Προβλέπονται επιστροφές άνω των 3.400 ευρώ
Αυξήσεις συντάξεων πάνω από 150 ευρώ με αναδρομικά για 20 ή 21 μήνες και με ποσά πάνω από 3.400 ευρώ περιλαμβάνει το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του επανυπολογισμού στις συντάξεις των νέων και των παλαιών συνταξιούχων όλων των Ταμείων που έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης.
Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο οι αυξήσεις και τα αναδρομικά του επανυπολογισμού θα δοθούν πρώτα στους νέους -από Μάιο 2016 και μετά- συνταξιούχους, με το νέο χρονοδιάγραμμα να μεταθέτει τις πληρωμές για τον Μάιο-Ιούνιο και θα ακολουθήσουν οι αυξήσεις και τα αναδρομικά των παλαιών -πριν από τον Μάιο του 2016- συνταξιούχων από Ιούνιο-Ιούλιο.
Για τις δύο κατηγορίες συνταξιούχων οι αυξήσεις θα έρθουν μέσα από τον επανυπολογισμό και σε συνδυασμό με τη μείωση ή μηδενισμό της προσωπικής διαφοράς που λαμβάνουν.
Για παράδειγμα, και όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του επανυπολογισμού συντάξεων:
Οι παλαιοί συνταξιούχοι προ νόμου Κατρούγκαλου με 30 έτη ασφάλισης και άνω θα έχουν νέο επανυπολογισμό σύνταξης και αυξήσεις σε 5 ετήσιες δόσεις, εφόσον ξεπεράσουν το ποσό που λαμβάνουν τώρα ως προσωπική διαφορά. Η πρώτη και δεύτερη δόση της αύξησης (για 2020 και 2021) θα πληρωθούν μαζί μετά τον Ιούνιο. Τα δε αναδρομικά θα είναι από την πρώτη δόση και θα φτάνουν στους 21 μήνες με πληρωμή μετά τις αυξήσεις. Για παράδειγμα, συνταξιούχος που θα έχει αύξηση 100 ευρώ (αφού μηδενίσει την προσωπική διαφορά) θα πάρει μετά τον Ιούνιο δύο δόσεις (2/5) της αύξησης, που θα είναι 40 ευρώ στη σύνταξη και αναδρομικά 21 μηνών από την πρώτη δόση αύξησης των 20 ευρώ, δηλαδή 420 ευρώ. Το 2022 θα πληρωθεί την 3η δόση της αύξησης και τα έτη 2023 και 2024 την 4η και 5η δόση αντίστοιχα, οπότε τα 100 ευρώ θα έχουν πληρωθεί στο σύνολό τους.
Συνταξιούχοι μετά το νόμο Κατρούγκαλου με 30 έτη ασφάλισης και άνω θα έχουν επανυπολογισμό σύνταξης με αύξηση σε μία δόση και αναδρομικά 19 μηνών αν πληρωθούν οι αυξήσεις τον Μάιο, ή 20 μηνών αν τις πληρωθούν τον Ιούνιο.
Συνταξιούχοι μετά το νόμο Κατρούγκαλου με 30 έτη ασφάλισης και άνω και με προσωπική διαφορά (λόγω μείωσης σύνταξης άνω του 20% σε σύγκριση με το παλιό σύστημα) θα έχουν και επανυπολογισμό σύνταξης με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 4670/2020, αλλά και επανυπολογισμό προσωπικής διαφοράς εφόσον συνεχίζουν να έχουν μείωση άνω του 20% σε σχέση με το παλιό σύστημα. Για παράδειγμα, συνταξιούχος του 2017 που πήρε 800 ευρώ σύνταξη με το νόμο Κατρούγκαλου, ενώ με το παλιό καθεστώς θα έπαιρνε 1.100 ευρώ, έχει μείωση 300 ευρώ ή 27,2%, οπότε ως συνταξιούχος το 2017 δικαιούται βάσει νόμου ως προσωπική διαφορά το 1/3 της μείωσης.
Αυτό σημαίνει ότι τα 100 ευρώ της μείωσης τα παίρνει στη σύνταξη και από τα 800 πάει στα 900 ευρώ. Αν με τον επανυπολογισμό του νόμου Βρούτση η σύνταξη αυξηθεί στα 870 ευρώ, τότε αυτόματα η μείωση σε σχέση με το παλιό σύστημα, δηλαδή σε σχέση με τα 1.100 ευρώ, βγαίνει στα 270 ευρώ (1.100-870=230) και το νέο ποσοστό μείωσης είναι 20,9%. Επειδή το ποσοστό μείωσης εξακολουθεί να είναι πάνω από 20%, η νέα προσωπική διαφορά θα είναι πάλι το 1/3 αλλά της περικοπής των 230 ευρώ, δηλαδή νέα προσωπική διαφορά ίση με 76 ευρώ (230/3=75,9). Τα 76 ευρώ θα προστεθούν στη νέα σύνταξη και τα 870 ευρώ του επανυπολογισμού θα γίνουν 946 ευρώ. Ο συνταξιούχος δηλαδή θα έχει κερδίσει 70 ευρώ από τον επανυπολογισμό του νόμου Βρούτση και άλλα 76 ευρώ από τον επανυπολογισμό της προσωπικής διαφοράς. Αν όμως η μείωση ήταν κάτω από 20%, τότε θα έπαιρνε το παλιό ποσό, δηλαδή τα 900 ευρώ, με τη διαφορά ότι τα 870 ευρώ θα είναι η νέα σύνταξη και τα 30 ευρώ το υπόλοιπο της παλιάς προσωπικής διαφοράς.
Πότε η αύξηση περνάει την προσωπική διαφορά
Για να φανεί η αύξηση στην τσέπη θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το ποσό της προσωπικής διαφοράς. Για παράδειγμα, αν ένας παλιός πριν από τον Μάιο του 2016 συνταξιούχος έχει προσωπική διαφορά 80 ευρώ και η σύνταξη επανυπολογιστεί με αύξηση 150 ευρώ, το καθαρό ποσό που θα πάει στην τσέπη θα είναι 70 ευρώ, γιατί τα άλλα 80 ευρώ θα ισοφαρίσουν την προσωπική διαφορά. Αν όμως η αύξηση είναι 70 ευρώ, τότε δεν θα δει διαφορά στην τσέπη, γιατί η αύξηση είναι μικρότερη της προσωπικής διαφοράς. Το κέρδος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι η αύξηση μειώνει την προσωπική διαφορά, δηλαδή από τα 80 ευρώ διαφοράς θα μείνουν μόνον τα 10 ευρώ.