Η ελληνική οικονομία από το 2023 και μετά μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς 3,5%-4% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία σε σχέση με τα προ-COVID επίπεδα, όπως αναφέρεται στη μηνιαία έκθεση της Τράπεζας Πειραιώς.
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη έκθεση σημειώνεται ότι: “Όταν, στα τέλη του 2020 και αρχές του 2021, είχαμε αναθεωρήσει ριζικά προς το θετικότερο τις προβλέψεις μας αναφορικά με την ελληνική οικονομία, η αναθεώρηση αυτή είχε τότε θεωρηθεί από υπεραισιόδοξη έως ανεδαφική. Το πιο χαρακτηριστικό σχόλιο που είχα δεχθεί σε μια από τις παρουσιάσεις των προβλέψεών μας σε επενδυτές ήταν ότι το αναθεωρημένο μας σενάριο ήταν για τους επενδυτές πάρα πολύ χρήσιμο και ενδιαφέρον καθώς αυτοί το χρησιμοποιούσαν ως το αισιόδοξο σενάριο στα δικά τους υποδείγματα. Έχοντας φτάσει στα μέσα του 2021 και ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ των στοιχείων του ΑΕΠ του 1ου τριμήνου 2021, η πρόβλεψή μας για ανάπτυξη στην περιοχή του 6% για το 2021-2022 έχει υιοθετηθεί πλέον ως το βασικό σενάριο της πλειοψηφίας των αναλυτών της ελληνικής οικονομίας.
Το σκεπτικό βάσει του οποίου είχαμε αναθεωρήσει τις προβλέψεις μας στις αρχές του έτους και για το οποίο τώρα αισθανόμαστε δικαιωμένοι ήταν διττό:
– Καταρχήν αξιολογήσαμε την επίδραση στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τριών πολύ σημαντικών παραγόντων:
1. της βελτίωσης στους όρους χρηματοδότησης και ρευστότητας της οικονομίας μετά την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα PEPP έκτακτης ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ,
2. της επερχόμενης δημοσιονομικής χαλάρωσης και
3. τέλος αλλά περισσότερο σημαντικό, τις επιπτώσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους €30 δισ.
– Ταυτόχρονα όμως αξιολογήσαμε το γεγονός ότι οι τρεις αυτοί πολύ θετικοί παράγοντες έρχονταν – με τρόπο παντελώς απρόβλεπτο – να ικανοποιήσουν σε υπερθετικό μάλιστα βαθμό τις δύο αναγκαίες αναπτυξιακές προϋποθέσεις όπως τις είχαμε διατυπώσει σε ανύποπτο χρόνο, δηλαδή την ανάγκη για “αναπτυξιακό προσανατολισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων” καθώς και την ανάγκη “αναπτυξιακής ποσοτικής χαλάρωσης”.
Καταρχήν το οικονομικό επιτελείο κατάφερε, παράλληλα με τα πρόσκαιρα μέτρα οικονομικής στήριξης, να χρησιμοποιήσει μέρος της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων για να υλοποιήσει και πιο μόνιμα μέτρα όπως η μείωση ασφαλιστικών εισφορών και συντελεστών φορολογίας εισοδημάτων και κερδών, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα ενώ πολλά περισσότερα είναι στη φάση της επεξεργασίας και του σχεδιασμού. Ταυτόχρονα και το Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω ομολόγων που θα εκδοθούν από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα αγορασθούν – εν μέρη – από την ΕΚΤ μέσω προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της “αναπτυξιακής ποσοτικής χαλάρωσης”, δηλαδή της διαδικασίας εκείνης όπου η αγορά ομολόγων από πλευράς κεντρικής τράπεζας δημιουργεί τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο έτσι ώστε τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης να προωθήσουν μακρόπνοα σχέδια επενδύσεων υποδομών, βιώσιμης ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης των οικονομιών τους. Καθώς δε η ελληνική οικονομία ξεκινά από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και ταυτόχρονα θα είναι από τις πιο ωφελημένες οικονομίες σε όρους χρηματοδότησης προς ΑΕΠ, οι προοπτικές της προδιαγράφονται ιδιαίτερα θετικές.
Τώρα λοιπόν που το αισιόδοξο σενάριο έχει γίνει βασικό, υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί τον τρόπο που “διαβάζουμε” εμείς την ελληνική οικονομία έναντι των υπολοίπων; Κατά την άποψη μας αυτό που δεν έχουν ακόμα ενστερνισθεί και προεξοφλήσει πλήρως οι αγορές είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις των παραγόντων αυτών. Ενώ λοιπόν η πλειοψηφία των αναλυτών εξακολουθεί να θεωρεί ότι μετά την αρχική ανάκαμψη, η ελληνική οικονομία από το 2023 και ύστερα θα επανέλθει σε ρυθμούς μεγέθυνσης περί το 2%, η δική μας τοποθέτηση είναι ότι το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς 3,5%-4% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, βάζοντας την ελληνική οικονομία σε μια αισθητά υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά σε σχέση με τα προ-COVID επίπεδα”.