Ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής για το σύνολο του 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,8% και 7,9%, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υποδείγματος παραγόντων του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Οι προβλέψεις αυτές ενσωματώνουν τα επίσημα δημοσιευμένα (προσωρινά) στοιχεία για τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2021, καθώς και τις εκτιμήσεις των ρυθμών μεταβολής 11,5% και 6,1% για το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο, αντίστοιχα.
Οι συγκεκριμένες προβλέψεις αντανακλούν τη σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο η οικονομική ύφεση εξαιτίας της πανδημίας έφτασε το -7,8%, σε όρους ετήσιου ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ.Η διαφαινόμενη εξισορρόπηση των οικονομικών συνθηκών το 2021 αποτελεί απόρροια της βελτίωσης των επιδημιολογικών δεδομένων και της συνεπαγόμενης βαθμιαίας επαναφοράς της ομαλής λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων από το δεύτερο τρίμηνο του 2021.
Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα συγκυρία και κατά συνέπεια και οι εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ το 2021 εξακολουθούν να συνοδεύονται από έναν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που δυσχεραίνει συνολικά τη διεξαγωγή βραχυπρόθεσμων προβλέψεων. Αυτό οφείλεται, πρώτον, στην·αδυναμία πρόβλεψης της εξέλιξης της πανδημίας τους επόμενους μήνες σε εγχώριο αλλά και διεθνές επίπεδο και, δεύτερον, στο ότι παραμένει δύσκολη η ποσοτικοποίηση των μέτρων θωράκισης της οικονομίας και των μέτρων πολιτικής με εξέχουσα σημασία, όπως η εκταμίευση και σταδιακή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Η όποια δυσμενέστερη ή ευνοϊκότερη από την προβλεπόμενη εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 είναι σαφώς συνυφασμένη με την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και με μια σειρά παραγόντων που θα καθορίσουν τη δυναμική της ζήτησης και της προσφοράς, τις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας, τις επενδυτικές και αποταμιευτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας και κατ’ επέκταση τα εισοδήματα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και τα δημοσιονομικά μεγέθη. Ταυτόχρονα, παραμένει συνάρτηση των αντισταθμιστικών επιδράσεων των οικονομικών μέτρων, αλλά και των αναμενόμενων επιπτώσεων των ανατιμήσεων σε τρόφιμα και πρώτες ύλες, καθώς και της αύξησης του μεταφορικού κόστους.