Στο 7,9% το 2021
Η ελληνική οικονομία παίρνει ώθηση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και, σύμφωνα με την Morgan Stanley, αναμένεται ισχυρή ανάκαμψη για το 2021, ωστόσο η φιλόδοξη κλίμακα του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης δημιουργεί κινδύνους και ρίσκα γύρω από την απορρόφηση των πόρων.
Όπως σημειώνει ο οίκος, κατά το α’ εξάμηνο του 2021 στην Ελλάδα σημειώθηκε μια έντονη ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας με τη στήριξη του τουριστικού προϊόντος, αλλά και του ανοίγματος της οικονομίας, μια τάση που συνεχίστηκε και ενισχύθηκε περαιτέρω κατά το γ’ τρίμηνο του έτους. Σε αυτό το πλαίσιο, η Morgan Stanley αναβαθμίζει τις προβλέψεις της για το ελληνικό ΑΕΠ στο 7,9% φέτος, ενώ περιορίζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,7% για το 2022 και το 2023. Σημαντική αναμένεται να είναι και η συμβολή των επενδύσεων το επόμενο διάστημα, με ώθηση από τα κονδύλια του NGEU.
Σημάδια βελτίωσης έδειξε στο β’ τρίμηνο και η αγορά εργασίας με το επίπεδο απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας να επιστρέφουν στα προ πανδημίας επίπεδα. Βασικοί οδηγοί αυτής της βελτίωσης, το άνοιγμα των συνόρων και η ενίσχυση των τουριστικών ροών, καθώς και ο κλάδος της μεταποίησης.
Η θετική τάση, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, είναι πιθανό να συνεχίστηκε και κατά το γ’ τρίμηνο με τις διανυκτερεύσεις να κάνουν άλμα σχεδόν στο 50% των επιπέδων του 2019 τον Ιούλιο και τις τουριστικές αφίξεις να ανακάμπτουν στο 75% των επιπέδων του 2019 τον Αύγουστο.
Ο οίκος περιμένει ότι αυτή η δυναμική θα βελτιωθεί περαιτέρω το επόμενο έτος, με την άρση των περιορισμών για τα ταξίδια εκτός Ευρώπης. Για τον τομέα της μεταποίησης αναμένει ισχυρή ανάκαμψη εντός του έτους, κάτι που προοιωνίζεται ένα θετικό σήμα για υψηλότερες επενδύσεις και κατανάλωση μεσοπρόθεσμα.
Τα ευνοϊκά αυτά μακροοικονομικά στοιχεία συνεισφέρουν επίσης στη βελτίωση για τα δημόσια οικονομικά, με τα έσοδα να επιστρέφουν κατά το γ’ τρίμηνο σχεδόν στα επίπεδα προ – κορωνοϊού.
Όπως σημειώνει στην ανάλυσή του για την ελληνική οικονομία ο οικονομολόγος της Morgan Stanley, Mario Pietrunti, παρά τη σημαντική στήριξη που παρείχε η κυβέρνηση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας, με τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα πέρυσι (6,7% του ΑΕΠ) και φέτος (7,5%), αναμένει μία απότομη βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας της χώρας από το 2022 (πρωτογενές έλλειμμα 1,6%) και σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό το 2023 (-0,1%).
Παρά την ισχυρή ανάπτυξη και το βελτιωμένο ισοζύγιο, το ελληνικό χρέος αναμένεται να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο το 2022, λόγω των υψηλών δαπανών για τόκους, με την ουσιαστική μείωσή του να αναμένεται το 2023, οπότε και θα υποχωρήσει ελαφρώς χαμηλότερα από το όριο του 200%.
Η Ελλάδα, σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, είναι ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους των πόρων του NGEU, με 30,5 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια, που αντιστοιχούν στο 18% περίπου του εγχώριου ΑΕΠ, ενώ είναι από λίγες χώρες, μαζί με την Ιταλία και τη Ρουμανία, που έχουν ζητήσει το σύνολο των δανείων που δικαιούνται (περίπου το 7,5% του ΑΕΠ).
Αυτό δημιουργεί άφθονο χώρο για μια διαρθρωτική αύξηση του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, με την Κομισιόν να εκτιμά μια συνεισφορά άνω του 2,5% ετησίως σε πρόσθετη ανάπτυξη για όσο είναι σε ισχύ το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και μόνιμη αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης άνω του 1%.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η κλίμακα του ίδιου του σχεδίου καθιστά την απορρόφηση των πόρων πιο δύσκολη, δεδομένου του ισχνού επιπέδου της χώρας στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων.