Η έμφαση στα μέτρια πλεονάσματα, η μείωση του επενδυτικού κενού, αλλά και η υψηλότερη ανάπτυξη στη χώρα αποτελούν τα τρία όπλα της κυβέρνησης, προκειμένου το δημόσιο χρέος να γίνει βιώσιμο.
Την διαπίστωση αυτή έκανε πριν από λίγο ο αν. υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στο συνέδριο του Economist με τίτλο «Ελλάδα: 200 χρόνια οικονομικής επιβίωση», σημειώνοντας ότι το μοντέλο των τεράστιων πλεονασμάτων και της χαμηλής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στο παρελθόν, δεν λύνουν το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας. Αντίθετα η παρούσα κυβέρνηση έχει στόχο της την δημουργία πρωτογενών πλεονασμάτων τέτοια που δεν θα πιέζει την ανάπτυξη. «Παν μέτρον άριστον», είτε αυτά αφορούν στα ελλείμματα, είτε στα πλεονάσματα, και οπωσδήποτε η αποφυγή υπερβολών, είναι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση.
Στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκονται οι μεταρρύθμίσεις, οι οποίες μπορούν να κινητοποιήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως ανέφερε ο κ. Σκυλακάκης.
Εστιάζοντας στο θέμα των επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κ. Σκυλακάκης σημείωσε ότι με τα κονδύλια και τις μεταρρυθμίσεις του Ταμείο Ανάκαμψης θα επιδιωχθεί η κάλυψη ενός μεγάλου μέρος του επενδυτικού κενού που σημειώθηκε στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Το επενδυτικό κενό αυτό, στη διάρκεια των περασμένων 10 χρόνων το επενδυτικό κενό ανέρχονταν σε περίπου 10% του ΑΕΠ, αν και μερικές χρονιές μειώθηκε στο 8% και στο 6%.
Το επενδυτικό κενό, κατά τον κ. Σκυλακάκη, προέρχονταν από:
τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και τις υψηλές κοινωνικές εισφορές
το γενικότερο περιβάλλον της δημόσιας διοίκησης (αδειοδότηση, πολυνομία, γραφειοκρατία κ.λπ.)
το υψηλότερο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων που κατά μέσο όσο ήταν 190 μονάδες βάσης από τις άλλες επιχειρήσεις της Ε.Ε.
Η πολιτική της κυβέρνησης και το Ταμείο Ανάκαμψης κατά τον κ. Σκυλακάκη έρχεται να απαντήσει στις τρεις αυτές αιτίες που δημιούργησαν το επενδυτικό κενό. Η μείωση του φορολογικού κόστους βρίσκεται σε εξέλιξη -και θα συνεχιστεί μετά την πανδημική κρίση- ενώ οι μεταρρυθμίσεις και η ενίσχυση των επιτοκίων δανεισμού του ιδιωτικού τομέα που θα προκύψει από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα επιφέρουν την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομίας.
Στόχος η συρρίκνωση του επενδυτικού κενού
Ο κ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε και στη δημοσιονομική πειθαρχία που αναμένεται να ζητήσει μετά το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε ότι η χώρα θα συμμορφωθεί πλήρως. «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμάς να βρεθούμε σε ένα ασφαλές δημοσιονομικό περιβάλλον, με στόχο να διασφαλίσουμε την συρρίκνωση του επενδυτικού κενού».
Σημείωσε δε ότι έτσι η χώρα θέλει να αποφύγει πάση θυσία την αβεβαιότητα (country risk) που επιδείνωσε κρίση πίσω στη δεκαετία του 2010. Έτσι η εθνική δημοσιονομική πολιτική θα συμμορφωθεί πλήρως προς τους όρους και στόχους του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε. Μάλιστα όπως είπε ο αν. υπουργός, προς την κατεύθυνση αυτή στοιχίζονται όχι μόνον η κυβέρνηση, αλλά όλες οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Τέλος αναφερόμενος σε μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας, ο κ. Σκυλακάκης είπε ότι θα έχει μόνον περιορισμένη επίδραση στο συνολικό χρέος, αφού η έκδοση νέου χρέους θα γίνει σε μικρό ποσοστό στο συνολικό χρέος της χώρας. Μάλιστα υπογράμμισε ότι η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού θα έχει μικρότερη επίδραση στη χώρα μας, απ’ ότι σε άλλες χώρες.