H επιστολή προς το Eurogroup
Στην αντιμετώπιση των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναφέρονται, σε κοινή τους επιστολή προς τον πρόεδρο του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας.
Όπως αναφέρουν οι Έλληνες υπουργοί το πρόσθετο ενεργειακό κόστος που θα υποστούν οι καταναλωτές είναι πιθανό να φθάσει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2021-2022 στα 27 κράτη μέλη, γεγονός που ανησυχεί τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αδυνατούν να καλύψουν το ενεργειακό τους κόστος.
Συγκεκριμένα η επιστολή προς το Eurogroup αναφέρει:
«Η αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη αποτελεί πηγή μεγάλης ανησυχίας για τους πολίτες της ΕΕ που αδυνατούν να καλύψουν το ενεργειακό τους κόστος, με αποτέλεσμα την άμεση αύξηση της ενεργειακής φτώχειας. Ειδικότερα, το πρόσθετο ενεργειακό κόστος που θα υποστούν οι καταναλωτές είναι πιθανό να φθάσει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2021-22 στα 27 κράτη μέλη.
Η άνευ προηγουμένου άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου και κατ ‘επέκταση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, αποτελεί σημαντική πρόκληση για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, αποκλειστικά, σε εθνικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα και απαιτεί άμεση δράση που πρέπει να ληφθεί από κοινού σε επίπεδο ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, αποτελεί όχι μόνο μια σημαντική οπισθοδρόμηση στις προσπάθειές μας για μια ομαλή οικονομική ανάκαμψη στην εποχή μετά τον Covid-19, αλλά και ένα σήμα συναγερμού ότι ο δρόμος προς μια οικονομία ουδέτερη από άνθρακα θα υποστεί απροσδόκητους κραδασμούς της αγοράς, εμποδίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Έχουμε καθήκον να αποτρέψουμε οτιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει τη δημόσια υποστήριξη ή εμπιστοσύνη σχετικά με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ.
Επιπλέον, οι τρέχουσες, ασυνήθιστα υψηλές, τιμές του φυσικού αερίου μπορεί να μην είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, που οφείλεται σε εφάπαξ παράγοντες. Τα πρώτα στάδια της μετάβασης προς την ουδετερότητα του άνθρακα εξαρτώνται από την παροχή φυσικού αερίου και τις τιμές, καθώς το φυσικό αέριο παίζει βασικό ρόλο έως ότου οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες πηγές άνθρακα κυριαρχήσουν στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές και οι αγορές πρέπει να χρησιμοποιήσουν μέσα αντιστάθμισης έναντι ακραίων αιχμών του φυσικού αερίου, καθώς το φυσικό αέριο εξακολουθεί να είναι απαραίτητο και να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο έως το 2030. Σε αυτήν την περίοδο η οικονομική πράμετρος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο και να αποσταθεροποιήσει τη μετάβαση προς επίτευξη του στόχου για το κλίμα έως το 2030.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για να πιστεύουμε ότι τέτοιες κρίσεις θα επανεμφανιστούν τα επόμενα χρόνια, και ως εκ τούτου, η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει νέα εργαλεία που στοχεύουν στη μείωση της έκθεσης στις διακυμάνσεις της αγοράς φυσικού αερίου, δεδομένου του γεγονότος ότι το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα δημιουργηθεί πριν από το 2025.
Στο πλαίσιο αυτό, καλούμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει πιθανά βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση του πρόσθετου ενεργειακού κόστους, ειδικά για νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, σε συνδυασμό με καινοτόμα μακροπρόθεσμα μέτρα για την προστασία της αγοράς ενέργειας από έντονες διακυμάνσεις τιμές φυσικού αερίου.
Για το σκοπό αυτό, καλούμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναπτύξει μια εργαλειοθήκη και σχέδια έκτακτης ανάγκης που θα παρέχουν στα κράτη μέλη μια ποικιλία προκαθορισμένων επιλογών και κατάλληλων διορθωτικών μέτρων σε παρόμοιες περιπτώσεις αστάθειας της αγοράς. Αυτά θα αυξήσουν τη βεβαιότητα και την προβλεψιμότητα τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για τους καταναλωτές, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα στις αγορές και αποθαρρύνοντας τους πιθανούς κερδοσκόπους να χειριστούν τις τιμές της ενέργειας.
Πιο συγκεκριμένα, προτείνουμε στο Συμβούλιο να αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
1) Να τεθεί σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό βραχυπρόθεσμο μέτρο, που ενδεχομένως βασίζεται σε έκτακτο (πριν από το τέλος του 2021) πλειστηριασμό πρόσθετων δικαιωμάτων από το Market Stability Reserve, έτσι ώστε να δημιουργηθούν επιπλέον έσοδα για τα κράτη μέλη μέσω του ΣΕΔΕ της ΕΕ, τουλάχιστον εν μέρει, καλύψτε την άμεση επιπλέον επιβάρυνση για τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Τα απαιτούμενα ποσά θα είχαν ως αποτέλεσμα μια μέση αύξηση 10% στα έσοδα ETS. Τα κράτη μέλη θα χρησιμοποιήσουν κυρίως τα πρόσθετα έσοδα για τη χρηματοδότηση συστημάτων αντιστάθμισης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου των καταναλωτών κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2021-2022.
2) Να διερευνθεί η πιθανή σύσταση ενός Ταμείου Αντιστάθμισης της ΕΕ, το οποίο θα αντισταθμίζει τις διακυμάνσεις της τιμής του φυσικού αερίου σε περίπτωση εξαιρετικών υψηλών αυξήσεων της τιμής του φυσικού αερίου, που μπορεί να συμβούν ξανά στο μέλλον. Το Ταμείο θα μπορούσε να αντλήσει προκαταβολές από τα αναμενόμενα μελλοντικά έσοδα ETS της ΕΕ και θα περιοριστεί αυστηρά σε εξαιρετικές καταστάσεις αστάθειας τιμών. Η κατανομή σε κάθε κράτος μέλος θα υπολογίζεται κατ ‘αναλογία, λαμβάνοντας υπόψη την κατανάλωση θέρμανσης και ηλεκτρικής ενέργειας και το εθνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Θα μπορούσαν να θεσπιστούν διατάξεις για επιστροφές που διασφαλίζουν την αποπληρωμή του Κεφαλαίου, βάσει μιας μακροπρόθεσμης και ομαλά εφαρμοζόμενης εισφοράς καταναλωτή.
Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να ενεργήσει στρατηγικά, εκμεταλλευόμενη τη συλλογική διαπραγματευτική της δύναμη. Η τρέχουσα εξάρτησή μας και η έκθεση στις διακυμάνσεις της αγοράς υπονομεύει τη στρατηγική αυτονομία και κυριαρχία της ΕΕ, επιτρέποντας σε τρίτους φορείς να χρησιμοποιούν τις τιμές της ενέργειας ως πολιτικό όπλο ενάντια στα συμφέροντα της ΕΕ. Η ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει συλλογικά στρατηγικά αποθέματα φυσικού αερίου μέσω μιας κεντρικής ευρωπαϊκής πλατφόρμας και να αναπτύξει στρατηγικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η τρέχουσα κρίση θα δοκιμάσει τα αντανακλαστικά της ΕΕ και την αποφασιστικότητά της να κάνει ό, τι χρειάζεται για να επιτύχει τους φιλόδοξους κλιματικούς μας στόχους χωρίς να αγνοήσει την ανάγκη μιας δίκαιης μετάβασης για όλους τους πολίτες και τις περιφέρειες της ΕΕ, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες.
Ελπίζοντας ότι αυτή η επιστολή θα συμβάλει στις τρέχουσες συζητήσεις για το θέμα, προσβλέπουμε σε μια γόνιμη συζήτηση στο επερχόμενο Συμβούλιο Περιβάλλοντος».