«Η ελληνική οικονομία και κοινωνία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το 2020 μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Mια πρωτοφανή διεθνή υγειονομική κρίση που προκάλεσε ταυτόχρονα δυσμενέστατες οικονομικές συνέπειες και αντέστρεψε την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί κατά 10,5% το 2020 και οι πραγματικές επενδύσεις κατά 14,3%, με αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, (7,6%), να αποτελεί αρνητικό ρεκόρ ίσως δεκαετιών. Θα χρειαστούμε καλές οικονομικές συνθήκες για τρία χρόνια για να επιστρέψει το ΑΕΠ της χώρας στα επίπεδα του 2019», γράφει σε άρθρο του στα Νέα ο κ. Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος Grant Thornton Ελλάδος.
Όπως επισημαίνει, «Παραδόξως οι διεθνείς αγορές παραμένουν αισιόδοξες κυρίως λόγω της προόδου που συντελείται παγκοσμίως ως προς την ανακάλυψη και χρήση εμβολίων για τον COVID 19, τη συνακόλουθη προσδοκώμενη ανάκαμψη των οικονομιών και το ιστορικά χαμηλό, αν όχι αρνητικό, επίπεδο επιτοκίων αγοράς διεθνώς».
Ο κ. Καραμούζης εκτιμά ότι, «το τέλος της πανδημίας θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία και την Ελλάδα, σε έντονη ανάκαμψη των οικονομιών τους, κυρίως από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μετά. Αλλά η πανδημία, θα αφήσει πίσω διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, σοβαρές οικονομικές πληγές και σημαντικές προκλήσεις. Κυριότερες η υπερχρέωση του δημόσιου τομέα και των επιχειρήσεων, η άνοδος της ανεργίας, των ανισοτήτων και της φτώχειας, καθώς και μονιμότερα προβλήματα και διαταραχές σε ορισμένους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας που ίσως διαρκέσουν χρόνια όπως, στις αερομεταφορές, την εστίαση, τις τράπεζες, τα ξενοδοχεία, τα εμπορικά ακίνητα και γραφεία, τη διασκέδαση, τα διαρκή και πολυτελή αγαθά, τα ταξίδια, τον τουρισμό, την εφοδιαστική αλυσίδα, την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα η κρίση της πανδημίας επιτάχυνε μία σειρά από δυναμικές διαρθρωτικές αλλαγές και τάσεις στην οικονομία, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ευνόησε δε μία σειρά από δραστηριότητες και κλάδους που συνδέονται με την ψηφιακή οικονομία, τα supermarkets, τη φαρμακοβιομηχανία, την εξ αποστάσεως εργασία, την υγιεινή διατροφή και τα προϊόντα, τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την πράσινη οικονομία, τις μεταφορές, τις αποθηκεύσεις και τις υποδομές.
Η χώρα μας θα βρεθεί να αντιμετωπίσει μετά την πανδημία, σειρά σοβαρών προκλήσεων υψηλού κινδύνου, αλλά θα δημιουργηθούν και σημαντικές ευκαιρίες οικονομικής ανάταξης. Αν αντιμετωπιστούν επιτυχώς, με τολμηρή ανάληψη ρηξικέλευθων και αντισυμβατικών πρωτοβουλιών, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει το πρόβλημα σε ευκαιρία, τη στασιμότητα σε ανάπτυξη, το ξεπερασμένο παραγωγικό πρότυπο, σε ζωντανό και ανταγωνιστικό οικονομικό οργανισμό ανοικτής οικονομίας, που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας, ευκαιρίες, εισοδήματα και πλούτο, και θα προσελκύει επενδύσεις, κεφάλαια και το ενδιαφέρον της διεθνούς οικονομικής και επενδυτικής κοινότητας».
Αλλά ποιες είναι οι κρίσιμες προκλήσεις και ευκαιρίες για τη χώρα μας; διερωτάται ο κ. Καραμούζης.
«Η έξοδος από την πανδημία θα αφήσει πίσω της μία σημαντική δημοσιονομική εκτροπή. Η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα -7,2% το 2020, -3,9% το 2021 και το Δημόσιο Χρέος ως προς το ΑΕΠ στο 208,9% το 2020, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας από το 2022 και μετά, είναι αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της αναπτυξιακής προοπτικής και τη διατήρηση της απρόσκοπτης πρόσβασης της χώρας στις αγορές κεφαλαίου. Η προσαρμογή δεν πρέπει να στηριχθεί στην υπερφορολόγηση και τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες πρέπει να αυξηθούν σημαντικά ως αναπτυξιακός καταλύτης, αλλά στην εκλογίκευσή των δαπανών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την εξυγίανση των ΔΕΚΟ, την εκλογίκευση των ασφαλιστικών και κοινωνικών επιβαρύνσεων.
Τα τρέχοντα ιστορικά χαμηλά επιτόκια διεθνώς δεν θα διατηρηθούν για πάντα και η πιθανή άνοδος τους στο μέλλον, καθώς και των ασφαλίστρων κινδύνου, θα αποσταθεροποιήσουν τη δυναμική του δημόσιου χρέους, εκτός και αν σημειωθεί εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ και πειστική δημοσιονομική προσαρμογή.
Η προηγούμενη κρίση χρέους δημιούργησε στην Ελλάδα ένα τεράστιο κενό ιδιωτικών επενδύσεων και αποταμίευσης, που η πρόσφατη υγειονομική κρίση όξυνε περαιτέρω. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν μειωθεί σε ποσοστό ρεκόρ, ενώ η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει καταρρεύσει. Χρειαζόμαστε, ως αναγκαία συνθήκη αναπτυξιακής ώθησης, πολιτικές που θα οδηγήσουν σε μία εντυπωσιακή και διατηρήσιμη ανάκαμψη των ιδιωτικών, δημόσιων και ξένων επενδύσεων για πολλά χρόνια.»
Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, «Άξονες δράσης, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους € 32 δις και η μόχλευσή τους με ιδιωτικές επενδύσεις, πολιτικές ισχυρής ανάκαμψης των εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων, νέο ελκυστικό πλαίσιο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων, ισχυρό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και συν-επενδύσεων με τον ιδιωτικό τομέα κυρίως στις κοινωνικές, οικονομικές και ψηφιακές υποδομές, την ψηφιοποίηση της οικονομίας και την πράσινη ανάπτυξη, νέο ανταγωνιστικό πλαίσιο φορολογίας, κόστους ενέργειας και χρήματος, με την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και διευρυμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Η υγεία, η παιδεία, η πράσινη ενέργεια, τα αγροτοδιατροφικά συμπλέγματα, τα ακίνητα, η ναυτιλία, η εγκατάσταση ξένων κατοίκων στην Ελλάδα, η ελαφρά βιομηχανία και ο κλάδος φαρμάκων και οι υποδομές μεταφορών και αποθήκευσης, μπορούν να αποτελέσουν τους νέους κλάδους αιχμής και προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα, παράλληλα με την αναβάθμιση των παραδοσιακών αναπτυξιακών κλάδων, όπως ο τουρισμός και η μεταποίηση.
Απαιτείται επίσης επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων όπου καθυστερούν, ιδιαίτερα στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της ψηφιακής ολοκλήρωσης, της δικαιοσύνης, του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, της παιδείας, της υγείας, της περιστολής της φοροδιαφυγής, της γραφειοκρατίας, του περιορισμού των αντικινήτρων και εμποδίων για επενδύσεις και παραγωγική δραστηριότητα και ο επανασχεδιασμός της κοινωνικής πολιτικής και των κοινωνικών υποδομών.
Η Ελλάδα έχει επίσης να αντιμετωπίσει την πρόκληση του παραγωγικού μετασχηματισμού της, της μετάβασής της από ένα εσωστρεφές, καταναλωτικό και κρατικοκεντρικό σύστημα οικονομίας, που μας οδήγησε στη χαμηλή παραγωγικότητα και στη βαθιά κρίση και στασιμότητα της περασμένης δεκαετίας, σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο εξωστρέφειας, επενδύσεων, ανταγωνιστικότητας και υψηλής παραγωγικότητας εγχώριας και προστιθέμενης αξίας.
Ο ανωτέρω αναγκαίος μετασχηματισμός, είναι ο μόνος δρόμος για τη σταθερή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, των εισοδημάτων για την άσκηση αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής.
Είναι φανερό ότι προϋποθέτει δομικές αλλαγές, σχέδιο και χρόνο για να υλοποιηθεί. Η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα δράσης προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά πρέπει να ξεπεράσει τις καθυστερήσεις και τον αποπροσανατολισμό που προκάλεσε ο Covid-19, την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να υλοποιήσει πολύπλοκα και απαιτητικά σχέδια και το σύνηθες έλλειμα πολιτικής βούλησης που δημιουργούν ο πολιτικός κύκλος και οι αντιδράσεις των κατεστημένων συμφερόντων της κλειστής οικονομίας και του προστατευτισμού».