Οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου και εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής θα επηρεάσει στο δεύτερο εξάμηνο του 2011 τις εγχώριες αλλά και τις διεθνείς κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις αλλά και μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Τα έκτακτα μέτρα της κυβέρνησης στην Ελλάδα αναμένεται να έχουν άμεσα αντίκτυπο στο εγχώριο προϊόν, λόγω κυρίως:
– της περαιτέρω περικοπής των καταναλωτικών δαπανών τόσο των νοικοκυριών, όσο και του κράτους, καθώς και
– του σημαντικού περιορισμού του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, κοντά στα -χαμηλά- επίπεδα εκτέλεσής του στο πρώτο οκτάμηνο του έτους, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι αυξημένες από πέρυσι δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού.
Σωσίβιο όμως για την ελληνική οικονομία είναι η αύξηση της τουριστικής κίνησης, ενώ σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το οικονομικό αποτύπωμά της δεν θα περιοριστεί μόνο στην καλοκαιρινή περίοδο, αλλά θα επεκταθεί και τους χειμερινούς μήνες, ιδίως σε περιοχές με βασική πηγή εισοδήματος τις τουριστικές δραστηριότητες.
Βελτίωση της εικόνας από την εφαρμογή των μέτρων
Η ανακοίνωση των νέων μέτρων και η αναμενόμενη λήψη της έκτης δόσης του αρχικού δανείου της τρόικας, θα βελτιώσουν τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, επιδρώντας καταλυτικά στην επικύρωση των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Όμως, για τη σημαντική άρση της δυσπιστίας απέναντι στην Ελλάδα θα χρειαστεί η πιστή εφαρμογή των μέτρων και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, τουλάχιστον των απόλυτων μεγεθών τους. Η βελτίωση της αξιοπιστίας, θα αποκαταστήσει σταδιακά την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψή της. Ωστόσο, ακόμα και όταν αυτό επιτυγχάνεται, τα απτά αποτελέσματά του δεν είναι συνήθως άμεσα.
Φθίνουσα παραμένει η πορεία των τρεχουσών και προσεχών εξελίξεων στους βασικούς οικονομικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας, με ελαφρά χαμηλότερους ρυθμούς από ότι νωρίτερα πέρυσι.
Υπάρχουν όμως και ορισμένες διαφοροποιήσεις σε αυτή τη γενική τάση. Έτσι, η υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής περιορίστηκε τον Ιούλιο στο 2,8%, από το 11% περίπου, γύρω από το οποίο κυμάνθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου. Αυτή η εξέλιξη μάλλον τροφοδοτήθηκε από την ανάγκη ανανέωσης των αποθεμάτων, καθώς η αύξηση των νέων παραγγελιών ήταν υποτονική στο προηγούμενο χρονικό διάστημα. Μεγαλύτερη ήταν η εξασθένιση της υποχώρησης στον τουρισμό το β΄ τρίμηνο, καθώς η μείωση του κύκλου εργασιών του δεν ξεπέρασε το 2,2%, όταν το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο ξεπερνούσε οριακά το 20%. Η τάση θα μεταστραφεί πιθανότατα σε θετική στο τρίτο εξάμηνο, καθώς οι αφίξεις τουριστών στα 13 μεγαλύτερα αεροδρόμια το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου ήταν φέτος 11% περισσότερες από ότι πέρυσι. Από την άλλη πλευρά, η παραγωγή στον κατασκευαστικό κλάδο ποντίστηκε κατά περίπου 40%, καθώς οι δείκτες οικοδομικών έργων και έργων πολιτικού μηχανικού που τη διαμορφώνουν υποχώρησαν αμφότεροι στα ιστορικά ελάχιστο επίπεδό τους, τουλάχιστον από το 2005.
Μείωση ζήτησης-κατανάλωσης
Σχετικά με την πορεία μεγεθών από την πλευρά της εγχώριας ζήτησης, ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο διαμορφώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2011 10,2% χαμηλότερα από ότι σε αυτή την περίοδο πέρυσι, υποχώρηση πάντως που είναι μικρότερη αυτής στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου φέτος (-14,7%) και συνάδει με την επιβράδυνση της πτώσης των καταναλωτικών εξόδων των νοικοκυριών στο β’ τρίμηνο. Η συρρίκνωση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά, αλλά και η μικρή άμβλυνση αυτής της τάσης στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου, αποτυπώνονται στην πορεία του πληθωρισμού: παρέμεινε σε πτωτική τροχιά το δίμηνο Απριλίου-Μαίου και διατηρήθηκε τον Ιούνιο στο επίπεδο του προηγούμενου μήνα, στο 3,3% από 4,5% στα τέλη του α’ τριμήνου. Ηπιότερη μείωση σημειώθηκε και στον κύκλο εργασιών στο χονδρικό εμπόριο, της τάξης του 10,8%, από 13,3%. Σε ότι αφορά τη ζήτηση από το εξωτερικό για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, η άνοδός της σταθεροποιήθηκε στο β’ τρίμηνο και τον Ιούλιο στην περιοχή του 7%.
Όμως, η μικρή μείωση που παρουσίαζαν στο πρώτο τρίμηνο οι εισαγωγές εξανεμίστηκε στη συνέχεια του έτους, με αποτέλεσμα στο σύνολο του πρώτου επταμήνου να αυξάνονται οριακά, κατά 0,5%. Ακολούθως, η συρρίκνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών-υπηρεσιών περιορίστηκε στο πρώτο μισό του 2011 στο 15,1%, από 18,5% στο αρχικό τρίμηνό του.
Η μικρής έκτασης εξασθένιση των πτωτικών τάσεων στο β’ τρίμηνο και μέχρι τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες θα ανακοπεί κατά πάσα πιθανότητα από το Σεπτέμβριο. Οι χαμηλές επιδόσεις στη νέα αξιολόγηση της τρόικας, με αντικείμενο πλέον την πρόοδο υλοποίησης του ΜΠΔΣ, κυρίως στα πεδία της αναδιάρθρωσης-περιορισμού του μεγέθους του κράτους, όπως επίσης και στους στόχους για τις ιδιωτικοποιήσεις και επακόλουθα, η επιτάχυνση υλοποίησης του ΜΠΔΣ, με τα μέτρα που ήδη ανακοινώθηκαν, αλλάζουν άρδην το εγχώριο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον από τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η αβεβαιότητα ως προς τη λήψη και άλλων μέτρων μέχρι το τέλος του έτους, αλλά και στα προσεχή χρόνια, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου, επενεργεί αποθαρρυντικά στις προσδοκίες, κυρίως των καταναλωτών, οξύνει την επιφυλακτικότητα και αυξάνει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Τα θετικά αποτελέσματα από την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, που παρατέθηκαν παραπάνω, δεν μπορούν να γίνουν αισθητά άμεσα, ούτως ώστε η ανάδειξή τους να μετριάσει δραστικά τις αντιδράσεις απέναντι στα ανακοινωθέντα μέτρα, ενώ η μέχρι τώρα σημαντική απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του 2011 δημιουργεί ισχυρές αμφιβολίες για την δυνατότητα ικανοποίησής τους.
«Μαχαίρι» σε μισθούς και συντάξεις»
Η εφαρμογή των νέων μέτρων θα επιφέρει σημαντική περικοπή των κρατικών δαπανών μέχρι το τέλος του 2011. Μεγάλο μέρος αυτής αφορά μεταβιβαστικές πληρωμές, μισθούς και συντάξεις.
Η ανάγκη άμεσης, εκτεταμένης περιστολής της δημόσιας κατανάλωσης προκειμένου να μην ξεπεράσουν οι δημόσιες δαπάνες το επίπεδο που έχει οριστεί στο ΜΠΔΣ θα επιτείνει και πιθανότατα θα επιταχύνει την ήδη υψηλή πτώση της στο εξάμηνο Ιανουαρίου-Ιουνίου του τρέχοντος έτους. Τον περιορισμό της δημόσιας κατανάλωσης θα μεγεθύνει η τεχνική επίδραση του σχετικά υψηλού επιπέδου της στο τελευταίο τρίμηνο του 2010. Τη συμπίεση των κρατικών καταναλωτικών εξόδων δεν επιτρέπει εν μέρει η υψηλή συσσώρευση ληξιπρόθεσμών υποχρεώσεων του κράτους στο πρώτο επτάμηνο του έτους, οι οποίες πρέπει να καλυφθούν προκειμένου να μην προκαλέσουν πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση. Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, αναμένεται ο ρυθμός υποχώρησης των δημόσιων καταναλωτικών δαπανών να κινηθεί σαφώς υψηλότερα από το 8,0% στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του 2011.
Τα εισοδηματικά-φορολογικά μέτρα του ΜΠΔΣ που έχουν ήδη επιβληθεί (έκτακτη εισφορά στο εισοδήματα, τέλος επιτηδεύματος, ΛΑΦΚΑ) και όσα θα εφαρμοστούν προσεχώς (περικοπές συντάξεων, ενιαίο μισθολόγιο, ειδικό τέλος στα ακίνητα), καθώς και η άνοδος της ανεργίας μετά τη λήξη της θερινής περιόδου, αναμένεται να αποτελέσουν τους βασικούς παράγοντες συμπίεσης των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών στο δεύτερο εξάμηνο του 2011, ιδίως στο τελευταίο τρίμηνό του.
Η φθίνουσα ζήτηση θα συνεχίσει να επιβραδύνει τον πληθωρισμό, λειτουργώντας ανασχετικά σε εντονότερη εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης. Αυτό το ενδεχόμενο ενισχύεται από το ότι δεν περιλαμβάνονται στα νέα μέτρα αυξήσεις φόρων ή νέοι φόροι στην κατανάλωση αγαθών.
Αναιμική η επενδυτική δραστηριότητα
Στο πεδίο των επενδύσεων, οι κατά πάσα πιθανότητα χαμηλότερες σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο ΜΠΔΣ χρηματοδοτήσεις μέσω του ΠΔΕ για φέτος, η υψηλή ρευστότητα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στο εσωτερικό της χώρας και η αναμονή, ιδίως από δυνητικούς επενδυτές του εξωτερικού, των οριστικών αποφάσεων στην ΕΕ σχετικά με την υλοποίηση της απόφασης της 21ης Ιουλίου και τα σενάρια τροποποίησής της, θα αποδυναμώσουν περαιτέρω την ήδη αναιμική επενδυτική δραστηριότητα.
Οξυμένοι παραμένουν για ακόμα ένα τρίμηνο οι παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά ή περιορίζουν το μέγεθος των ιδιωτικών επενδύσεων. Το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα, παρά την πραγματοποίηση ορισμένων σημαντικών νομικών παρεμβάσεων για την καλυτέρευση των επενδυτικών συνθηκών (fast-track, νέος Αναπτυξιακός Νόμος κ.λπ.), πλήττεται έντονα και θα συνεχίσει να επιβαρύνεται από τη χαμηλή, συνεχώς φθίνουσα εγχώρια ζήτηση, την παρατεταμένη αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα και τη διάθεση συνέχισης της δημοσιονομικής εξυγίανσης, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και τις αμφιταλαντεύσεις των κρατών-μελών της ΕΕ σχετικά με την χορήγηση νέου δανείου στο ελληνικό κράτος και τους όρους αυτού.
Στον αντίποδα, τη βασική και πιθανότατα μοναδική περιοριστική επίδραση στο μέγεθος της ύφεσης κατά τη διάρκεια του εξαμήνου Ιουλίου-Δεκεμβρίου φέτος αναμένεται να ασκήσει η υποχώρηση του ελλείμματος του εξωτερικού τομέα. Σε συνέχεια των τάσεων στο πρώτο εξάμηνο του 2011, η περαιτέρω συρρίκνωσή του αναμένεται να προέλθει από τη μεγαλύτερη αποδυνάμωση των εισαγωγών. Ο εκ νέου περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος ατόμων και νοικοκυριών, από τα πρόσθετα σε αυτά που εφαρμόστηκαν κατά την έγκριση του ΜΠΔΣ φορολογικά-εισοδηματικά μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, θα συμπιέσει κατά κύριο λόγο τη ζήτηση για εισαγωγές.
Οι εισαγωγές αγαθών, που παρουσίασαν ταχύτερη αποκλιμάκωση από εκείνες των υπηρεσιών στο αρχικό εξάμηνο του τρέχοντος έτους, επηρεάζονται και από την καθίζηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και επακόλουθα, το χαμηλό επίπεδο αγορών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού από το εξωτερικό. Την κάθετη πτώση των εισαγωγών στο τρέχον εξάμηνο θα συγκρατήσει μόνο το σχετικά χαμηλό επίπεδό τους στο αντίστοιχο εξάμηνο του 2010, που διαμορφώνει χαμηλή βάση σύγκρισης για φέτος.
Εκτός όμως από τη συρρίκνωση των εισαγωγών, η βελτίωση των επιδόσεων του εξωτερικού τομέα αναμένεται να υποστηριχτεί και από την αρκετά καλύτερη πορεία των εξαγωγών. Η διαρκής από τις αρχές μέχρι τη μέση του 2011 άνοδος των εξαγωγών αγαθών πιθανότατα θα επιβραδυνθεί στο υπόλοιπο του έτους, λόγω της διευρυνόμενης κάμψης στη μεγέθυνση του παγκόσμιου εμπορίου, κάτι που άλλωστε έγινε και μεταξύ των δύο πρώτων τριμήνων φέτος. Όμως την απώλεια της ανοδικής δυναμικής στις εισαγωγές αγαθών αναμένεται να αναπληρώσει ή και να υπεραντισταθμίσει η πορεία των εξαγωγών υπηρεσιών.
Από την άλλη πλευρά, την ανταγωνιστικότητα και συνεπώς τη ζήτηση των εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών στο εξωτερικό, θα πλήξει η άνοδος του κόστους παραγωγής και του λειτουργικού κόστους που θα προκληθεί από την εξίσωση της τιμής πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης για τις επιχειρήσεις.
ΙΟΒΕ: Σταθεροποίηση της οικονομίας το 2012
Οι εκτιμήσεις διεθνών και εγχώριων φορέων για το 2012 διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, καθώς ΕΕ και ΟΟΣΑ προβλέπουν ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, περιορισμένης ωστόσο έκτασης (+0,6%), όμως το ΔΝΤ, του οποίου η πρόβλεψη είναι η πλέον πρόσφατη, αναμένει και πάλι ύφεση, της τάξης του 2,0%. Το ΙΟΒΕ, εκτιμά ότι το επόμενο έτος και θα είναι χρονιά σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας. Στους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στον έντονα αρνητικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το 2011 συγκαταλέγονται, η κάθετη υποχώρηση των δημόσιων επενδύσεων, η συρρίκνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης αλλά και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, η φθίνουσα πορεία των οποίων αποτυπώθηκε στην άνοδο του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Ειδικότερα η συρρίκνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης προξένησε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε ποσοστό πέραν αυτού που δικαιολογεί η πτώση του ρυθμού α-νόδου του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι αν οι δημόσιες επενδύσεις το 2012 κινηθούν με ελαφρά θετικούς ρυθμούς ανόδου και επιπλέον έχουμε μια σταδιακή αποκατάσταση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης με σταθεροποίηση του ποσοστού αποταμίευσης, τότε μαζί με τη μικρή αλλά θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ μπορεί να είναι οριακά θετικός το 2012. Η πρόβλεψη αυτή περιβάλλεται από αβεβαιότητες, ωστόσο αν προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν το μεσοπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανόδου της οικονομίας αλλά και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη πιο βραχυπρόθεσμα, τότε η πρόβλεψη αυτή μπορεί να αποδειχθεί συντηρητική.
Και άλλα χτυπήματα στην αγορά εργασίας
Η συνέχιση της ύφεσης στο δεύτερο εξάμηνο του 2011, με ισχυρή ένταση, θα έχει αναπόφευκτα νέο αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, στην οποία έχουν ασκηθεί σημαντικές πιέσεις σωρευτικά τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Στη βελτίωση των δεδομένων σε αυτή δεν έχει συνδράμει η εφαρμογή από την αρχή του έτους των περισσότερο ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η εφαρμογή τους υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις, οι οποίοι έχουν οδηγήσει σε περιορισμένη μόνο υιοθέτησή τους. Έτσι, η ανεργία ανήλθε στο 16,3% στο δεύτερο τρίμηνο του 2011, 4,5 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2010, εξαιτίας της συρρίκνωσης της απασχόλησης κατά 6,1%.
Το συγκεκριμένο ποσοστό ανεργίας είναι υπερδιπλάσιο εκείνου μόλις πριν τρία χρόνια, στο δεύτερο τρίμηνο του 2008 (7,2%). Η διεύρυνση της ανεργίας θα επιβραδυνθεί ή ίσως και να ανακοπεί από την εποχική αύξηση της απασχόλησης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς η τουριστική κίνηση ήταν φέτος αρκετά αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο μετά την παρέλευση αυτής της επίδρασης, η εκ νέου άνοδος της ανεργίας θα είναι μάλλον απότομη. Έτσι, παραμένει αμετάβλητη η πρόβλεψη για διαμόρφωση του ποσοστού της ανεργίας στο σύνολο του 2011 στην περιοχή του 16,4%. Το 2012, καθώς δεν αναμένεται επιστροφή στην ανάπτυξη, η ανεργία θα συνεχίσει να ανέρχεται, με ηπιότερο ωστόσο ρυθμό από ότι φέτος, φθάνοντας στο 17,7%.
Από την ανάλυση των τάσεων στα βασικά μεγέθη του ΑΕΠ και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα, αναδεικνύεται, όπως είναι αναμενόμενο και συμβαίνει επί τουλάχιστον ενάμισι χρόνο, ο πρωταρχικός ρόλος των δημοσιονομικών εξελίξεων στη διαμόρφωσή τους. Η επίδραση των τεκταινόμενων στα δημοσιονομικά πραγματοποιείται σε δύο ευρεία επίπεδα: α) με το αποτέλεσμα των λαμβανόμενων δη-μοσιονομικών μέτρων στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και στην οικονομική δραστηριότητα β) με την επίδραση του συνόλου των μέτρων (φορολογικών, δημοσιονομικών, μεταρρυθμίσεων κ.λπ.) στο κλίμα, τις διαθέσεις και τις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία, εγχώρια, αλλά κυρίως διεθνώς.
Η τρέχουσα αναταραχή γύρω από το ελληνικό ζήτημα αναδεικνύει για άλλη μια φορά τις επιπτώσεις σε δεύτερο επίπεδο, στο διεθνές κύρος της χώρας, από τις καθυστερήσεις και τις ολιγωρίες στην εφαρμογή κυρίως των διαρθρωτικών μέτρων του ΜΠΔΣ (περιορισμός / αναδιάρθρωση δημόσιου τομέα – ιδιωτικοποιήσεις – αξιοποίηση περιουσίας του δημοσίου), αφού τα περισσότερα από τα άμεσα εφαρμοστέα εισοδηματικά-φορολογικά μέτρα του βρίσκονται ήδη σε ισχύ (έκτακτη εισφορά στο εισοδήματα, τέλος επιτηδεύματος, ΛΑΦΚΑ).
Όμως, οι συνέπειες των καθυστερήσεων μεγεθύνονται από τη συνεχιζόμενη αμφιταλάντευση στην Ευρωζώνη και απροθυμία ορισμένων μελών της για την υλοποίηση των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου και την παροχή νέου δανείου στο ελληνικό κράτος, τουλάχιστον χωρίς την ανάληψη από την πλευρά του ορισμένων πρόσθετων δεσμεύσεων.
Αυτή η επίδραση επαληθεύεται από το γεγονός ότι παρά την ανακοίνωση πρόσθετων μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, με ισχυρό, εν πολλοίς εγγυημένο δημοσιονομικό όφελος καθώς αυτά εστιάζουν στο σκέλος των δαπανών, η αξιοπιστία της χώρας διεθνώς παραμένει υπό έντονη αμφισβήτηση και δεν δείχνει να βελτιώνεται, τουλάχιστον άμεσα. Από αυτή την εξέλιξη αναδεικνύεται το ότι η έλλειψη μιας ενιαίας, αποκρυσταλλωμένης πολιτικής και θέσης στην Ευρωζώνη για χώρες με προβλήματα αναχρηματοδότησης του χρέους τους, που να διασφαλίζει υπό προϋποθέσεις την απρόσκοπτη στήριξή τους, δεν επιτρέπει την ανάδειξη και την αναγνώριση των δημοσιονομικών προσπαθειών που καταβάλλουν.