Επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα το 2022
Την πιθανή επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στα επίπεδα προ πανδημίας από φέτος βλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στα «ΝΕΑ», με τα στοιχεία να σηματοδοτούν ακόμα ταχύτερη ανάκαμψη από ό,τι προβλέπει η κυβέρνηση.
Ως προς το κομβικό ζήτημα του προγράμματος ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά ότι ο συνδυασμός της ισχυρής ανάκαμψης και η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα ανοίξει τον δρόμο για τη συνέχιση της απόκτησης ελληνικών χρεογράφων από την ΕΚΤ, ακόμη και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος (PEPP). Οπως εξηγεί ο κεντρικός τραπεζίτης το ζήτημα δεν είναι δημοσιονομικό, δεν αφορά τη δυνατότητα της Ελλάδος να εξυπηρετεί το χρέος της, αλλά την ομοιόμορφη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Ως προς την επίτευξη μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία εμφανίζεται αισιόδοξος ότι η χώρα θα διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα είναι της τάξεως του 3,5% κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία. Σημειώνεται ότι τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα θα εισρεύσουν κοινοτικά κονδύλια περί τα 70 δισ. ευρώ με παράλληλη αύξηση των επενδύσεων. Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας από το σχεδόν 200% φέτος σε 187% το 2022. Ως προς τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, τα μέτρα στήριξης, ο Γιάννης Στουρνάρας τα αξιολογεί ως θετικά. Εξηγεί ότι με τα μέτρα αυτά, που κατέστησαν δυνατά χάρη στα αυξημένα φορολογικά έσοδα, αναμένεται να διοχετευθούν άλλα 4,4 δισ. ευρώ στην οικονομία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Ως προς τον κρίσιμο παράγοντα του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει ότι έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχει ανοδικός κίνδυνος. Ομως και στο παρελθόν υπήρχαν προβλέψεις για ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς που εν τέλει καταγράφηκαν, αναμένοντας ότι ο πληθωρισμός θα συγκλίνει στο 2% μεσοπρόθεσμα. Υπογράμμισε επίσης ότι απέχουμε αρκετά από το σημείο όπου οι αυξήσεις θα δημιουργήσουν ανησυχίες.
Σχετικά με τις αποφάσεις της ΕΚΤ για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τονίζει ότι το θέμα θα συζητήσει το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου και εκτιμά πως η Τράπεζα θα πρέπει να συνεχίσει να παρέχει στήριξη. Τονίζει ότι για να αποφευχθούν οι επιπτώσεις μιας απότομης άρσης θα μπορούσε να αυξηθεί ο όγκος των αγορών τίτλων στο πλαίσιο του κανονικού προγράμματος (APP) και να ενσωματωθούν παράλληλα στοιχεία ευελιξίας από το έκτακτο πρόγραμμα (PEPP).
Επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα το 2022
Πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος βλέπουν για το 2022 ρυθμό κοντά στο 4,5%-5% αλλά και ενδεχόμενη κατάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα, από τους οίκους αξιολόγησης, έως το τέλος του 2022. Σημειώνεται ότι μέχρι το 2019 η Ελλάδα είχε καταφέρει να περιορίσει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ σε περίπου 180% και τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν επιστρέψει νωρίτερα στην επενδυτική βαθμίδα εάν δεν είχε χτυπήσει η πανδημία.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει τον στόχο αυτόν για το 2023. Στελέχη πάντως ανοίγουν πλέον παράθυρο ότι τελικά αυτή η αναβάθμιση μπορεί να συμβεί πριν από το 2023, γεγονός που θα εξασφαλίσει και επισήμως το χαμηλό κόστος χρήματος. Κύριοι παράγοντες για μια τέτοια εξέλιξη είναι η αρκετά ανοδική πορεία της οικονομίας αλλά και οι πολύ θετικές προοπτικές κατά τα επόμενα έτη, σε συνδυασμό με το σχέδιο αύξησης των επενδύσεων και υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Στο δημοσιονομικό μέτωπο οι προβλέψεις επίσης είναι θετικές καθώς οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα βελτιώσουν τηνεικόνα και εκτιμάται ότι θα διαγράψουν τα ελλείμματα έως το 2023. Οι οικονομολόγοι τονίζουν ότι το έλλειμμα στον προϋπολογισμό από 7,5% θα φτάσει κοντά στο μηδέν το 2023. Αυτή η διαφορά είναι επίσης αγοραστική δύναμη που θα αφαιρεθεί από την οικονομία. Για αυτόν τον λόγο προτρέπεται να γίνει σταδιακά η αφαίρεση των μέτρων στήριξης, τα οποία και θα αντικαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τα ευρωπαϊκά κονδύλια, με κύρια στόχευση τη σωστή αξιοποίηση.
Οι μέχρι τώρα κινήσεις των οίκων στέλνουν θετικά σήματα.
Στις αρχές του μήνα ο οίκος αξιολόγησης Scope αναβάθμισε το ελληνικό δημόσιο χρέος από BB σε BB+. Είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική και υψηλότερα από τις διαβαθμίσεις άλλων οίκων, ενώ και η DBRS Morningstar αναβάθμισε τη χώρα. Υπενθυμίζεται ότι η χαμηλή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας είχε εμποδίσει την ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (APP), το οποίο υλοποιούσε ήδη πριν από την πανδημία. Η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων τα οποία έχει αποκτήσει η ΕΚΤ μέσω όλων των προγραμμάτων αγοράς τίτλων ανέρχεται γύρω στα 4,4 τρισ. ευρώ, εκ των οποίων 30 δισ. ευρώ είναι ελληνικά ομόλογα.
Παράγοντας ανησυχίας
Πάντως, η σκιά του πληθωρισμού στην ευρωζώνη δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ένας παράγοντας ανησυχίας και για το 2022. Οι αναλυτές μιλούν για έναν αυξημένο ανοδικό κίνδυνο, καθώς επίσης για τα ενεργειακά κόστη, τα μεταφορικά και τις γεωπολιτικές εντάσεις, όπως μεταξύ της Κίνας και της Αμερικής. Αναλυτές χτυπούν καμπανάκι ότι αν επαληθευτεί το δυσμενές σενάριο, ο πληθωρισμός να βρεθεί στο 2% και το 2022 – με το βασικό σενάριο να δείχνει κάτω του 2% -, τότε θα υπάρξει πρόβλημα. Ενδέχεται, σε αυτό το σενάριο, στην ευρωζώνη, να γίνει αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και σε αυτή την περίπτωση να επηρεαστεί περισσότερο ο ευρωπαϊκός Νότος.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank η Ελλάδα, ως καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου και χώρα με σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης (74,1%, το 2019) σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (60,7%, το 2019), επιβαρύνεται από την άνοδο των τιμών τους, καθώς, μεταξύ άλλων, αυξάνεται το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Επιπλέον, η αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 4% από την αρχή του έτους (στοιχεία έως 17/9/2021) έχει επιπρόσθετη αυξητική επίδραση στο ενεργειακό κόστος. Τονίζεται λοιπόν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν κατ’ αρχάς λόγω της ραγδαίας αύξησης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που ακολούθησε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας (πληθωρισμός ζήτησης) και δεύτερον εξαιτίας της αύξησης του κόστους παραγωγής, ως απόρροια των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, με συνέπεια να δημιουργούνται διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς (πληθωρισμός κόστους). Επομένως, αναντιστοιχία μεταξύ αυξημένης ζήτησης και περιορισμών στην προσφορά δημιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι τιμές να παρουσιάζουν αυξητική τάση. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής (ECB staff macroeconomic projections for the euro area, September 2021) είναι ότι η άνοδος του πληθωρισμού συνιστά προσωρινό φαινόμενο. Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί η πιθανότητα διατήρησης των διαταραχών για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενόμενου, γεγονός που θα υποχρέωνε ορισμένες επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή τους, αυξάνοντας περαιτέρω το πληθωριστικό κόστος, εξέλιξη που θα υπονόμευε την αναπτυξιακή διαδικασία.