Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), ήτοι του φθινοπώρου 2021 (Νοέμβριος 2021), ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 7,1% το 2021, 5,2% το 2022 και 3,6% το 2023, με ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Λαμβάνοντας υπόψιν τη βαθιά ύφεση το 2020 (9,0%) και την προβλεπόμενη ανάκαμψη για την τριετία 2021-2023 (16,6%), το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023, εκτιμάται ότι θα είναι υψηλότερο κατά 6,1% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα (€194,8 vs €183,6 δισ.), ωστόσο θα υπολείπεται κατά 18,7% σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (€194,8 vs €239,7 δισ.). Επιπρόσθετα, ήδη από το 2019, το κατά κεφαλήν προϊόν της Ελλάδας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27. Συνεπώς, την επαύριον της πανδημίας, η επίτευξη σχετικά υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς την παρουσία μεγάλων μόνιμων ελλειμμάτων, θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής.
Η εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023 σε σχέση με το 2019, είναι ελαφρώς υψηλότερη σε σχέση με το σύνολο της EE-27 και αρκετά μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλες χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία. Το σύνολο των εκτιμήσεων έχει ως ακολούθως: Ρουμανία 13,5% (πραγματικό ΑΕΠ 2023 vs 2019), Εσθονία 13,5%, Λιθουανία 12,4%, Πολωνία 12,3%, Ουγγαρία 11,4%, Λουξεμβούργο 10,7%, Λετονία 10,1%, Σλοβενία 9,9%, Σλοβακία 9,1%, Κροατία 8,5%, Κύπρος 7,6%, Δανία 7,4%, Μάλτα 7,0%, Βουλγαρία 6,9%, Σουηδία 6,4%, Ελλάδα 6,1%, ΕΕ-27 5,6%, Φινλανδία 5,3%, Ευρωζώνη 5,1%, Ολλανδία 5,0%, Βέλγιο 4,6%, Τσεχία 4,6%, Γερμανία 4,3%, Γαλλία 4,3%, Αυστρία 4,1%, Ιταλία 3,2%, Πορτογαλία 3,2% και Ισπανία 2,8%.
Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων, οι χώρες της Βαλτικής και της Κεντροανατολικής Ευρώπης, αναμένεται να έχουν την υψηλότερη σωρευτική μεγέθυνση 2019-2023 ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27, ενώ οι χώρες του Νότου, πλην της Ελλάδας, τη μικρότερη. Σε αυτό το αποτέλεσμα, πέραν της μη ομοιόμορφης ύφεσης που βίωσαν το 2020 οι προαναφερθείσες οικονομίες, κατά μέσο όρο διαδραματίζουν ρόλο και εγγενείς δυνάμεις σύγκλισης, λόγω των μεγάλων αποκλίσεων που παρουσιάζει το κατά κεφαλήν προϊόν των επί μέρους κρατών.
Σε ό,τι αφορά τη διετία 2021-2022 και την περίπτωση της Ελλάδας, δυο στοιχεία διαφοροποιούν τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τις αντίστοιχες θερινές (Ιούλιος 2021). Πρώτον, η κορύφωση της κυκλικής ανάκαμψης από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, αναμένεται να επιτευχθεί το 2021 και όχι το 2022 (βλέπε Σχήμα 2), χαρακτηριστικό που καταγράφεται και στις εκτιμήσεις της εισηγητικής έκθεσης προϋπολογισμού 2022. Δεύτερον, η σωρευτική προβλεπόμενη μεγέθυνση για τη διετία 2021-2022, αναθεωρήθηκε επί τα βελτίω κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, με το πραγματικό ΑΕΠ το 2022 να εκτιμάται κατά 2,5% υψηλότερο σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Σημειώνουμε, ότι στα μέσα του χειμώνα του τρέχοντος έτους, εν μέσω εφαρμογής του 2ου και παρατεταμένου γύρου των περιοριστικών μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 θα ήταν μικρότερο κατά -2,2% σε σχέση με το 2019.Η βελτίωση των εκτιμήσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, στοιχείο που αποτυπώνεται στις εκθέσεις όλων των εγχώριων και διεθνών οργανισμών που δημοσιεύονται το τελευταίο χρονικό διάστημα, εδράζεται στους εξής παράγοντες: Πρώτον, στην ανθεκτικότητα που επέδειξε η οικονομία στα περιοριστικά μέτρα που ακολούθησαν το πρώτο ισχυρό lockdown. Τα αποτελέσματα των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2020 και του 1ου εξαμήνου 2021 ήταν πολύ καλύτερα του αναμενομένου. Ωστόσο, την ίδια περίοδο, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν υψηλό. Δεύτερον, στη θετική έκπληξη που διαγράφεται στον τομέα τουρισμού, με τα τουριστικά έσοδα στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021 να παρουσιάζουν ετήσια ενίσχυση κατά €5,1 δισ. σε τρέχουσες τιμές και να ανέρχονται στο 54,4% των ταξιδιωτικών εισπράξεων της αντίστοιχης περιόδου το 2019. Τρίτον, στις θετικές προσδοκίες, για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Μετά την προβλεπόμενη κυκλική ανάκαμψη (το αρνητικό παραγωγικό κενό αναμένεται να έχει εξαλειφθεί τη διετία 2021-2022), το ΤAA και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δύνανται να στηρίξουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Εντούτοις, πτωτικοί κίνδυνοι υπάρχουν. Η ενεργειακή κρίση και η αναζωπύρωση της πανδημίας στην Ελλάδα και την αλλοδαπή αποτελούν εστίες αβεβαιότητες.
Επιπρόσθετα, η άρση των μέτρων στήριξης, τόσο σε επίπεδο δημοσιονομικής όσο και σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, θα επιφέρουν ένα κόστος προσαρμογής. Μακροπρόθεσμα, ο βασικός πτωτικός κίνδυνος, υπαρκτός εδώ και αρκετά χρόνια, είναι το δημογραφικό.
Αντοχή επέδειξαν τα φορολογικά έσοδα του Οκτωβρίου 2021, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 7,4%
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2021, το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €7.204 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα €7.272 εκατ. (που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2021 στην επεξηγηματική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025) και πρωτογενούς ελλείμματος €9.065 εκατ. την ίδια περίοδο του 2020. Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €11.522 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €11.576 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο έλλειμμα κατά €54 εκατ.) και έναντι ελλείμματος €13.451 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2020.
Αναλυτικότερα, στο 10μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €44.131 εκατ., παρουσιάζοντας αρνητική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο κατά €338 εκατ. (ή κατά 0,8%), ενώ συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 παρουσίασαν αύξηση κατά 14,9%. Η εν λόγω απόκλιση σε σχέση με τον στόχο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν εισπράχθηκε τελικά εντός του Οκτωβρίου 2021 – όπως είχε προβλεφθεί στο ΜΠΔΣ 2022-2025 – η δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) ύψους €1.718 εκατ., αλλά μετατοπίστηκε χρονικά στο επόμενο έτος. Επομένως, χωρίς αυτή, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν αύξηση έναντι του στόχου κατά €1.380 εκατ. (ή κατά 3,1%), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στα αυξημένα φορολογικά έσοδα κατά €1.236 εκατ. (ή κατά 3,3%).
Ειδικότερα, τον Οκτώβριο 2021 τα καθαρά έσοδα διαμορφώθηκαν στα €4.681 εκατ. μειωμένα κατά €1.696 εκατ. (ή κατά 26,6%) σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο, ωστόσο αν εξαιρέσουμε το προαναφερθέν γεγονός με τη χρονική μετατόπιση της δόσης από το ΤΑΑ ποσού €1.718 εκατ., τα καθαρά έσοδα παρουσιάζουν μικρή υπέρβαση έναντι του στόχου κατά €22 εκατ. (ή κατά 0,5%). Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε €4.963 εκατ., αυξημένα κατά €341 εκατ. (ή 7,4%) έναντι του μηνιαίου στόχου.
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε συγκράτηση έναντι του στόχου της τάξης των €392 εκατ. (ή κατά 0,7%), κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης του σκέλους του ΠΔΕ και του ΤΑΑ κατά €479 εκατ. Τέλος, σε σχέση με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2020, καταγράφηκε αύξηση των συνολικών δαπανών κατά €3.791 εκατ. (ή κατά 7,3%), λόγω των αυξημένων έκτακτων δαπανών που αφορούσαν στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με τα συνολικά μέτρα στο 10μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 να ανέρχονται σε €7,9 δισ.