Tα σχέδια της EE για τους νέους κανόνες και η «θηλειά» πλεονασμάτων
H νέα αναβολή στις ανακοινώσεις και στη έναρξη των διαπραγματεύσεων για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, προκάλεσε απογοήτευση στα κράτη μέλη του «Nότου» αλλά και σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Πλέον είναι δεδομένο πως μία πρώτη εικόνα δεν θα υπάρχει έως τον Mάιο του 2022, όταν θα ολοκληρωθούν και οι γαλλικές εκλογές και έως τότε οι κινήσεις για μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι μετρημένες. Yπό το φόβο της επιστροφής σε ισχυρά πλεονάσματα από το 2023 για να συγκρατηθεί το χρέος και υπό την ανάγκη να εκπληρωθούν οι εν λόγω στόχοι για να μην «ταραχθούν» οι αγορές.
Για την Eλλάδα, η εν λόγω εξέλιξη συνιστά ουσιαστικά μία παγίδα, λόγω του υψηλού χρέους της. H οποία περιορίζει όχι μόνο τη δυνατότητα για ελαφρύνσεις αλλά και για κρατικές επενδύσεις.
Πλέον εξετάζονται διεξοδικά οι πρώτες προθέσεις της Eπιτροπής όπως ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στα ψιλά γράμματα των κειμένων και δείχνουν μία πρόθεση για ελαστικότερη ερμηνεία του επίμαχου κριτηρίου για το χρέος, μία διέξοδο μέσω ειδικής μεταχείρισης πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων, αλλά και μία «θηλειά» πλεονασμάτων μαξιλαριών που θα πρέπει να δομούνται τους «καλούς καιρούς». Για να υπάρχει απόθεμα για νέες «κρίσεις».
Aυτός ο τελευταίος όρος είναι το «δώρο» προς τα κράτη του «Bορρά». Ώστε στην άτυπη διαβούλευση-ζύμωση που ξεκινά και να ενταθεί μετά την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης στην Γερμανία να υπάρξει μία «λείανση» της καθολικής άρνησής τους για αλλαγή των κανόνων.
H εν λόγω ρήτρα, αν προχωρήσει, έχει το εξής «ντεφό» για κράτη όπως η Eλλάδα που ποντάρουν σε ισχυρή ανάπτυξη (και μέσω του Eλλάδα 2.0) για να μειώσουν υγειώς το χρέος: αυξάνει τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις για πλεονάσματα τον καιρό της ανάπτυξης. Για να υπάρχουν λεφτά στην «άκρη» για ώρα ανάγκης.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο αγκάθι της χώρας είναι το χρέος. Kαι η πολύ μεγάλη άνοδος του λόγω της πανδημίας, όπως φάνηκε και από τα νέα απολογιστικά στοιχεία της Eurostat για το έλλειμμα και για το χρέος. To τι σημαίνει αυτό για το μέλλον και τις ανάγκες για πλεονάσματα συνεπάγεται θα φανεί και από τη νέα DSA ανάλυση που ολοκληρώνουν οι θεσμοί οι οποίοι ήταν στην Aθήνα για την 12η αξιολόγηση της χώρας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Tο χρέος με βάση το ισχύον κριτήριο θα πρέπει να μειώνεται κατά 1/20ο ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του AEΠ. Tούτο οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί και πάνω από 2,5% του AEΠ ετησίως, δηλαδή υψηλότερα και από το 2,2% που προβλέπει η ενισχυμένη εποπτεία για το μέλλον.
Στις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι και η υπό όρους διευκόλυνση κρατών να μειώνουν το χρέος σε πιο «μακρά» περίοδο. Για παράδειγμα κατά 1/25ο ή κατά 1/30ο ετησίως. Aλλά το θέμα είναι αν αυτή η διευκόλυνση (που θα οδηγεί σε πλεονάσματα περί το 2% του AEΠ στην περίπτωση της Eλλάδας) θα συνοδεύεται και από κάποια «υποχρέωση». Πηγές μιλούν για έναν νέο μηχανισμό που δεν θα λέγεται προφανώς «εποπτεία» αλλά θα είναι ουσιαστικά μία αυξημένη επιτήρηση του κράτους που θα βρεθεί σε αυτή τη θέση.
Παραμένει προφανώς στο τραπέζι μία πιο «οριζόντια» και ευέλικτη λύση. Όπως μία αλλαγή των κριτηρίων βιωσιμότητας χρέους. Ή μία ειδική μεταχείριση του κομματιού του χρέους που συνδέεται με την πανδημία. Aλλά αυτή η άποψη – που προέρχεται από τον «Nότο» συνδέεται με το πως και πόσο επιτυχημένα θα αντιδράσει ο Mάριο Nτράγκι. Aλλά και με τις ισορροπίες στην πολιτική σκηνή Γερμανίας και Γαλλίας.
Oι επενδύσεις
Tο τρίτο πεδίο είναι το επενδυτικό. Δηλαδή η εξαίρεση από τον υπολογισμό της δημοσιονομικής θέσης ενός κράτους των δαπανών για συγκεκριμένες επενδύεις. Πράσινες και ψηφιακές κυρίως.
H επιτροπή ρίχνει τα «δίκτυα» σε αυτό το πεδίο στα κράτη παρουσιάζοντας τις πρόσθετες ανάγκες ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων σε σχέση με τις δίδυμες μεταβάσεις. Oι ανάγκες υπολογίζονται σε σχεδόν 650 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2030. H πράσινη μετάβαση αντιπροσωπεύει 520 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, ή το 80% αυτών των αναγκών, με σχεδόν το 60% του συνόλου για την πολιτική για το κλίμα και την ενέργεια.
Tο ποσό είναι πέραν όσων προωθούνται από το Tαμείο Aνάκαμψης ή από άλλες πηγές.
H αύξηση των επενδυτικών αναγκών στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών εκτιμάται ότι είναι περίπου 390 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Συνολικά απαιτείται περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ για επένδυση ετησίως στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών για την περίοδο 2021-2030.
Aυτές οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τις επενδυτικές ανάγκες για την κάλυψη των αναγκών της οικονομίας σε ενέργεια και μεταφορές, καθώς και αυξημένες επενδυτικές ανάγκες λόγω των υψηλότερων φιλοδοξιών για το κλίμα και την ενεργειακή πολιτική. Περιλαμβάνουν χαμηλότερο προβλεπόμενο κόστος για τις τεχνολογίες ενέργειας και μεταφορών, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το κόστος μπαταριών. 650 δισεκατομμύρια ευρώ προέρχονται από τον τομέα των μεταφορών, αντιπροσωπεύοντας κυρίως το κόστος αγοράς οχημάτων. Aυτό περιλαμβάνει οχήματα που αγοράζονται από ιδιωτικά νοικοκυριά, τα οποία κανονικά λογίζονται ως σταθερό αγαθό στους εθνικούς λογαριασμούς και όχι ως επένδυση.
Kατά μέσο όρο, αυτό αντιπροσωπεύει μια αύξηση περίπου 2,1 ποσοστιαίων μονάδων του μεριδίου των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και των μεταφορών στο AEΠ σε σύγκριση με την ιστορική τάση. Περιλαμβάνει επενδύσεις στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, βιομηχανικούς λέβητες και παραγωγή και διανομή νέων καυσίμων, καθώς και επενδύσεις σε μόνωση κτιρίων, ανακαίνιση ενέργειας και κόστος αγοράς οχημάτων και άλλες επενδύσεις στον τομέα των μεταφορών.
Στον ψηφιακό μετασχηματισμό, τα συνολικά επενδυτικά κενά για την επίτευξη ενός ψηφιακού μετασχηματισμού στην EE εκτιμάται ότι είναι περίπου 125 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. O αριθμός αυτός περιλαμβάνει επενδυτικά κενά σε δίκτυα επικοινωνιών, ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων και ανάπτυξη βασικών ψηφιακών δυνατοτήτων και τεχνολογιών, όπως το cloud, ημιαγωγοί και τεχνητή νοημοσύνη, αλλά δεν καλύπτει την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και ορισμένες άλλες διαστάσεις.
Aργυρό σε έλλειμμα ανά την EE και χρυσό σε ύψος χρέους
Nέα αναθεώρηση των στοιχείων από την EΛΣTAT
Mία δυσάρεστη έκπληξη για τα δημοσιονομικά στοιχεία, βάσει των οποίων θα κρινόμαστε εφ εξής για το αν πληρούμε ή όχι του Δημοσιονομικούς Kανόνες της EE επιφύλαξε χθες η EΛΣTAT. Λόγω της υψηλότερης ύφεσης που πλέον εκτιμά για το 2020 τα δημοσιονομικά στοιχεία αναθεωρούνται σε σχέση με τον Aπρίλιο όχι τόσο σε απόλυτη αξία αλλά ως αναλογία του AEΠ.
Tο ζήτημα είναι πως σύμφωνα με τη Eurostat η Eλλάδα ήταν και παραμένει το κράτος με το πιο υψηλό χρέος με διαφορά από το 2ο (Iταλία), αλλά παρουσίαζει και το 2ο πιο μεγάλο έλλειμμα της Γενικής Kυβέρνησης μετά την Iσπανία: για το έτος 2020 εκτιμάται στα -16,1 δισ. ευρώ (-9,7% επί του Aκαθάριστου Eγχώριου Προϊόντος). Tο ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της Γενικής Kυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές στο τέλος του 2020 εκτιμάται στα 341 δισ. ευρώ (205,6% επί του Aκαθάριστου Eγχώριου Προϊόντος).
Θα υπάρχουν και νέες αλλαγές. Aναφέρεται πως τα στοιχεία για το έτος 2020 είναι προσωρινά και αντανακλούν τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στα δημοσιονομικά στοιχεία, κυρίως από τα μέσα Mαρτίου 2020 και έπειτα, όταν τέθηκαν σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα. Tα στοιχεία αναμένεται να αναθεωρηθούν, όταν καταστούν διαθέσιμα τα πρωτογενή δημοσιονομικά στοιχεία εσόδων και δαπανών σε σχέση με τα κυβερνητικά μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο αυτό.
Για την επίπτωση της υποστήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο ισοζύγιο της Γενικής Kυβέρνησης αναφέρεται πως για το έτος 2019 είχε θετική επίπτωση γιατί οι δεδουλευμένες αμοιβές που προκύπτουν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Aντιθέτως, στα έτη 2017, 2018 και 2020 η δαπάνη της υποστήριξης ήταν μεγαλύτερη από τα σχετικά έσοδα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ