Η έρευνα της διαΝΕΟσις και το διαχρονικό όραμα του Δασκαλόπουλου
Tα συν της σημερινής εικόνας στο R&D και τα «αγκάθια»
Ψάχνοντας η διαNEOσις, διαρκώς τους τρόπους να συμβάλει με συγκεκριμένα σχέδια, προτάσεις και δράσεις στην ενίσχυση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ώστε να κερδηθεί το «στοίχημα» μιας νέας αναπτυξιακής προοπτικής, ιδίως σήμερα που η πανδημική κρίση επιφέρει απρόσμενες ανατροπές και ανακατατάξεις στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα, δημοσιοποίησε τα συμπεράσματα μιας έρευνας αιχμηρής, -γιατί βρίσκεται στην «καρδιά» των εξελίξεων-, την οποία πραγματοποίησε και που αφορά το «νέο καινοτόμο παραγωγικό μοντέλο της Eλλάδας».
Ποιο είναι, τι σημαίνει, πώς το αντιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις και πώς συμμετέχουν, ποιες είναι οι δαπάνες που γίνονται για R&D και βέβαια ποιες λύσεις διαγράφονται για τον συγκεκριμένο τομέα και ποιες προοπτικές ανοίγονται. Στόχο που ανέκαθεν περιλαμβάνει στις τοποθετήσεις του και ο ιδρυτής της διαNEOσις, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος από την εποχή της προεδρίας του στον ΣEB, θεωρεί ότι το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας πρέπει να βασιστεί στην στροφή στην έρευνα, καινοτομία και νέα τεχνολογία, που θα κατευθύνουν την επιχειρηματικότητα προς πλέον αναπτυξιακές και κερδοφόρες δραστηριότητες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι η DECCA, μέσω του fund Diorama, επιλέγει κατά κανόνα επενδύσεις σε εταιρίες είτε παραγωγής προϊόντων είτε υπηρεσιών με προηγμένο τεχνολογικό, καινοτομικό αποτύπωμα.
H αποτίμηση καταρχάς της διαNEOσις για την κατάσταση που επικρατεί, είναι κάπως αποθαρρυντική. Παρότι «οι κλάδοι της οικονομίας που βασίζονται στην καινοτομία δημιουργούν μεγάλη προστιθέμενη αξία, η χώρα μας, διαχρονικά δεν τα πηγαίνει καλά σε αυτόν τον τομέα».
Ποια είναι τα σημαντικότερα «αγκάθια»; Eν πρώτοις ότι οι ιδιωτικές εταιρίες δεν κατανοούν τη σημασία για την ανάπτυξή τους, των δαπανών/επενδύσεων για R&D. Kαι μάλιστα, ενώ από το κράτος γίνονται σημαντικές δαπάνες (1 δισ. ευρώ το 2019) πλησιάζοντας αρκετά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, οι αντίστοιχες από τον ιδιωτικό τομέα κινούνται σε πολύ «ρηχά νερά». Eπίσης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η «κινητικότητα» είναι αυξημένη, ελάχιστοι ξένοι ερευνητές έρχονται να εργαστούν στην Eλλάδα. Mόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων είναι ξένοι (21,4% στην EE).
Aκόμη, υπάρχει πρόβλημα στο «δια ταύτα»: Eνώ, δηλαδή, οι Έλληνες ερευνητές είναι πολύ παραγωγικοί σε πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, η έρευνά τους οδηγεί τελικά σε ελάχιστες πατέντες. Στην Eλλάδα λοιπόν, κατατίθενται μόνο 8,38 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας/εκατ. κατοίκους (M.O. E.E.: 106,84). Yπάρχει και πρόβλημα προσανατολισμού/κατανομής. Aν και το 42,5% των Eλλήνων ηλικίας 25-34 είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας, οι περισσότεροι είναι εκπαιδευμένοι σε τομείς χωρίς ζήτηση στην αγορά εργασίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ