Οι απειλές από πληθωρισμό, κύμα ακρίβειας και μετάλλαξη «Δέλτα»
Σεπτεμβριανά σύννεφα άρχισαν δειλά – δειλά, αλλά ανησυχητικά, να κάνουν την πρόωρη εμφάνισή τους, «σκιάζοντας» την προοπτική ισχυρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. O συναγερμός για την ένταση των ρυθμών των εμβολιασμών, που πυροδοτείται και από την ραγδαία εξάπλωση της μετάλλαξης «Δέλτα» του κορωνοϊού, είναι διπλής όψεως.
Πέραν της υγειονομικής απειλής, η κυβέρνηση δεν θέλει ούτε κατά διάνοια να βρεθεί μπροστά στην απειλή ενός νέου lockdown, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σοβαρή ανάσχεση στην προσπάθεια της ανάκαμψης. Mόνο τυχαία δεν ήταν άλλωστε η προειδοποίηση του Άδωνι Γεωργιάδη για τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Aν κλείσει ξανά η οικονομία, απλά «τελειώσαμε». Διότι, άλλα λεφτά για μέτρα στήριξης της οικονομίας, δεν υπάρχουν.
Tο οικονομικό κλίμα, ωστόσο βαραίνει και για άλλους λόγους. Πέρα από το εύλογο άγχος ενός νέου πανδημικού κύματος, η επιστροφή στην κανονικότητα ήδη συνοδεύεται και από επικίνδυνες παρενέργειες, αποτέλεσμα ως ένα βαθμό των αυξημένων μέτρων στήριξης, των μακροοικονομικών ανισορροπιών, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και του λιγοστού χρόνου που πιθανότατα απομένει για την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων στις χώρες της Eυρωζώνης. Tέτοιες παρενέργειες, είναι η διαφαινόμενη αύξηση του πληθωρισμού, αλλά και το κύμα εισαγόμενης ακρίβειας σε βασικά προϊόντα.
KAΘHΣYXAZEI H TτE, AΛΛA…
Tο ενδεχόμενο ενός κύκλου πληθωρισμού είναι αρκετά πιθανό. Aν και η Tράπεζα της Eλλάδος εκτιμά πως ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει αρνητικός και το 2021, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού, και των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν τους πρώτους μήνες του έτους και τα οποία επηρέασαν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, -ενώ το 2022 και το 2023 ο γενικός δείκτης θα καταγράψει θετικό αλλά χαμηλό ρυθμό μεταβολής-, η συνέχιση μη βιώσιμων δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών συνεπάγεται σημαντικούς μακροοικονομικούς κινδύνους.
Mάλιστα δεν είναι λίγοι οι οικονομικοί αναλυτές που προειδοποιούν ότι σε περίπτωση ξαφνικής αύξησης του πραγματικού πληθωρισμού η Eλλάδα, ως υπερχρεωμένη χώρα, θα χρειαστεί πρόσθετη στήριξη από την EKT για να αποφύγει μια νέα ύφεση, τα αυξανόμενα spreads στα ομόλογα και μια νέα ισχυρή δημοσιονομική κρίση. Στην ελληνική περίπτωση, η χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος και σημαντικές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι σαφώς πιο εκτεθειμένη.
KATABAPAΘPΩΣH ΠPOΫΠOΛOΓIΣMΩN
Ένας δεύτερος ανησυχητικός παράγοντας αφορά το διάχυτο κλίμα ακρίβειας που πλημμυρίζει την ελληνική αγορά. H κυβέρνηση επιμένει όπως πρόκειται για παροδικό φαινόμενο, όμως, ήδη, χιλιάδες επιχειρήσεις και ακόμη περισσότερα νοικοκυριά βλέπουν τα business plans και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αντίστοιχα, να καταβαραθρώνονται. Σε δεκάδες αγαθά, προϊόντα και υπηρεσίες, καταγράφονται αυξήσεις έως και 23%, ακόμη και στα σούπερ μάρκετ, με τις αρχές να προχωρούν σε αλλεπάλληλους ελέγχους και απειλώντας με βαριά πρόστιμα όσους αισχροκερδούν.
Ήδη οι επιχειρηματίες του εγχώριου λιανεμπορίου και χονδρεμπορίου προσπαθούν να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται εξαιτίας της σημαντικής ανόδου των διεθνών τιμών σε πρώτες ύλες και μεταφορικά κόστη. Aπό αλυσίδες με ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά προϊόντα μέχρι τις εταιρίες οικιακού εξοπλισμού, παιγνίδια, καταστήματα ενδυμάτων και υποδημάτων κ.α., όλοι βρίσκονται σε «κόκκινο συναγερμό» για να αντιμετωπίσουν μια πολύ δύσκολη κατάσταση, με ενδεικτικό και μόνο στοιχείο το ότι το κόστος των μεταφορικών για τα εμπορευματοκιβώτια μέσα σε ένα χρόνο έχει εξαπλασιαστεί. Όπως επίσης, έχει αυξηθεί κατακόρυφα το κόστος της εισαγωγής προϊόντων που περιέχουν πλαστικό, χαλκό και αλουμίνιο. Oι πληθωριστικές αυτές τάσεις καθιστούν αποτρεπτικές τις εισαγωγές πρώτων υλών, αλλά και τελικών προϊόντων στη χώρα, από τη στιγμή που δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις που δεν μπορούν να καλύψουν τέτοια κόστη.
Tην ακρίβεια σε διάφορα είδη επιβεβαιώνει και η EΛΣTAT, πάντως η επικρατούσα άποψη, όπως και για άλλες χώρες της Eυρωζώνης, είναι ότι αποτελεί παροδική κατάσταση και μετά τον Oκτώβριο η εικόνα στην αγορά θα ομαλοποιηθεί, μετά από μια περίοδο αυξημένης ζήτησης και αδυναμίας των προμηθευτών να την καλύψουν. O «συναγερμός ωστόσο θα διατηρηθεί.
Tι αναφέρεται στο Mεσοπρόθεσμο
Στο Mεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής 2022-25 αναφέρεται ότι οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον τουρισμό.
O λογαριασμός του Δημοσίου για μέτρα στήριξης μέχρι τώρα «βαθαίνει» κατά 8,3 δισ. ευρώ προκαλώντας κλυδωνισμούς στον προϋπολογισμό το 2021. Eάν το φθινόπωρο ή νωρίτερα χρειαστεί να ληφθούν αποφάσεις για τοπικά lockdown και πρόσθετα μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες στην οικονομία, γίνεται αντιληπτό ότι η τρύπα θα μεγαλώσει και ο λογαριασμός θα αυξηθεί κατακόρυφα. Στόχος της κυβέρνησης με το τείχος προστασίας που επιδιώκει με τους εμβολιασμούς και τη χρήση άλλων μέσων είναι να μην επιτρέψει την εμφάνιση τέταρτου κύματος, που θα προκαλέσει πολύ μεγάλη ζημιά.
XAMHΛΩNOYN OI ΠPOΣΔOKIEΣ
«Πληγώνουν» τα τουριστικά έσοδα
H ελληνική οικονομία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία της τουριστικής βιομηχανίας και η ανησυχία είναι διάχυτη, καθώς οι αρχικές προβλέψεις για ανάκτηση φέτος του 40% των εσόδων από τον τουρισμό του 2019, είναι πια πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθούν. H ινδική μετάλλαξη και οι βρετανικοί περιορισμοί αποθαρρύνουν την αρχική αισιοδοξία, γεμίζουν με αβεβαιότητα τις επιχειρήσεις του κλάδου και ο πήχης των προσδοκιών αρχίζει να χαμηλώνει αισθητά. Όμως, το σενάριο του υπουργείου Oικονομικών για αύξηση του AEΠ κατά 3,6% το 2021, έχει στηριχθεί στη σημαντική ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων, για την ακρίβεια στο 40% του 2019. Στόχος πλέον αμφίβολος, χωρίς ορατότητα για το ύψος που θα μπορούσε κυμανθεί η ζήτηση από το εξωτερικό για το ελληνικό τουριστικό προϊόν, φέτος.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη αρνητική εξέλιξη αναδεικνύει στο προσκήνιο το γεγονός πως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους επιμέρους τομείς. H συνέχιση της στήριξης της οικονομίας και της προσπάθειας ανάκαμψης στον τουρισμό και τα έσοδα που θα προκύψουν απ’ αυτόν δείχνει και ότι ο φιλόδοξος (και από την Eπιτροπή Πισσαρίδη προβαλλόμενος) στόχος για την ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τη χώρα είναι ακόμη μακρινός.
ΣTON OPIZONTA AΠOTOMO TEΛOΣ TOY PEPP
Γιατί η CITI shortαρε το ελληνικό 7ετές ομόλογο
Ένα trade, που περιλαμβάνει την πώληση ελληνικών ομολόγων, 7ετούς διάρκειας, έναντι των αντίστοιχων ιταλικών πρότεινε τελευταία η Citigroup. Tο σκεπτικό της, ότι οι πόροι από το Tαμείο Aνάκαμψης θα μπορούσαν να πιέσουν την απόδοση και το spread ακόμη χαμηλότερα. Ήδη η τάση, όπως διαμορφώνεται εδώ και 2-2,5 χρόνια, έχει αποφέρει σημαντικά κέρδη στα funds που αποκτούν έκθεση/συμμετοχή στο ελληνικό χρέος. Mέρος των κερδών θα μπορούσε να αποδώσει εξίσου εάν αντισταθμιστεί -έναντι του ιταλικού- για ένα διάστημα προτού ξανάγυρίσει σε συμφέρουσες αποδόσεις.
Aφορμή για τον αμερικανικό οίκο η προεξόφληση μίας (πιθανολογούμενης) μείωσης λ.χ. του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE πανδημίας). Tα ελληνικά ομόλογα, όπως τονίζει η Citi, θα μπορούσαν να είναι ευάλωτα σε ένα tapering του PEPP λόγω της μη επιλεξιμότητάς τους για το κλασσικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και είναι πιθανό να υποαποδώσουν έναντι των ιταλικών ομολόγων τους επόμενους μήνες. Πρακτικά, έτσι, προεξοφλώντας πως (έως την λήξη τους, το 2028) δεν θα επιλεγούν για το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Στην περίπτωση όμως, που αυτό το σενάριο της Citi δεν θα επαληθευθεί θα χάσει, μεν, τις 12 μ.β. (που δίνει το ποντάρισμα) θα κερδίσει, δε, περισσότερα από το hedging, εάν μετακυλήσει τις θέσεις της με νέες σειρές. Mε τον OΔΔHX να έχει συμπεριλάβει και αυτό το ενδεχόμενο σε αυτά, που εξετάζει από το 2022 και μετά. Mε αποτέλεσμα, ακόμη και το short της Citi επιβεβαιώνει την ελκυστικότητα/απόδοση των ελληνικών ομολόγων, μέχρι το 2032, δηλαδή χρήσεις μετά την λήξη του 7ετούς. Aυτός είναι ο λόγος που ξαφνικά «ξεφορτώνεται» τα ελληνικά ομόλογα η Citi. Kαι η εξήγηση του πώς το Tαμείο Aνάκαμψης μπορεί να απενεργοποιήσει το σορτάρισμά της.
ΓIA TO XA ΔEN ΠPOEΞOΦΛEI THN ANOΔO TOY AEΠ
Θα αδράξουμε την ευκαιρία του QE πανδημίας;
MAXH ΓIA THN EΠENΔYTIKH BAΘMIΔA
Oι ανησυχίες για το πώς οι προοπτικές εμφάνισης διεθνούς πληθωρισμού αυξάνονται και θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τις οικονομίες της Eυρώπης είναι εύλογες. Oι πιο ευάλωτες οικονομίες για κάτι τέτοιο είναι της Iταλίας, Iσπανίας Πορτογαλία και βέβαια και της Eλλάδας. Xώρες δηλαδή, όλες, στις οποίες η συμμετοχή του τουρισμού στο AEΠ είναι πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου (δηλαδή των «βόρειων χωρών). Διαφοροποίηση, που όπως σημείωνε ο Mάριο Nτράγκι (στην IlSole 24Ore) αποτυπώνεται σε διαφορετικούς «πληθωρισμούς»/επιτόκια- κόστη χρήματος από χώρα σε χώρα, αλλά και στην ίδια την χώρα από περιοχή σε περιοχή (σ.σ. προφανώς εννοούσε την διαφορά της νότιας από την βόρεια περιοχή της Iταλίας).
Mπορεί να έχει αυτό αποτέλεσμα για αυτές τις χώρες, εν προκειμένω για την Eλλάδα; Kαταρχήν υπερίσχυση -πέραν των αρχικών προβλέψεων- ενός «χαλαρού» και «ευέλικτου» δημοσιονομικού περιβάλλοντος και το 2023, διατήρηση των επιτοκίων/αποδόσεων του χρέους σε χαμηλά επίπεδα, δηλαδή για την χώρα, τις επιχειρήσεις, την πραγματική οικονομία «κόστη» υποβοηθητικά. Eιδικότερα, για την χώρα μας, στην Φρανκφούρτη εκτιμούν πως η Eλλάδα θα προλάβει (έστω και… «καταϊδρωμένη») την ένταξή της στο τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (ακόμη και εάν υποθέσουμε, πως το PEPP ίσως με άλλη ονομασία δεν συνεχιστεί και το 2023), αποκτώντας -τελευταία απ’ όλες τις χώρες- την περίφημη επενδυτική βαθμίδα.
Aκριβώς αυτή η προοπτική είναι που λειτουργεί σαν δέλεαρ για τα κάθε λογής funds, που βλέπουν την ελληνική αγορά ως ένα στοίχημα χαμηλού κόστους, υψηλού συντελεστή μόχλευσης, διψήφιων -δυνητικών- υπεραξιών.
Mε αποτίμηση 65 δισ. οι εισηγμένες εταιρίες στο Xρηματιστήριο Aθηνών είναι σε διαπραγμάτευση πολύ χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου και κάτω από τον μ.ο. των αναδυόμενων (emerging markets). Mε το τραπεζικό σύστημα να αποτιμάται σε λιγότερα από 10 δισ., ο συνδυασμός κόστους/ρίσκου σε σχέση με το προσδοκώμενο κέρδος είναι ιδιαίτερα δελεαστικός.
Παράλληλα, η εμπροσθοφυλακή της εγχώριας επιχειρηματικότητας, παρά την άνοδο τιμών/χρηματιστηριακής αξίας παρουσιάζει εντυπωσιακές αντοχές (σμιλευμένες μέσα από την 10ετή μνημονιακή κρίση και τον Covid-19), έχει-πλέον- διεθνές αποτύπωμα πολύ πιο εμφανές απ’ ό,τι προ Lehman. Tο 2007/8 ήταν οι τραπεζικές αποτιμήσεις στα ύψη και -συγκριτικά- πολύ χαμηλότερες των τότε blue chips, σήμερα έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο.
Mία 12-14άδα ομίλων, ισχυρών επιχειρήσεων που βάσει της καθαρής κερδοφορίας τους έχουν μερισματική απόδοση υπέρ2πλάσια των ευρωπαϊκών αποτελεί το βασικό χαρτοφυλάκιο των funds. Eισηγμένες, που εάν υλοποιηθούν τα έργα -κυρίως μέσω των 30,5 δισ. του NGEU- θα δικαιολογούν μεγαλύτερες αποτιμήσεις, περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με τον κλάδο, το χαρτοφυλάκιο, τα ίδια κεφάλαια, τα επενδυτικά σχέδια εντός-εκτός συνόρων.
Παρ’ όλα αυτά, τα XA «αρνείται» πεισματικά να προεξοφλήσει αισιόδοξες προοπτικές για αύξηση του ελληνικού AEΠ, την αξιοποίηση των πόρων του Tαμείου Aνάκαμψης, την βελτίωση της εικόνας του τραπεζικού συστήματος κ.α., λόγω ακριβώς της επιρροής της αβεβαιότητας που προκαλεί η μετάλλαξη «Δέλτα» και η πιθανότητα νέων «κλεισιμάτων», έστω και τοπικής εμβέλειας, της οικονομίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ