Επιστολή – απάντηση στις αναφορές του προέδρου του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων BDI, Χανς Πέτερ Κάιτελ, σύμφωνα με τις οποίες κανένας ξένος επενδυτής δεν θα έλθει επικεφαλής στην Ελλάδα, όταν οι Έλληνες επενδυτές εγκαταλείπουν τη χώρα απηύθυνε ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Δ. Δασκαλόπουλος προς τον γερμανό ομόλογό του.
Οι δηλώσεις του κ. Κάιτελ, ο οποίος ζήτησε από τους Έλληνες βιομηχάνους να συμπεριφερθούν ως πατριώτες φέρεται ότι έγιναν στο περιθώριο του συνεδρίου που διοργάνωσε ο BDI την προηγούμενη εβδομάδα στο Βερολίνο με αντικείμενο την προώθηση των επενδύσεων στη χώρα μας.
Σημειώνεται ότι ανάλογες δηλώσεις έκανε σήμερα, λίγες ώρες πριν την άφιξή του στην Αθήνα ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Φίλιπ Ρέσλερ, λέγοντας ότι είναι περίεργο να προσπαθούμε από το εξωτερικό να βρούμε επενδυτές για την Ελλάδα και την ίδια στιγμή να φεύγουν οι Έλληνες επενδυτές από την ίδια τους τη χώρα.
Στην επιστολή τού κ. Δασκαλόπουλου επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα υπήρξε η κινητήρια δύναμη της οικονομίας στην περίοδο πριν από την κρίση -παρά τη γραφειοκρατία, το ευμετάβλητο φορολογικό σύστημα και το μη φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.
Τα μέλη μας, που αποτελούν την πλειοψηφία των 1620 μεγάλων και οργανωμένων επιχειρήσεων – σε σύνολο για την Ελλάδα 222.000 εταιρειών – είναι αυτά που καταβάλλουν το 68% του συνολικού φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Την τελευταία διετία οι επιχειρήσεις έχουν σηκώσει το μεγάλο βάρος της αύξηση των φόρων, των εκτάκτων εισφορών και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ο φόρος στα διανεμόμενα μερίσματα αυξήθηκε στο 45% και μία ειδική εισφορά στα κέρδη που ξεκίνησε το 2009 και έγινε μόνιμη απέδωσε στη διετία 2009/2010 1,8 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που εξοικονομήθηκε με τη μείωση των αμοιβών και επιδομάτων στον δημόσιο τομέα. Τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν από την επιχειρηματική κοινότητα χωρίς διαμαρτυρία – παρότι αντιμετωπίζει ένα περιβάλλον πτώσης των πωλήσεων και των κερδών και ανόδου του κόστους και της ανεργίας.
– Είναι αλήθεια ότι, τους τελευταίους 18 μήνες, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετώπισε σημαντική εκροή καταθέσεων. Σύμφωνα, όμως, με τα στοιχεία που δίνει το υπουργείο Οικονομικών, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, η εκροή αυτή προέρχεται από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής κοινωνίας, αποτελείται από πολλά μικρά ποσά και οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: (α) την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι αποταμιεύσεις για τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες καθώς και για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων μέσα σ’ ένα περιβάλλον μείωσης των εισοδημάτων και έλλειψης ρευστότητας, και (β) τη γενική αβεβαιότητα για το μέλλον της Ελλάδας, της οικονομίας της και του νομίσματος της, γεγονός που έκανε τους απλούς πολίτες να ανησυχήσουν για τις αποταμιεύσεις τους και να τις αποσύρουν μεταφέροντας τες εκτός Ελλάδος ή, ακόμη, αποθησαυρίζοντας τες «κάτω από το στρώμα». Το γεγονός αυτό αποτελεί ίσως μία αναπόφευκτη εξέλιξη, όταν συχνά-πυκνά οι συνεταίροι μας και η Γερμανία πρώτη απ’ όλους, ζητούν την τιμωρία ή και την εκδίωξη των σπάταλων ενόχων.
– Ο καθ’ ημάς λαϊκισμός, έχει δαιμονοποιήσει την επιχειρηματική δράση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, ως μία μεταφορά δραστηριοτήτων σε γειτονικές χώρες. Η αλήθεια είναι πως το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επενδύσεων στις γειτονικές μας χώρες αποτελεί μία συνειδητή και σταθερή πολιτική να εκμεταλλευτεί η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα τα φυσικά οικονομικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η συγκεκριμένη περιοχή -που «άνοιξε» μετά το 1990. Η προσπάθεια αυτή πέτυχε καθώς πολλές ελληνικές εταιρείες έχουν αποκτήσει μόνιμη παρουσία στη Βαλκανική Χερσόνησο και έχουν κατακτήσει ηγετική θέση σε τομείς όπως οι τράπεζες, το λιανεμπόριο και τα τρόφιμα. Η χώρα μας έχει ωφεληθεί άμεσα από την επέκταση της ελληνικής οικονομικής επιρροής και δράσης καθώς και από τον επαναπατρισμό των κερδών και τη δημιουργία νέων ευκαιριών για την απόκτηση εισοδήματος και για την απασχόληση. Η ευρύτερη περιοχή ωφελήθηκε από την αύξηση της απασχόλησης, την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων παραγωγής και μάνατζμεντ και την απόκτηση τεχνολογίας».
«Η εμπειρία σου ως υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλων γερμανικών πολυεθνικών», καταλήγει ο κ. Δασκαλόπουλος, «σου επιτρέπει να κατανοήσεις πόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναληφθούν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και μεγάλα επενδυτικά σχέδια μέσα σ’ ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας και μεγάλης έλλειψης ρευστότητας – όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Είμαι σίγουρος, επιπρόσθετα, ότι και εσύ συμμερίζεσαι την άποψη πως το θέμα της Ελλάδος δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί οριοθετημένα ως ένα ελληνικό πρόβλημα και μόνο, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο μίας ευρύτερης ευρωπαϊκής διευθέτησης. Η Ελλάδα υπήρξε σπάταλη. Και πράγματι δεν κατάφερε να υλοποιήσει όλες τις δεσμεύσεις που ανέλαβε. Δεν υπάρχει, όμως, καμία χώρα που να κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια και μόνο να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 50% – ή κατά περισσότερο από 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ- κι αυτό ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε σωρευτικά κατά 12%. Επιπλέον, είναι τώρα φανερό ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως το πειραματόζωο μίας Ευρώπης που ήταν παντελώς ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τέτοιες κρίσεις – ασύμμετρα σοκ ή “μαύρους κύκνους” κατά την ορολογία».