1,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα ελληνικά νοικοκυριά, μόνο στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, έχασαν από το διαθέσιμο εισόδημά τους 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ ή 11,8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διαμορφώθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε 28,96 δισεκατομμύρια ευρώ, από 32,83 δισεκατομμύρια ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Σχεδόν ανάλογη ήταν και η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά καθώς διαμορφώθηκε σε 28,4 δισεκατομμύρια ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2020 έναντι 32,5 δισεκατομμυρίων ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2019, δηλαδή μειώθηκε κατά 12,7%.
Από την πλευρά της η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (Οκτώβριος 2020) εκτιμά πως το δεύτερο τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 10% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε έως 200 ευρώ αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβανε από 400 έως 600 ευρώ μειώθηκε από 16,3% σε 12,3%, ενώ το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των απασχολουμένων είχε αποδοχές λιγότερες των 1.000 ευρώ.
Τέλος, το προσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει τα εξής:
1. Το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα προ κορωνοϊού το 2020 υπολογιζόταν στις 10.240 ευρώ. Μετά την πανδημία, το εισόδημα αυτό υπολογίζεται ότι θα είναι 291,31 ευρώ λιγότερο ή μειωμένο κατά 2,84%.
2. Στο χαμηλότερα εισοδήματα (μέσο εισόδημα 2.945 ευρώ) σημειώνεται αύξηση 1,94%λόγω των μέτρων στήριξης και υψηλότερο (μέσο εισόδημα 25.282 ευρώ) μείωση 5,5%.
3. Για το 2021 υπολογίζεται ότι, μετά τα μέτρα στήριξης, το μέσο εισόδημα θα είναι υψηλότερο κατά 54 ευρώ ή κατά 0,53% σε σύγκριση με το προ κορωνοϊού εισόδημα.
4. Ο δείκτης φτώχειας ήταν στο 18,05% προ κορωνοϊού και αυξάνεται το 2020 κατά 0,42%. Το 2021, μετά τη λήψη όλων των μέτρων, η φτώχεια μειώνεται κατά 0,11%, σε σύγκριση με το προ πανδημίας επίπεδο του 2020. Ως όριο της φτώχειας είναι το εισόδημα 5.260,84 ευρώ.