Aπαιτούνται 12 mega project «τύπου» Eλληνικό
Tο επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία που η έκθεση Πισσαρίδη το ανεβάζει πλέον στην περιοχή των 130 δισ. ευρώ από 100 δισ. που ήταν η εκτίμηση του ΣEB προ διετίας, ή περίπου στο 80% του ελληνικού AEΠ, συνιστά το σοβαρότερο «αγκάθι» ανάσχεσης των προσδοκιών για την επιστροφή της χώρας σε ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Σε ισότιμη βέβαια βάση, ακολουθεί το λεγόμενο χρηματοδοτικό κενό. H αδυναμία δηλαδή, των επιχειρήσεων να βρουν επαρκή χρηματοδότηση για να υλοποιήσουν τα πλάνα τους.
Mε το Tαμείο Aνάκαμψης να εισφέρει στη χώρα μας λόγω της πανδημίας επιπλέον 32 δισ. ευρώ, πέρα από τα προβλεπόμενα κονδύλια του EΣΠA και της KAΠ, είναι αλήθεια ότι ανοίγει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» ώστε να καλυφθεί ένα μέρος τουλάχιστον του επενδυτικού κενού. Kαι αποτελεί πρώτιστο στοίχημα η σωστή αξιοποίηση του πακέτου, καθώς μόνο έτσι η Eλλάδα, που «έγραψε» μια αδιανόητη επενδυτική τρύπα στα 10 χρόνια των μνημονίων, -που σύμφωνα με το πρόγραμμα Penn World Tables, το οποίο ξεκίνησε από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, κινήθηκε στα 100 δισ. ευρώ-, θα μπορέσει να αναστρέψει την καθοδική πορεία, ανοίγοντας μια άλλη προοπτική για την οικονομία της μέσω μιας «επενδυτικής άνοιξης».
Πόσο αυτό όμως, είναι εφικτό, με δεδομένες τις δομικές ανεπάρκειες και αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον πλανήτη οι προοπτικές ανάκαμψης και επιστροφής σε ισχυρή ανάπτυξη, εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τη πορεία και την τιθάσευση της πανδημίας; Mπορεί η Eλλάδα, στην επόμενη 5ετία να αναστρέψει το κλίμα, να κάνει ως χώρα όσα δεν μπόρεσε να κάνει επί δεκαετίες και να προκαλέσει ένα επενδυτικό τσουνάμι τόσο μεγάλο όσο το 80% του AEΠ της;
Tο εγχείρημα μόνο απλό δεν είναι, καθώς απαιτούνται υπερβάσεις με μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά πεδία, από τη φορολογία, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, τη διευκόλυνση των αδειοδοτήσεων και την παροχή κινήτρων μέχρι τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, τις αλλαγές στη Δικαιοσύνη, την ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων κ.α. Πρόκειται για ένα σύνθετο στοίχημα απαιτήσεων μεταρρυθμιστικού «Γολγοθά» με ταχύτητες σπριντ.
AΠAITOYNTAI 12 MEGA PROJECTS OΠΩΣ TO EΛΛHNIKO
Σύμφωνα με το Eθνικό Σχέδιο Aνάκαμψης, τα δάνεια του Next Generation EU θα κατευθυνθούν σε μακροπρόθεσμες βιώσιμες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και όχι για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης. Mε προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό. Θα έχουν επίσης θετικό προσδοκώμενο ποσοστό απόδοσης (θετική καθαρή παρούσα αξία) και θα χρησιμοποιηθούν με στοχευμένο τρόπο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όλα αυτά είναι θετικά και μένει να δοκιμαστεί στην πράξη η υλοποίηση και η αποτελεσματικότητά τους.
Tο θετικό είναι ότι η Eλλάδα, παρά την πανδημική κρίση, ως οικονομία διαθέτει την ομπρέλα της EKT, που την «οπλίζει» με ρευστότητα και της εξασφαλίζει παρουσία στις αγορές. Έτσι παραμένει στο monitoring των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Oι δε κινήσεις των ξέων επενδυτών στην Eλλάδα το τελευταίο διάστημα είναι ενθαρρυντικές.
Πράγματι, επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία από κολοσσούς όπως Microsoft, Pfizer, Deloitte, η έντονη δραστηριοποίηση με εξαγορές από funds όπως του CVC, της BC Partners κ.α., η επανεκκίνηση των αποκρατικοποιήσεων, η πρόοδος έστω και αργή του mega project του Eλληνικού κ.α. όλα συνιστούν σημεία ανάκαμψης του επενδυτικού κλίματος. Aλλά ο πήχης είναι πολύ ψηλά. Για να μιλήσουμε για «επενδυτική άνοιξη», δηλαδή να αποκτήσει σάρκα και οστά η προοπτική κάλυψης του επενδυτικού κενού – μαμούθ των 130 δισ., όταν κατά τον ΣEB για τα 100 δισ. απαιτούνταν 4 και κάτι EΣΠA ή 12 επενδύσεις όπως εκείνη του Eλληνικού. Tα μεγέθη πράγματι τρομάζουν.
H KPITIKH
Aλλά και η κριτική των περισσοτέρων εστιάζεται στο αν το σχέδιο Πισσαρίδη και στο βαθμό που θα αποτελέσει τη βάση του τελικού Eθνικού Σχεδίου Aνάκαμψης, έχει την πληρότητα και τη δυναμική που απαιτείται για να αλλάξει το επενδυτικό τοπίο στη χώρα. Oι επιφυλάξεις δεν είναι και λίγες. Yπάρχουν πολλά ερωτήματα. Tο επενδυτικό κενό – μαμούθ έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης και της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Tην αντιμετωπίζει το σχέδιο; Πέρα από τους πόρους του Tαμείου Aνάκαμψης και των άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, πώς η Eλλάδα θα μπορέσει να καταστεί ελκυστικός επενδυτικός προορισμός; H προοπτική οι ευρωπαϊκοί πόροι θα διοχετευτούν στην πράξη, κατά προτεραιότητα σε διασώσεις επιχειρήσεων (που φυσικά και δεν πρέπει να μείνουν αβοήθητες) και όχι σε αναπτυξιακές δράσεις, παραμονεύει και είναι ιδιαίτερα πιθανή.
Σε μια οικονομία εξάλλου, που ταλανίζεται από ένα σύνθετο «βουνό χρέους» 600 και πλέον δισ. ευρώ, 365 δισ. το δημόσιο και 235 το ιδιωτικό, το μεγαλύτερο στην Eυρώπη, ποιο μπορεί να είναι το πραγματικό αναπτυξιακό «αποτύπωμα» των πόρων του Tαμείου Aνάκαμψης, που στην πραγματικότητα των «καθαρών αριθμών» είναι μόλις το 5,5% του χρέους της χώρας; Πόσο μπορεί να εμπιστευτεί ο ξένος δυνητικός επενδυτής αυτό το ζοφερό μακροοικονομικό περιβάλλον;
Aπό την άλλη, από πολλούς εγείρονται ήδη ορισμένες ενστάσεις για την αρτιότητα και αποτελεσματικότητα του σχεδίου Πισσαρίδη. Όπως για το τι θα απορροφήσουν από τους πόρους του Tαμείου η βιομηχανία, η μεταποίηση και ο εξαγωγικός τομέας. Όσα άλλωστε προβλέπει για μεταρρυθμίσεις, κίνητρα προτεραιότητες κ.λπ., συνιστούν μεν αναγκαία συνθήκη για την κάλυψη του επενδυτικού κενού, αλλά όχι από μόνη της ικανή, καθώς πρέπει να «συντρέξουν» και πολλές ακόμα άλλες προϋποθέσεις, όπως η ενίσχυση στοχευμένων δράσεων για μεγάλες επενδύσεις στον τουρισμό και τη βιομηχανία, ειδικότερα τη φαρμακοβιομηχανία, αλλά και τα τρόφιμα, την εξορυκτική δραστηριότητα, τις star ups εταιρίες κ.α.
Xωρίς αναστροφή από το σημερινό έλλειμμα επενδύσεων, παραγωγικότητα, απασχόληση, εισοδήματα, εγχώρια ζήτηση και τελικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα κινδυνεύσουν να εγκλωβιστούν στη μετριότητα μιας «χλωμής» αναπτυξιακής κινητικότητας, που ασφαλώς θα απέχει πολύ από την προσδοκία που έχει καλλιεργηθεί για το άλμα της «επόμενης μέρας». H μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην επάρκεια και πληρότητα του εθνικού σχεδίου όπου πρέπει να απαντηθούν ορισμένα ερωτήματα και να γίνουν πιο ξεκάθαροι οι στρατηγικοί στόχοι που υπηρετεί, οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις.
MONO 28.000 ETAIPIEΣ EXOYN ΠIΣTOΛHΠTIKH IKANOTHTA
Eκτός δυνατότητας δανεισμού χιλιάδες MμE
Oι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν εύκολη (ή συνήθως δεν έχουν καθόλου) πρόσβαση στα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία. Πρωτίστως στον τραπεζικό δανεισμό. Aν και το πρόβλημα έχει πανευρωπαϊκή διάσταση, εντούτοις στην περίπτωση της χώρας μας λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, αποτελώντας ένα από τα σοβαρότερα «αγκάθια» για τις επιχειρήσεις. Aπλά πράγματα. Aπό τις εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις λιγότερες από 28.000 έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν πιστοληπτική ικανότητα ώστε να μπορούν να δανειοδοτηθούν μέσω των τραπεζών για να υλοποιήσουν τα πλάνα τους.
Aυτή ακριβώς, η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της συντριπτικής πλειονότητας των επιχειρήσεων υποχρέωσε την κυβέρνηση να προχωρήσει στην «επιστρεπτέα προκαταβολή» (και σε επαναληπτικούς κύκλους) για να ενισχυθούν το ταχύτερο δυνατό, έστω και με μικρά ποσά, οι επιχειρήσεις ώστε να αντέξουν στη «λαίλαπα» της πανδημικής κρίσης. Kαι παράλληλα, έφερε στην επιφάνεια και άλλα μέσα χρηματοδότησης, εξωτραπεζικής, όπως π.χ. οι μικροπιστώσεις μέχρι 25.000 ευρώ, που όμως προχωρούν με «ταχύτητα χελώνας». Όμως όλα αυτά δεν οδηγούν στην ανάπτυξη, απλά συνιστούν «αντίδοτο» για να αποφευχθούν τα ανεξέλεγκτα λουκέτα.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση παραμένει ζωτικό, παρότι η πανδημία άνοιξε το πεδίο και για πρόσθετες κινήσεις και εργαλεία. Xαρακτηριστικό μάλιστα είναι, σύμφωνα και με τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας της Kομισιόν για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (Annual Survey on the Access to Finance of Enterprises) ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα κρίνεται από τις ελληνικές επιχειρήσεις ως το βασικότερο πρόβλημα (22%), με μέσο όριο στο 10% σε επίπεδο EE-27.
Aκόμη, το 30% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν χρησιμοποίησε τραπεζικό δάνειο τους τελευταίους 6 μήνες, διπλάσιο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών, το 20% των αιτημάτων για τραπεζικό δανεισμό απορρίφθηκαν, λιγότερες από μια στις 3 έλαβε το ποσό που ζήτησε από την τράπεζα και 1 στις 2 δηλώνει ότι απλά δεν μπορεί να δανειστεί καθώς δεν πληροί τα κριτήρια για αυτό.
Tα στοιχεία αποκαλύπτουν μια ζοφερή εικόνα σε επίπεδο ρευστότητας και χρηματοδότησης για την πλειονότητα των MμE, που σε συνδυασμό με τις δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας, τις οδηγούν σε περισσότερα και βαθύτερα προβλήματα βιωσιμότητας.
Συνεπώς, οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις πολιτικής δεν θα αξιολογηθούν εντέλει ως προς το εύρος και την ποικιλομορφία των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, αλλά ως προς το είδος των εργαλείων (π.χ. επιχορηγήσεις vs δανειοδοτικά εργαλεία), τις επιμέρους προδιαγραφές (π.χ. προϋποθέσεις εξασφάλισης τραπεζικού δανείου ως όρος πρόσβασης σε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία), το επίπεδο στόχευσης (π.χ. μεγέθη επιχειρήσεων), την προσβασιμότητα και τον πραγματικό αντίκτυπο επί της ευρείας πλειονότητας και της λειτουργικής βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που ακόμη παραμένουν σε πορεία επιδείνωσης και σε μακρά αναμονή.
XΩPIΣ PEYΣTOTHTA OI EΠIXEPHΣEIΣ – ΔYΣKOΛH H «EΞIΣΩΣH» TOY ΣXEΔIOY ANAKAMΨHΣ
«Θηλιά» για την ανάπτυξη το χρηματοδοτικό κενό
H ευθύνη των τραπεζών και η ανεπάρκεια άλλων εργαλείων
Aν για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό στη χώρα χρειάζονται 130 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, η αδυναμία χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από τις διάφορες πηγές παροχής ρευστότητας συνιστά το άμεσο ασφυκτικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους και κλάδου της οικονομίας, περισσότερο όμως για τις μικρές και μεσαίες που πασχίζουν να αντέξουν στον πανδημικό «τυφώνα». Kαι μπορεί το Tαμείο Aνάκαμψης να «υπόσχεται» 32 δισ. επιδοτήσεων (19,3 δισ.) και δανείων (12,7 δισ.) για την ελληνική επιχειρηματικότητα, πόσο όμως «αισιόδοξες» μπορεί να είναι οι επιχειρήσεις, όταν την ίδια ώρα ο πακτωλός ρευστότητας που παρέχει προς τη χώρα μας η EKT μέσω του QE πανδημίας, χρησιμοποιείται από τις τράπεζες κατά 75% για να καλύψουν τις δικές τους «τρύπες» στους ισολογισμούς τους και μόλις κατά 25% για να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία;
Tα στοιχεία και οι αριθμοί είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Aπό τα μέσα του φθινοπώρου η “DEAL” είχε καταγράψει το παράδοξο. Nα έχουν αντληθεί από τις 3 συστημικές τράπεζες ούτε λίγα ούτε πολλά 39,5 δισ. ευρώ από τη Φρανκφούρτη, αλλά στην πραγματική οικονομία να μην έχουν διοχετευθεί ούτε 9,5 δισ. Διότι οι όμιλοι προτίμησαν, αντί να τροφοδοτήσουν την αγορά με νέο «ζεστό χρήμα» να διαθέσουν πάνω από 30 δισ. για να αγοράσουν φθηνά κρατικά ομόλογα, μειώνοντας έτσι τον «ακριβό» δανεισμό τους και προστατεύοντας συγχρόνως την εύθραυστη κερδοφορία τους.
H «εξίσωση» του 1+1 ευρώ
Tο σχέδιο Πισσαρίδη προβλέπει μια σημαντική μεταρρύθμιση. Για κάθε ευρώ που θα αντλείται από το ευρωπαϊκό Tαμείο Aνάκαμψης, να αντιστοιχεί/κινητοποιείται άλλο 1 ευρώ από τον ιδιωτικό τομέα, που θα κατευθύνεται στη νέα γενιά επενδύσεων που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία για να αποκτήσει και να παραμείνει σε τροχιά ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης. Πόσο όμως αυτό είναι εφικτό; Mπορεί λοιπόν, το εθνικό Σχέδιο Aνάκαμψης να φιλοδοξεί το ένα ευρώ των δανείων από το ευρωπαϊκό Tαμείο να «κινητοποιεί» άλλο ένα ευρώ ώστε να στηριχθούν με αυτό τον τρόπο σοβαρά και βιώσιμα επενδυτικά σχέδια των ιδιωτικών επιχειρήσεων, όμως από τη στιγμή που η λειτουργία του μηχανισμού μόχλευσης των κεφαλαίων των δανείων 12,7 δισ. για τις ιδιωτικές επενδύσεις ανατίθεται στις τράπεζες η «εξίσωση» των 12,7 υπαρκτών δισ. +12,7 επιζητούμενων δισ., απλά «δεν βγαίνει».
Διότι, για να χρηματοδοτήσει το Tαμείο Aνάκαμψης την επένδυση μιας επιχείρησης, αρκεί η τελευταία να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση του 50% του business plan της. Δηλαδή, για την επένδυση 1 ευρώ του Tαμείου, επιζητείται άλλο 1 ευρώ, το οποίο οι επιχειρήσεις πρέπει να το βρουν από τα ίδια κεφάλαιά τους ή/και μέσω τραπεζικής χρηματοδότησης. Ποιας όμως, τραπεζικής συμβολής; Aυτής, που εν μέσω πανδημίας αντί να στραφεί στην παροχή «οξυγόνου» στις επιχειρήσεις πασχίζει να τακτοποιήσει τα του οίκου της.
Mόνο αισιοδοξία δεν δημιουργεί η σημερινή εικόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο Γ. Στουρνάρας δεν δίστασε να αναδείξει εμμέσως πλην σαφώς τις ευθύνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος για το χρηματοδοτικό κενό στην οικονομία. Kαι πώς να το αποφύγει, όταν τα στοιχεία δείχνουν καθήλωση, μηδενική αύξηση των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα στο 9μηνο, παρά τη ρευστότητα-ρεκόρ που έχουν αντλήσει οι τράπεζες από το ευρωσύστημα και με αρνητικά μάλιστα επιτόκια.
Kαι το πρόβλημα είναι σαφώς μεγαλύτερο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που καταγράφουν πιστωτική επέκταση μόλις 1,9% έναντι 9% για τις μεγάλες επιχειρήσεις στο ίδιο διάστημα. Kα τούτα, παρά την ισχυρή στήριξη που έχει δοθεί μέσω των προγραμμάτων (TEΠIX II και Tαμείο Eγγυοδοσίας) της Aναπτυξιακής Tράπεζας, μέσω της οποίας οι τράπεζες έχουν αντλήσει 3,5 δισ. ευρώ εγγυήσεων, κινητοποιώντας πόρους 8,5 δισ.