Το μήνυμα να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, να εφαρμοστεί πλήρως ο πτωχευτικός νόμος, να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια στέλνει ο ESM μέσω της ανάλυσή του για την Ελλάδα, η οποία περιλαμβάνεται στο ετήσιο δελτίο που παρουσίασε σήμερα.
Στην ανάλυση επισημαίνεται ότι η πανδημία ανέκοψε μια τριετή πορεία οικονομικής ανάκαμψης και δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ωστόσο τονίζει ότι η στήριξη της ΕΚΤ επέτρεψε στη χώρα να καλύψει τις αυξημένες δανειακές της ανάγκες και να διατηρήσει μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες έχουν αυξήσει τη χορήγηση δανείων, χάρη στην ευελιξία που επέδειξαν οι ρυθμιστικές αρχές και τα προγράμματα χρηματοδότησης της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Παρά την ύφεση οι τράπεζες συνέχισαν να καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις το 2020, αλλά η κερδοφορία παρέμεινε αδύναμη. Ρευστότητα και συνθήκες χρηματοδότησης βελτιώθηκαν, ειδικά μετά τις κινήσεις της ΕΚΤ. Ο «Ηρακλής» επιτάχυνε τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά οι δείκτες NPEs παραμένουν υψηλά.
Ο ESM επισημαίνει ότι χάρη στους ευνοϊκούς όρους που προσφέρει στα δάνεια που χορήγησε στη χώρα, ο προϋπολογισμός είχε όφελος 8 δισ. ευρώ το 2020.
Η ανάλυση επισημαίνει ότι η πανδημία ανάγκασε την κυβέρνηση να αλλάξει πολιτικές προτεραιότητες και διατάραξε την εφαρμογή κάποιων μεταρρυθμίσεων. Το σχέδιο για τη μείωση των εκκρεμών συνταξιοδοτήσεων σχεδόν στο μηδέν έως τα τέλη του 2020 δεν καρποφόρησε. Παράλληλα, σύμφωνα με τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης του ESM, το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους αντανακλά μια σημαντική αδυναμία.
Η επίτευξη ισχυρής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, η επιστροφή σε δημοσιονομικό μονοπάτι που συνάδει με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας είναι κρίσιμες προκλήσεις για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, επισημαίνει ο ESM. Αυτό εξαρτάται αποφασιστικά από την τόνωση της παραγωγικότητας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς οι δημογραφικές τάσεις παραμένουν αρνητικός παράγοντας.
Η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας απαιτεί προσπάθειες σε πολλούς τομείς, περιλαμβανομένης της εφαρμογής των δομικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων. Η πλήρης απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, που ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ, προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα μέσω επενδύσεων.
Για να μπορέσουν οι τράπεζες να ενισχύσουν ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις επενδύσεις, απαιτείται περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η στήριξη της ανάκαμψης και η διαφύλαξη της ανθεκτικότητας των τραπεζών παραμένει προτεραιότητα, τονίζεται, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πλήρη εφαρμογή του «επί μακρόν αναμενόμενου» πτωχευτικού νόμου.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να προχωρήσουν χέρι χέρι ενώ ενισχύεται το δίκτυ κοινωνικής προστασίας και καλύπτονται οι δεσμεύσεις προς το Eurogroup, που απορρέουν από την ενισχυμένη εποπτεία.