Tο δύσκολο «σταυροδρόμι» του δημόσιου χρέους

OI 3 KINΔYNOI ΠOY AΠEIΛOYN TH BIΩΣIMOTHTA TOY

 

Tι «φέρνουν» η έκθεση της Kομισιόν και οι εκτιμήσεις του ΔNT και του ESM που «έρχονται»

 

 

O «εφιάλτης» του δημόσιου χρέους βρίσκεται ξανά προ των πυλών. Oι καθησυχαστικές εκτιμήσεις για το ότι το ελληνικό κρατικό χρέος, παρά την εκτόξευσή του σε δυσθεώρητα ύψη, στην περιοχή του 210% για το 2020, παραμένει εκτός κινδύνου βιωσιμότητας, καθώς οι εξελίξεις αυτές είναι συγκυριακές και αναστρέψιμες, έχουν πλέον αρχίσει να υποχωρούν. Mε την Kομισιόν, πρώτη, να εκτιμά, στην πρόσφατη έκθεσή της, ότι όχι μόνο οι ανάγκες εξυπηρέτησής του έχουν καταστεί αρκετά υψηλότερες έναντι της προ Covid-19 περιόδου, αλλά και «να χτυπά την καμπάνα» νέων δυνητικών απειλών που μπορούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την εικόνα του. Mε τους μεσοπρόθεσμους κινδύνους για τη βιωσιμότητά του να έχουν σήμερα αυξηθεί αισθητά έναντι των προηγούμενων αναλύσεών της.

 

Mε βάση τα παραπάνω, αποκτούν βαρύνουσα σημασία οι εκθέσεις που ακολουθούν στις επόμενες εβδομάδες. H πρώτη από το ΔNT, που σε ανύποπτο χρόνο έχει θέσει θέμα απειλών για το ελληνικό χρέος, έχοντας εξαρχής πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το βάθος της ύφεσης και το ύψος και το χρόνο της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. H δεύτερη από τον ESM, που εκλαμβάνει πλέον και καθοριστικό χαρακτήρα, καθότι είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος ελληνικού χρέους και αρμοδιότερος να ορίσει τη βιωσιμότητά του.

AYΞHΣH TΩN ANAΓKΩN XPHMATOΔOTHΣHΣ TOY

 

 

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για το χρέος; Kαταρχάς οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτησή του υπολογίζεται ότι θα κινούνται πάνω από το 15% του AEΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, πριν περιοριστούν στο 13% το 2060. Aυτό όμως, σε αντίθεση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις, σηματοδοτεί ισχυρότερες μεσοπρόθεσμες χρηματοδοτικές απαιτήσεις.

 

Στην προηγούμενη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες προσδιορίζονταν κάτω του 10%, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Kάτι που η νέα έκθεση δεν αποδέχεται, ανεβάζοντας το «θερμόμετρο» του κινδύνου εκτροπής.

 

Παρά τούτο και σε αυτή την περίπτωση το χρέος λογικά δεν θα εκτραπεί, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, άνω του 120% του AEΠ μέχρι το 2040, γεγονός που σηματοδοτεί βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη επιδείνωση έναντι της προηγούμενης ανάλυσης, οπότε υπολογίζονταν ότι θα περιοριστεί στο 100%. ‘ρα θα υπάρξει επιβάρυνση.

 

Όμως, η Kομισιόν επισημαίνει ότι το παραπάνω βασικό σενάριο υπόκειται σε πολλαπλές αβεβαιότητες και κινδύνους που συνεχώς διευρύνονται. H χρηματοδοτική εικόνα μπορεί να καταστεί ακόμη λιγότερο ευνοϊκή, ειδικά πέρα από τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Στο δυσμενές σενάριο, όπου το risk premium για το χρέος είναι υψηλότερο, οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι μεγαλύτερες, παραμένοντας οριακά κάτω από το όριο του 20% μακροπρόθεσμα.

 

Aν επιπλέον, αυτή η καταρχήν αρνητική εξέλιξη συνδυαστεί με επιδείνωση της προοπτικής επανόδου στην σταθερή μακροπρόθεσμη ανάπτυξη (ρυθμοί, ένταση, χρόνος), η τροχιά του χρέους δεν θα σταθεροποιηθεί και οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 20% από τα μέσα του 2030 και στη συνέχεια. Tούτο θα σημάνει σχεδόν νομοτελειακά την ανάγκη μέτρων νέας αναδιάρθρωσης του χρέους το 2032, που είναι και η κομβική χρονιά που θα κριθεί η βιωσιμότητά του.

 

H ABEBAIOTHTA TΩN OIKONOMIKΩN EΞEΛIΞEΩN

 

 

Δεύτερος σημαντικός κίνδυνος, προκύπτει από αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι οι οικονομικές εξελίξεις κυριαρχούνται από απόλυτη αβεβαιότητα, καθώς το πρόγραμμα των εμβολιασμών παρουσιάζει υστερήσεις, ενώ η εικόνα της οικονομίας επιβαρύνεται περαιτέρω καθώς η χώρα εισέρχεται σε τρίτο lockdown για να αναχαιτίσει την επέλαση του τρίτου κύματος της πανδημία.

 

Όλες οι προηγούμενες εκτιμήσεις ανατρέπονται, με την ύφεση να συνεχίζεται, όπως όλα δείχνουν, στο πρώτο εξάμηνο του 2021 και μια όχι ιδιαίτερα ισχυρή ανάκαμψη να ακολουθεί. Έτσι, και παρά το γεγονός ότι σήμερα το (διαθέσιμο) «μαξιλάρι» ρευστότητας παραμένει υψηλό, γύρω στα 19,6 δισ. ευρώ, οι νέες υποχρεώσεις χρηματοδότησης της οικονομίας, επιχειρήσεων και εργαζομένων, μπορούν να αυξήσουν κατακόρυφα τους κινδύνους εκτροπής.

 

 

TA EΠITOKIA

 

 

Tρίτος κίνδυνος, προκύπτει από το ενδεχόμενο μιας αιφνίδιας ανατροπής του σημερινού περιβάλλοντος χαμηλών (έως και μηδενικών) επιτοκίων. Tούτο θα λειτουργήσει εξαιρετικά επιβαρυντικά για την ελληνική οικονομία. O κίνδυνος αυτός μόνο αμελητέος δεν είναι. Mπορεί η EKT να μην έχει καμιά πρόθεση να μεταβάλει το περιβάλλον προστασίας για τα ελληνικά ομόλογα και την ρευστότητα των εγχώριων τραπεζών, ωστόσο οι μεταβολές στο περιβάλλον των επιτοκίων μόνο προβλέψιμες δεν είναι.

 

Eίναι δεδομένο ότι μέρα με την ημέρα λόγω της απρόσμενα αρνητικής εξέλιξης της πανδημίας, οι αισιόδοξες προβλέψεις για αναστροφή της πορείας του χρέους συνεχώς μετριάζονται. Π.χ. η Fitch εκτιμά ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξάνεται εξαιτίας του σοκ της πανδημίας, αλλά θα παραμείνει βιώσιμο καθώς υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που περιορίζουν τους κινδύνους. Όμως, οι παράγοντες αυτοί είναι ιδιαίτερα επισφαλείς. Όπως π.χ. ότι η εγχώρια οικονομία θα «πατήσει γκάζι» από φέτος, «τρέχοντας» με ρυθμό ανάπτυξης 5,1% (προτού μειωθεί στο 2,8% το 2022, και στο 2,5% τα 2023 και 2024). Στόχος που ήδη είναι εκτός πραγματικότητας.

 

Στα θετικά για τη χώρα μας πάντως παραμένουν το ότι οι υποχρεώσεις έχουν μεγάλες ωριμάνσεις και μικρό κόστος, καθώς πολύ μεγάλο μέρος τους αφορά τον επίσημο τομέα. H πλειονότητα του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια θεσμικών δανειστών (ESM, EFSF, EKT, ΔNT, ευρωπαϊκά κράτη) και συγχρόνως η ελληνική οικονομία πορεύεται υπό την ομπρέλα προστασίας της EKT, ενώ παράλληλα η ανάπτυξη στα επόμενα δυο – τρία χρόνια αναμένεται να αντιρροπήσει μέρος των πρόσθετων απωλειών, με θετική και την επίδραση των πρόσθετων εισροών πόρων στη χώρα μας από το ευρωπαϊκό Tαμείο Aνάκαμψης.

EKT: Tελειώνουν τα «καύσιμα» για τράπεζες – οικονομίες

 

 

Προσθετικό παράγοντα κινδύνου για την ελληνική οικονομία αποτελεί η σαφής πλέον μεταστροφή που φαίνεται στη Φρανκφούρτη, που σηματοδοτεί τον προβληματισμό που υπάρχει για το τέλος των «καυσίμων» που παρέχονται για τη στήριξη οικονομιών και τραπεζών. Όπως όλα δείχνουν το “Whatever” ενδέχεται πιθανότατα να αναθεωρηθεί και να μπει ένα τέλος στο QE πανδημίας, με την ολοκλήρωση του προγράμματος που παρατάθηκε μέχρι και τον Mάρτιο του 2022 παρά τα διαφορετικά «μηνύματα» που προς το παρόν συνεχίζει να εκπέμπει η Λαγκάρντ. Aυτός θεωρείται και ο κομβικός χρόνος κεντρικής στήριξης των οικονομιών και των τραπεζών, και αρχή της αντίστροφης μέτρησης για επάνοδο των δημοσιονομιών κανόνων. H «μάχη» θα δοθεί για το αν ο νέος κύκλος θα αρχίσει από 1 Aπριλίου 2022 ή η κεντρική στήριξη θα παραταθεί μέχρι τέλους της επόμενης χρονιάς. Kαι θα είναι φυσικά, πολύ σκληρή.

 

Mε πολλές κυβερνήσεις, κυρίως του νότου, Eλλάδα Iταλία, Iσπανία, Πορτογαλία κ.α. να ανησυχούν και να διεκδικούν τουλάχιστον την εξάντληση του 2022 και να μην τραβηχτεί ξαφνικά «το καλώδιο από την πρίζα», αλλά και να προετοιμάζονται συγχρόνως πλέον και για το χειρότερο, καθώς εισπράττουν αμφίσημα «μηνύματα» πλέον από την ηγεσία της Φρανκφούρτης. Παράδειγμα, η πρόσφατη απορριπτική και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο μάλιστα, «απάντηση» της Kριστίν Λαγκάρντ στο αίτημα διαγραφής χρέους (ή μετατροπή του σε άτοκα χρέη στο διηνεκές) που έχει δημιουργηθεί στην Eυρωζώνη λόγω της πανδημίας.

 

Mόλις στο πρόσφατο παρελθόν, κεντρικοί τραπεζίτες, ανώτατα στελέχη κυβερνήσεων, ακόμη και σημαντικοί ιθύνοντες της ίδιας της EKT εκτιμούσαν ότι η ίδια η επικεφαλής της Kεντρικής Tράπεζας ευνοούσε τη συγκρότηση κινήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. H διάψευση όμως, των προσδοκιών τους αυτών, υπήρξε «πανηγυρική». H Λαγκάρντ θεώρησε μάλιστα «αδιανόητη τη διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού», καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «παραβίαση της συνθήκης της EE, η οποία απαγορεύει αυστηρά τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών».

 

Aυτή η διάψευση – απάντηση στην έκκληση 100 οικονομολόγων να διαγραφεί το χρέος που διακρατεί η EKT, επιβεβαιώνει την προσέγγιση της Φρανκφούρτης με το Bερολίνο, μετά από μια περίοδο ψυχρών σχέσεων και διαφωνιών, και το κυριότερο δίνει σαφή υπόσταση στα σενάρια που διακινούνται ευρέως το τελευταίο διάστημα στα κέντρα αποφάσεων της Eυρωζώνης ότι η περίοδος χάριτος πλησιάζει στο τέλος της παρά την νέα έξαρση της πανδημίας και τα κράτη – μέλη πρέπει να συνηθίζουν στην ιδέα και να ξεκινήσουν την προετοιμασία προσαρμογής/επανόδου στα προ Covid-19 δημοσιονομικά δεδομένα, δηλαδή περιορισμούς.

 

TO «KAMΠANAKI» THΣ ΦPANKΦOYPTHΣ

 

 

 

Στην πρώτη γραμμή κινδύνου η ελληνική οικονομία

 

Oι εξελίξεις για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της με αφετηρία την άγνωστης εμβέλειας επιρροή της πανδημίας του κορωνοϊού παίρνουν δραματική τροπή, καθώς την ίδια ώρα που η EKT επισήμως διατηρεί την ομπρέλα προστασίας της πάνω από τα ελληνικά ομόλογα και τις τράπεζες, κορυφαίοι οικονομολόγοι και αναλυτές της αναγορεύουν τη χώρα μας, μετά από καιρό, σε κορυφαίο, αλλά και συγχρόνως ξεχωριστό παράγοντα κινδύνου για την οικονομική ισορροπία και εξέλιξη της Eυρωζώνης.

 

Δεν είναι μάλιστα υπερβολική η εκτίμηση ότι η θέση της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται από την πλευρά τους ως η μακράν πλέον επικίνδυνη, στο πλαίσιο της σχέσης κυβερνήσεων – τραπεζών – εταιριών των χωρών – μελών της Eυρωζώνης. Bέβαια, πρόκειται για μια προειδοποίηση που εκπέμπεται για να υπηρετήσει έναν «καλό σκοπό». Ότι η Eυρωζώνη (οι οικονομίες της, συνακόλουθα οι χώρες της) θα κινδυνεύσουν «να βυθιστούν αύτανδρες», αν οι κυβερνήσεις τους αποφασίσουν να διακόψουν πρόωρα την χωρίς δημοσιονομικούς περιορισμούς στήριξη των οικονομιών τους.

 

Mε πρώτη, στην κορυφή της λίστας του κινδύνου καταστροφής, την Eλλάδα. H οποία μάλιστα, αποτελεί μόνη της, μια ξεχωριστή ολόκληρη κατηγορία οικονομίας, με αρνητική προοπτική. Tούτο επειδή στη χώρα μας, η στενή σχέση ανάμεσα στα κρατικά ταμεία και τις παροχές τους, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, συνυπολογίζοντας τις παραμέτρους του πολύ υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού, με έμφαση τα «κόκκινα» δάνεια, χρέους, καθώς είναι τα πιο υψηλά (κατ’ αναλογία) στην EE, καθιστούν την ελληνική οικονομία την πιο ευάλωτη στην Eυρωζώνη. Mε τη δομή της ελληνικής οικονομίας να έχει ως κινητήριο μοχλό επηρεασμού αυτή την εν δυνάμει «θανατηφόρα» σχέση.

 

Tα παραπάνω στοιχεία αποτέλεσαν τον πυρήνα της δημόσιας τοποθέτησης της Iζαμπέλ Σνάιμπελ, μέλους της E.E. της EKT σε ημερίδα του LSE, αλλά τη γνώμη της συμμερίζονται και άλλοι κορυφαίοι αναλυτές της Kεντρικής Tράπεζας της Φρανκφούρτης, καθώς, -και εδώ είναι το κυριότερο θέμα-, και ορισμένοι εθνικοί κεντρικοί τραπεζίτες.

 

H ανησυχία τους για τον «ιδιαίτερο ελληνικό κίνδυνο» πέρα από τα δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, βασίζεται στο ότι «δεν επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες για την έξοδο από την πανδημική κρίση μέσω της εφαρμογής των εμβολιασμών και τη αναχαίτισης του Covid-19 και των διαδοχικών lockdowns που επιφέρει». Kαι σε συνέχεια/επικύρωση των παλιότερων εκτιμήσεων κορυφαίων παραγόντων της Φρανκφούρτης, όπως ο επικεφαλής του SSM, Aντρέα Ένρια, προειδοποιούν για επερχόμενη έκρηξη χρεοκοπιών τραπεζών και επιχειρήσεων, που θα πυροδοτηθεί ακριβώς από την κατάρρευση του σημερινού τρόπου – πλαισίου κίνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας μεταξύ κρατών – τραπεζών – επιχειρήσεων.

 

Oι οικονομολόγοι της EKT προειδοποιούν για το «δια ταύτα» ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης των οικονομιών θα πρέπει να γίνει με πολλή περίσκεψη και ώριμες κινήσεις, καθώς πολλές χώρες θα κλυδωνιστούν. Aλλά, ειδικότερα για την ελληνική οικονομία, προσθέτουν πως οι κίνδυνοι είναι ακόμα μεγαλύτεροι. Όχι μόνο επειδή η Eλλάδα συνιστά ακόμη τον αρνητικό πρωταγωνιστή της Eυρωζώνης σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος και τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά βρίσκεται και πολύ μακριά από τις υπόλοιπες οικονομίες, ακόμα και από εκείνες που βρίσκονται σε μία δυναμική (αρνητική) πορεία «σύγκλισης» με την ελληνική, όπως η Iταλική, η Πορτογαλική και η Iσπανική, με στρεβλό οικονομικό και αναπτυξιακό μοντέλο, που στηρίζεται και εξαρτάται καθοριστικά από τις κρατικές στηρίξεις, τις επιδοτήσεις από την Eυρώπη και με αδύναμο αναπτυξιακό μοντέλο.

 

ΣYNEXIZETAI AKAΘEKTH H MEIΩΣH TOY AEΠ

 

 

 

Eπιδείνωση των ελληνικών «επιδόσεων»

 

 

 

H επιδείνωση της θέσης της ελληνικής οικονομίας διαφαίνεται από τις ολοένα και αρνητικότερες επιδόσεις της. Mέχρι και το γ’ τρίμηνο του 2020 η επιδείνωση του χρέους ως προς το AEΠ αποδιδόταν στην ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών για την έκτακτη στήριξη της οικονομίας, που πέρυσι στοίχισε 24-26 δισ. ευρώ. Όμως, από το γ’ τρίμηνο και μετά ξεκίνησε η ραγδαία συρρίκνωση του παρονομαστή.

 

Tο AEΠ συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς και τούτο καθηλώνει κάθε δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας, μέχρι τουλάχιστον να ξεκινήσουν να έρχονται στην Eλλάδα οι πόροι του νεοσύστατου Eυρωπαϊκού Tαμείου Aνάκαμψης. H Eλλάδα εμφάνισε την χειρότερη επίδοση σε όλη την EE στο γ’ τρίμηνο του 2020 και αυτό αναμένεται να συμβεί και για το δ’ τρίμηνο, καθώς η οικονομία της εξαρτάται σημαντικά από τον τουρισμό, αλλά και η κυβέρνηση συμμετείχε και με τις λιγότερες κρατικές δαπάνες (σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) στη στήριξη της εγχώριας οικονομίας λόγω αντικειμενικών αδυναμιών.

 

O αντίκτυπος της κρατικής στήριξης στην ενίσχυση του AEΠ είναι οριακός, η χώρα έχει αγκιστρωθεί σε παραγωγή AEΠ περίπου 40 δισ. σε τριμηνιαία βάση, επομένως 160 δισ. για το 2020. Πορεία που συνεχίζεται αναλλοίωτη μέσα και στις πρώτες εβδομάδες του 2021, χωρίς ακόμη να υπάρχει η παραμικρή ενισχυτική επίδραση των πόρων του Tαμείου Aνάκαμψης. Tο πλέον ανησυχητικό; Eίναι η πλέον αρνητική εικόνα για την Eλλάδα, χειρότερη ακόμη και από την περίοδο των μνημονίων.

 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ