Περαιτέρω συρρίκνωση παρουσιάζει εφέτος η παραγωγή προϊόντων δέρματος και υποδημάτων, που είχε μειωθεί κατά 13,4% το 2009. Οι αρνητικές τάσεις που επικρατούν στην παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας προϊόντων δέρματος και υποδημάτων αντανακλούν τη μείωση της εγχώριας ζήτησης, την υψηλή εισαγωγική διείσδυση και την εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου.
Επί συνόλου πέντε κατηγοριών προϊόντων του κλάδου, όπως αυτές προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, άνοδο του όγκου παραγωγής την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2010, σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο του 2009, παρουσιάζει μόνο μία (20%), σε αντίθεση με τις άλλες τέσσερις (80%), οι οποίες εμφανίζουν πτώση.
Η συνολική παραγωγή δερμάτων και υποδημάτων στη χώρα μας το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2010 ήταν μειωμένη, σε σύγκριση με το ίδιο δεκάμηνο του 2009, κατά 36,7%, σε επίπεδα τα οποία είναι κατώτερα από τα αντίστοιχα του έτους 2005 κατά 47,6%. Την ίδια περίοδο του 2009 είχε καταγραφεί μείωση της τάξεως του 14,4%, σε σχέση με το 2008.
Η έντονα καθοδική πορεία της συνολικής παραγωγής του κλάδου κατά το τρέχον έτος οφείλεται σε συνεχή μείωση όλους τους τελευταίους μήνες, δεδομένου ότι και κατά το πρώτο τετράμηνο η παραγωγή ήταν μειωμένη κατά 32,7% σε ετήσια βάση. Ειδικότερα τον Οκτώβριο κατεγράφη πτώση 34,7%.
Σύμφωνα με αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που αφορούν την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2010, στο διάστημα αυτό αυξήθηκε η παραγωγή δερμάτων προβατοειδών κατά 9,35%.
Συγχρόνως, όμως, μειώθηκε η παραγωγή δερμάτων βοοειδών κατά 56%, ενώ μηδενίστηκε η η παραγωγή δερμάτων αιγοειδών.
Επίσης, την ίδια περίοδο μειώθηκε η παραγωγή υποδημάτων με εξωτερικές σόλες και μέρη από ελαστικό ή πλαστικό, εκτός των αδιάβροχων και αθλητικών υποδημάτων, κατά 43,5%, ενώ η παραγωγή υποδημάτων με μέρη από δέρμα, εκτός των αθλητικών υποδημάτων, που φέρουν προστατευτικό κάλυμμα από μέταλλο, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων ειδικών υποδημάτων, μειώθηκε κατά 38,7%.
Η παραγωγή του κλάδου δερμάτων και υποδημάτων αντιστοιχούσε κατά την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με έρευνα που είχε διεξαχθεί το 2005, μόλις στο 0,6% της συνολικής παραγωγής της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Στο μεσοδιάστημα η παραγωγή των προϊόντων αυτών στη χώρα μας μειώθηκε κατά περίπου 50%.